Σε 3% του ελληνικού ΑΕΠ αντιστοιχούν οι πόροι που θα αντλήσει η Ελλάδα με βάση τις χθεσινές αποφάσεις του Eurogroup για να υποστηρίξει τις επιχειρήσεις και τους εργαζομένους, ενώ η κυβέρνηση... πάει πάσο, σε ό,τι αφορά τα δάνεια χωρίς μνημόνιο που μπορεί να λάβει από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, χωρίς βέβαια να αποκλείεται εντελώς η χρήση και αυτού του εργαλείου, εάν παρ' ελπίδα η κρίση του κορονοϊού εξελιχθεί χειρότερα από τις προβλέψεις.
Δύο είναι τα εργαλεία χρηματοδότησης που άμεσα θα αξιοποιηθούν από την κυβέρνηση για τη στήριξη της οικονομίας:
- Από το πρόγραμμα που θα ενεργοποιήσει η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, για δάνεια συνολικού ύψους έως 200 δισ. ευρώ σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις, η Ελλάδα θα αντλήσει και θα κατανείμει μέσω των τραπεζών ρευστότητα 4 δισ. ευρώ (2% του ελληνικού ΑΕΠ). Αυτά τα κεφάλαια θα προστεθούν στα δύο υφιστάμενα προγράμματα χρηματοδοτικής ενίσχυσης των επιχειρήσεων, με εγγυήσεις δανείων και επιστρεπτέα προκαταβολή, ώστε να ανεβάσουν το συνολικό ποσό των ενέσεων ρευστότητας σε περίπου 14 δισ. ευρώ και να δυναμώσει το πιο ασθενές, ως τώρα, σκέλος των κρατικών μέτρων στήριξης της οικονομίας.
- Από το πρόγραμμα Sure της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η κυβέρνηση έχει μερίδιο έως 2 δισ. ευρώ. Πρόκειται για χαμηλότοκες χρηματοδοτήσεις, που θα αντλήσει η Κομισιόν με δάνεια που θα λάβει με εγγύηση των κρατών μελών και θα τις μεταφέρει στα κράτη. Με αυτά τα 2 δισ. ευρώ μπορεί να χρηματοδοτηθεί το βασικό πρόγραμμα για τους εργαζομένους, δηλαδή η στήριξη με το επίδομα των 800 ευρώ, το οποίο κοστίζει στον προϋπολογισμό 1,4 δισ. ευρώ για τις πρώτες 45 ημέρες (ως τα τέλη Απριλίου), αλλά θεωρείται βέβαιο ότι θα συνεχισθεί τουλάχιστον και τον Μάιο.
Όσον αφορά το τρίτο και πιο «ευαίσθητο» πολιτικά θέμα, αυτό της προληπτικής γραμμής από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, η κυβέρνηση δεν βιάζεται να πάρει τις αποφάσεις της. Αφενός, επειδή η «ομπρέλα» προστασίας από την ΕΚΤ (επαναφορά waiver, ένταξη στο QE, απεριόριστες αγορές ομολόγων από τις τράπεζες) κρατά τη χώρα σε επαφή με την αγορά ομολόγων, έχοντας αποτρέψει μια αύξηση του κόστους δανεισμού, αφετέρου επειδή υπάρχουν ακόμη επαρκή αποθέματα ρευστότητας από το «μαξιλάρι» των 35 δισ., εκ των οποίων τα 20 δισ. μπορούν να αξιοποιηθούν χωρίς άδεια από τους Ευρωπαίους.
Ταυτόχρονα, όμως, υπάρχουν πολλά ακόμη σημεία που παραμένουν αδιευκρίνιστα, σχετικά με αυτές τις ειδικές πιστοληπτικές γραμμές, που θα διατίθενται χωρίς εφαρμογή μνημονίου, όπως αποφάσισε το Eurogroup. Για παράδειγμα, δεν έχει αποσαφηνισθεί ποιες ακριβώς δαπάνες θα επιτρέπεται να καλύπτουν τα κράτη με δάνεια αυτής της κατηγορίας. Ο Μ. Σεντένο διευκρίνισε ότι θα καλύπτονται δαπάνες που αφορούν το άμεσο (υγειονομικό) και έμμεσο κόστος της κρίσης, αλλά μετά τη σύνοδο των ηγετών, την επόμενη εβδομάδα, θα αποσαφηνισθεί ποιες δαπάνες εντάσσονται στις «έμμεσες».
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που προβληματίζει όχι μόνο την ελληνική αλλά και όλες τις άλλες κυβερνήσεις της ευρωζώνης που εξετάζουν την προσφυγή στον ESM είναι το αν αυτή η προσφυγή θα συνοδεύεται από ένα στίγμα οικονομικής αδυναμίας, που θα ακολουθεί κάθε χώρα που προσφεύγει, δυσκολεύοντας το δανεισμό της από την αγορά ομολόγων. Πρέπει, λοιπόν, να ζυγίζεται πολύ προσεκτικά αν αξίζει τον κόπο για δάνεια που αντιστοιχούν σε 2% του ΑΕΠ να διαταραχθεί η σχέση ενός κράτους με την αγορά ομολόγων. Προς το παρόν, ο Χρ. Σταϊκούρας αποκλείει την προσφυγή, τουλάχιστον όσο η κατάσταση εξελίσσεται σύμφωνα με το βασικό σενάριο που έχει καταρτίσει η κυβέρνηση.