Την αντίθεση του στην πολιτική πολύ επιτοκίων που ακολουθεί η ΕΚΤ εκφράζει ο Διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας,επισημαίνοντας ότι οι μεγάλες αυξήσεις του κόστους χρήματος μπορεί να προκαλέσουν "αδικαιολόγητη ζημιά" στην οικονομία της Ευρωζώνης, που πλήττεται ήδη από τον υψηλό πληθωρισμό και την ενεργειακή κρίση, αντιμετωπίζοντας το φάσμα της ύφεσης.
Σε συνέντευξή του στο Politico ο κεντρικός τραπεζίτης τονίζει ότι οι αυξήσεις επιτοκίων πρέπει να γίνουν με πιο αργό ρυθμό και αποκαλύπτει ότι διαφώνησε με την τελευταία αύξηση 0,75% που αποφάσισε η ΕΚΤ, προτείνοντας να είναι 0,50%.
- Επισημαίνεται ότι ο Γιάννης Στουρνάρας, είναι ένας από τους πρωτεργάτες της ομάδας των «περιστεριών» στους κόλπους του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, που αντιτίθενται στην εξαιρετικά "σφιχτή" νομισματική πολιτική, στις μεγάλες αυξήσεις επιτοκίων και στον περιορισμό της ρευστότητας.
Στη συνέντευξή του υποστηρίζει ότι η οικονομική πραγματικότητα είναι κοντά στο πιο απαισιόδοξο σενάριο των τελευταίων μακροοικονομικών προβολών της ΕΚΤ. Σύμφωνα με τις προβολές αυτές, η οικονομία της ευρωζώνης θα συρρικνωθεί κατά 0,9% το 2023. Ακόμη χειρότερα, η προβλεπόμενη αυτή συρρίκνωση θα σημειωθεί στην ευρωζώνη χωρίς να έχει υλοποιηθεί η βασική παραδοχή των προβολών, ότι δηλαδή η Ρωσία διακόπτει όλες τις προμήθειες φυσικού αερίου. Και «αν συνεχιστεί ο πόλεμος, δεν βλέπω πώς θα μπορούσε να ανακάμψει η οικονομία», τονίζει ο κ. Στουρνάρας.
Σφιχτή δημοσιονομική πολιτική
Ο κεντρικός τραπεζίτης παροτρύνει τις δημοσιονομικές αρχές και τους υπεύθυνους του ενεργειακού τομέα να κάνουν περισσότερα για να δαμάσουν τον πληθωρισμό. Όπως δηλώνει, «αν αφήσουμε την ΕΚΤ μόνη της στη μάχη κατά του πληθωρισμού, υπάρχει κίνδυνος «τα επιτόκια να εκτοξευθούν σε πολύ υψηλά επίπεδα».
Εμμέσως πλην σαφώς συνιστά στην κυβέρνηση να ακολουθήσει πιο σφιχτή δημοσιονομική πολιτική και να προσπαθήσει να επιτύχει τους στόχους για πρωτογενή πλεονάσματα από την επόμενη χρονιά.
- «Αν θέλουμε να μειώσουμε τον πληθωρισμό υπό τις τρέχουσες συνθήκες χωρίς να υποστεί σοβαρό πλήγμα η χρηματοπιστωτική σταθερότητα και χωρίς να αυξηθούν υπέρμετρα τα επιτόκια, η νομισματική και η δημοσιονομική πολιτική δεν μπορεί να κινούνται σε αντίθετες κατευθύνσεις», επισημαίνει ο κ. Στουρνάρας. «Αν η δημοσιονομική πολιτική είναι πολύ χαλαρή, τότε, δυστυχώς, αυτό σημαίνει ότι τα επιτόκια θα εκτιναχθούν στα ύψη, πράγμα που δεν θέλουμε σε καμία περίπτωση να συμβεί».
Η ΕΚΤ αύξησε τα επιτόκια κατά 75 μονάδες βάσης για δεύτερη συνεχόμενη φορά τον Οκτώβριο, συνεχίζοντας τη σύσφιξη της νομισματικής της πολιτικής με ταχύτητα πρωτοφανή στην ιστορία της. Στη συγκεκριμένη συνεδρίαση, όπως λέει ο κ. Στουρνάρας, είχε επιχειρηματολογήσει ότι η Ευρωζώνη είναι αντιμέτωπη με μια διαταραχή που προήλθε από την πλευρά της προσφοράς -συγκεκριμένα από τις τιμές της εισαγόμενης ενέργειας- την οποία η νομισματική πολιτική ελάχιστα μπορεί να επηρεάσει.
Υφεση με πληθωρισμό
Οσον αφορά τον πληθωρισμό ανέφερε ότι η απότομη και πέρα από κάθε πρόβλεψη άνοδός του σε επίπεδο-ρεκόρ 10,7% θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι δικαιολογεί επιθετική αυστηροποίηση. Ομως υπάρχουν ήδη ενδείξεις για αποκλιμάκωση των τιμών της ενέργειας, η οποία στηρίζει προβλέψεις για χαμηλότερο πληθωρισμό και συνηγορεί σε βραδύτερους ρυθμούς αύξησης των επιτοκίων.
«Η προσωπική μου αίσθηση είναι ότι το επόμενο έτος, ο πληθωρισμός θα είναι κάτω από το 5,5% που εκτιμά το βασικό μας σενάριο», δήλωσε ο κ. Στουρνάρας.
Εκτιμά όμως ότι
- «η ενεργειακή κρίση θα προκαλέσει έντονη υφεσιακή επίδραση στην οικονομία. Η εξασθένηση των οικονομιών μας, αλλά και στις ΗΠΑ και παγκοσμίως, θα επιφέρει περαιτέρω συρρίκνωση της ζήτησης», ανέφερε ο κ. Στουρνάρας. «Υπάρχουν αυξανόμενοι κίνδυνοι η οικονομία της ζώνης του ευρώ να οδηγηθεί σε ύφεση».
Επικαλείται μάλιστα σειρά στοιχείων, όπως η επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης το γ' τρίμηνο σε 0,2% και η ραγδαία επιδείνωση των δεικτών επιχειρηματικού κλίματος που καταγράφονται στις σχετικές έρευνες.
Η ακριβή ενέργεια
Ο κ. Στουρνάρας επίσης ανέφερε ότι κατά τη γνώμη του απαιτούνται εντονότερες προσπάθειες για την εφαρμογή ενός νέου συστήματος τιμολόγησης του ηλεκτρικού ρεύματος. Η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος σήμερα συνδέεται με τις τιμές του φυσικού αερίου. «Γιατί πρέπει να εμμένουμε σε αυτό το μοντέλο, όταν η Ρωσία εργαλειοποιεί τις τιμές του αερίου;» αναρωτήθηκε.
Αντίθετα, η Ευρώπη θα μπορούσε να τιμολογεί το ηλεκτρικό ρεύμα με βάση τη μέση τιμή όλων των καυσίμων που χρησιμοποιούνται στην ηλεκτροπαραγωγή. Η προσέγγιση αυτή θα μείωνε τις τιμές της ενέργειας και το συνολικό επίπεδο του πληθωρισμού. «Δεν θα ήμαστε αναγκασμένοι να αυστηροποιήσουμε τη νομισματική πολιτική σε τέτοιο βαθμό, προκειμένου να επηρεάσουμε τις προσδοκίες και το μεσοπρόθεσμο πληθωρισμό», ανέφερε.
Σ