Τους τελευταίους μήνες τα ελληνικά κρατικά χρεόγραφα σημειώνουν αλλεπάλληλα ρεκόρ. Οι τιμές τους ενισχύονται συνεχώς στη δευτερογενή αγορά, υπερβαίνοντας κατά πολύ την ονομαστική τους αξία – οι αποδόσεις τους υποχωρούν αντιστοίχως σε ιστορικά χαμηλά. Το ελληνικό Δημόσιο μπορεί να δανείζεται όλο και πιο φθηνά, χωρίς να χρειάζεται πλέον τη χρηματοδοτική στήριξη των Ευρωπαίων εταίρων
Είναι το βασικό στοιχείο σε ένα νέο «success story» που κτίζεται κυρίως στο πεδίο των εντυπώσεων, δημιουργώντας προσδοκίες για εισροές ξένων επενδυτικών κεφαλαίων και επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης.
Του ΠΑΡΙ ΜΑΓΕΙΡΙΑ*
Αν κάποιος έδωσε λίγο μεγαλύτερη προσοχή στο θέμα των ομολόγων, θα διαπίστωσε ότι η απόδοση του ελληνικού 10ετούς είναι αρκετά χαμηλότερη του αντίστοιχου αμερικανικού (περίπου 1,20% έναντι 1,83% σήμερα). Του αμερικανικού μάλιστα ανεβαίνει τις τελευταίες εβδομάδες, ενώ συνεχίζεται η αποκλιμάκωση απόδοσης του δικού μας.
Οποιος πρόσεξε αυτή τη διαφορά, ελπίζω να μην έβγαλε το συμπέρασμα ότι εφ’όσον (θεωρητικά) μπορούμε να δανειστούμε φθηνότερα από τις ΗΠΑ, είμαστε – οικονομικά και δημοσιονομικά – πιο αξιόπιστη και φερέγγυα χώρα.
Η πρώτη εντύπωση ίσως να είναι αυτή – ότι οι αγορές θεωρούν πιο φερέγγυα την Ελλάδα από τις ΗΠΑ, που έχουν ούτως ή άλλως τεράστια ελλείμματα και υπέρογκο δημόσιο χρέος.
Η πορεία των ομολόγων μπορεί να ενισχύσει αυτή την εντύπωση, καθώς η αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ελληνικών σημαίνει άνοδο τιμών και αυξανόμενη ζήτηση.
Στις αγορές ομολόγων ισχύει ο γενικός κανόνας ζήτησης-προσφοράς-τιμών: Αυξάνεται η ζήτηση από τους επενδυτές (σε περιόδους ύφεσης, εμπορικών πολέμων και γενικότερα αβεβαιότητας), ανεβαίνουν οι τιμές - συνεπώς πέφτουν οι αποδόσεις.
Αν πράγματι ίσχυε ότι η αποκλιμάκωση των επιτοκίων των ομολόγων μιας χώρας αποτελεί ψήφο εμπιστοσύνης για την ίδια, τότε η Γερμανία που δανείζεται με βαθιά αρνητικό επιτόκιο (-0,60% η απόδoση του δεκαετούς) θα έπρεπε να είναι η χώρα με τις καλύτερες οικονομικές προοπτικές – αν και βρίσκεται στα πρόθυρα ύφεσης.
Οι επενδυτές κυνηγούν πρωτίστως αποδόσεις συνδυαζόμενες με ασφάλεια. Ποιός και γιατί θα δάνειζε μία χώρα, ξέροντας ότι θα εισπράξει λιγότερα στη λήξη του δανείου;
Αυτό θα γινόταν (γίνεται) όταν ο επενδυτής πιστεύει ότι τα λεφτά που έχει σήμερα θα του εξασφαλίζουν περισσότερα προϊόντα (σε X χρόνια) από αυτά που του εξασφαλίζουν σήμερα. Προβλέπει δηλαδή πτώση τιμών και επομένως ύφεση. Με αυτή την προοπτική δέχεται το αρνητικό επιτόκιο, επιλέγοντας τα ομόλογα για να «παρκάρει» τα χρήματα του με ασφάλεια.
Ο λόγος για τον οποίο οι αποδόσεις των ελληνικών εντόκων γραμματίων έπεσαν κάτω από το μηδέν στις τελευταίες δημοπρασίες, δεν είναι γιατί ξαφνικά πείσθηκαν οι επενδυτές ότι βγήκαμε ανεπιστρεπτί από τα μνημόνια, ούτε γιατί δεν θεωρούμαστε χρεοκοπημένη χώρα. Ο μόνος λόγος είναι γιατί τον Αύγουστο ο δείκτης τιμών καταναλωτή διολίσθησε ξανά σε αρνητικό έδαφος (-0,2%).
Σε έναν κόσμο όπου η αξία των ομολόγων με αρνητική απόδοση έχει φτάσει τα 17 τρισεκατομμύρια δολάρια, δεν θα είναι περίεργο οι αποδόσεις των δικών μας ομολόγων να διολισθήσουν σε αρνητικό έδαφος.
Αρκεί τουλάχιστον την επόμενη φορά που η κυβέρνηση αναφερθεί στην πτώση αποδόσεων των ομολόγων ως επίτευγμα θεραπευτικών πολιτικών, να γνωρίζουμε ότι δεν προμηνύονται απαραίτητα θετικές εξελίξεις. Χωρίς βέβαια αυτό να ακυρώνει το ότι όσο πιο φθηνά δανειζόμαστε, τόσο το καλύτερο για τη χώρα.
* Φοιτητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών