Την αμφισβήτησή του στον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ, Στέφανο Κασσελάκη, εξέφρασε δημοσίως στην ομιλία του στην Κεντρική Επιτροπή ο Παύλος Πολάκης και του ζήτησε να οδηγήσει το κόμμα σε εκλογή αρχηγού.
Συγκεκριμένα ανέφερε: «Τον Στέφανο τον στήριξα αλλά έπεσα έξω, ο Στέφανος και καλό παιδί είναι και φιλότιμο έχει και καλές προθέσεις έχει, αλλά για πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ δεν κάνει».
Ακολούθως εξήγησε: «Η συνεχόμενη εμμονική προβολή των προσωπικών του επιλογών, του πλούτου του, του γούστου του μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, σκέπασε από την πρώτη μέρα κάθε προγραμματική θέση του ΣΥΡΙΖΑ. Με αυτή τη γραμμή, με αυτή την εικόνα δεν μπορούμε να νικήσουμε, γι' αυτό βάζω θέμα ηγεσίας. Σύντροφε πρόεδρε δεν μπορείς γι' αυτό προχώρησε στην προκήρυξη εκλογών για να πάμε μαζί ενωμένοι. Ήταν διχαστική η ομιλία σου. Εγώ υποψηφιότητα θα δηλώσω, και λέω ξεκάθαρα ότι θα παραμείνω στον ΣΥΡΙΖΑ και καλώ τους πάντες ανεξαρτήτως του αποτελέσματος, να πουν ότι θα μείνουν και θα παλέψουμε να ρίξουμε τον Μητσοτάκη. Δεν θέλω να φτιάξω ένα κόμμα τύπου Ζωής ή Βαρουφάκη που θα έπαιρνα περισσότερο ποσοστό».
Συνεχίζοντας ανέφερε: «Εγώ ήμουν ο πρώτος που είπα "στηρίζουμε τον Στέφανο". Είμαι αντίθετος με την τεκνοθεσία και για τα ετερόφυλα και όχι μόνο για τα ομόφυλα. Και είμαι κάθετος και νομίζω ότι είναι και η πλειοψηφία της κοινωνίας».
Για την αιχμή του Στέφανου Κασσελάκη ότι χρησιμοποιεί τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και προβάλλει την προσωπική του ζωή απάντησε: «Ναι τα χρησιμοποιώ και κάνω και προσωπικές αναρτήσει αλλά τη Δώρα (την σύζυγό του), στην εξέδρα μίας προεκλογικής μου ομιλία εγώ δεν την ανέβασα».
Είπε ακόμη: «Αν ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν στα καλά του ο Μητσοτάκης δεν θα άντεχε πολύ.
Έτσι όπως είμαστε δεν μπορούμε να νικήσουμε τον Μητσοτάκη, ούτε το ΠΑΣΟΚ μπορεί, ούτε κόβει εισιτήρια. Χρειαζόμαστε μία ριζοσπαστική επανίδρυση του ΣΥΡΙΖΑ. Έχω διαμορφώσει έναν σκελετό προγράμματος που θα έπρεπε να εκπέμψουμε. Εμείς χρειαζόμαστε ένα πρόγραμμα λαϊκά κατανοητό, που να είναι σαφές σε ποιες ομάδες της κοινωνίας απευθύνεται, που να δίνει έμφαση στις ανάγκες της λαϊκής πλειοψηφίας χωρίς να εξαντλεί τον ριζοσπαστισμό του στον δικαιωματισμό».