Στον απόηχο της ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας από την Ελλάδα, η μεγάλη συμφωνία της Alpha Bank με τον ιταλικό τραπεζικό κολοσσό Unicredit επιβεβαίωσε με τον καλύτερο τρόπο την πλήρη εξυγίανση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι η κυβέρνηση έχει περιθώρια να επαναπαυθεί. Θα χρειασθεί να γίνουν πολλά ακόμη για να ευθυγραμμισθεί το χρηματοπιστωτικό σύστημα με τις απαιτήσεις της οικονομίας και της κοινωνίας.
Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΣΑΜΠΑΝΗ*
Το γεγονός ότι μια τράπεζα που ανήκει στο ολιγομελές κλαμπ των ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών ομίλων με παγκόσμια συστημική σημασία, υπέβαλε προσφορά για να εξαγοράσει το 9% των μετοχών της Alpha Bank, έστω και αν αυτή δεν ήταν όσο υψηλή επιδίωκε το ΤΧΣ, αποτελεί ένα εξαιρετικά σημαντικό ορόσημο για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, ύστερα από πρωτοφανή και πολυετή κρίση που το έφερε στα όρια της κατάρρευσης.
Είναι η πρώτη φορά μετά το ξέσπασμα της κρίσης, το 2009, όπου ένας σημαντικός τραπεζικός όμιλος της Ευρώπης, ο οποίος μάλιστα φημίζεται για τη φειδωλή στάση του σε εξαγορές, αξιολογεί μια ελληνική τράπεζα ως κατάλληλο επενδυτικό στόχο. Ας μην ξεχνάμε, ότι μεγάλα ονόματα της παγκόσμιας τραπεζικής αγοράς, από την Credit Agricole και τη Societe Generale, ως τη Citigroup και την HSBC, αποχώρησαν από την Ελλάδα στα δύσκολα χρόνια της κρίσης, ενώ ως τώρα οι μετοχές των ελληνικών τραπεζών αποτελούσαν επενδυτικές επιλογές μόνο για τα άκρως κερδοσκοπικά hedge funds.
Η προσφορά της Unicredit επιβεβαιώνει ότι ύστερα από τεράστιες δυσκολίες, με τεράστιες θυσίες του Έλληνα φορολογούμενου που υποστήριξε τις τράπεζες και απέτρεψε την κατάρρευσή τους, το τραπεζικό μας σύστημα γίνεται ξανά ένα «κανονικό» χρηματοπιστωτικό σύστημα χώρας της ευρωζώνης. Μάλιστα, αν επιβεβαιωθούν οι προσδοκίες και για μια επιτυχημένη διάθεση του 20% των μετοχών της Εθνικής από το ΤΧΣ μέσα στον Νοέμβριο, θα μπορούμε με ασφάλεια να μιλήσουμε για ένα γύρισμα σελίδας στην τραπεζική ιστορία της χώρας.
Τίποτα από όλα αυτά δεν ήλθε τυχαία, μέσα από τις δυνάμεις της αδράνειας. Χρειάσθηκε συστηματική και πολυεπίπεδη προσπάθεια των κυβερνήσεων Μητσοτάκη, με τον πρώην υπουργό Οικονομικών Χρήστο Σταϊκούρα να έχει καίριο συντονιστικό ρόλο, ώστε σταδιακά να ξεπερασθεί η κληρονομιά της μεγάλης κρίσης.
Το άχθος των κόκκινων δανείων
Με το σχέδιο «Ηρακλής», που επέτρεψε τη μαζική τιτλοποίηση μη εξυπηρετούμενων δανείων με κρατικές εγγυήσεις, χωρίς την επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού, τα «κόκκινα» δάνεια, που είχαν φθάσει να αντιστοιχούν σχεδόν στο 50% των δανειακών χαρτοφυλακίων, μειώθηκαν σε μονοψήφιο ποσοστό, όχι πολύ υψηλότερο από τον μέσο όρο της ευρωζώνης.
Οι τράπεζες απελευθερώθηκαν πλέον από αυτό το βάρος για να μπορέσουν και πάλι να επιτελέσουν τον ρόλο τους, ως φορείς χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών.
Με τη νέα πτωχευτική νομοθεσία και τον Εξωδικαστικό Μηχανισμό για τη διευθέτηση οφειλών στους χρηματοδοτικούς φορείς, την εφορία και το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, η Ελλάδα απέκτησε για πρώτη φορά ένα σύστημα κανόνων που συμβάλλει στην αποκατάσταση της κουλτούρας πληρωμών, ενώ ταυτόχρονα δίνει την ευκαιρία, σε όσους πραγματικά το θέλουν, να ρυθμίσουν τις οφειλές τους και να επανενταχθούν στην οικονομική ζωή.
Πάνω από όλα, όμως, η οικονομική και δημοσιονομική πολιτική από το 2019 δημιούργησαν το υπόβαθρο της εξυγίανσης των τραπεζών. Η Ελλάδα κατάφερε να ξεπεράσει με επιτυχία όλους τους κραδασμούς που έφερε η πανδημία, να βγει οριστικά από την εποχή των μνημονίων, να κατακτήσει ρυθμούς ανάπτυξης καλύτερους από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Κέρδισε έτσι την εμπιστοσύνη των διεθνών οίκων αξιολόγησης, επιστρέφοντας, ύστερα από 13 χρόνια, στην επενδυτική βαθμίδα, που αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την προσέλκυση σοβαρών, διεθνών επενδυτικών κεφαλαίων.
Χωρίς τη σταθεροποίηση της οικονομίας και την επάνοδο στην ανάπτυξη, οι τράπεζες δεν θα είχαν καταφέρει να ξεπεράσουν με την ίδια επιτυχία την κληρονομιά της κρίσης.
Η συγκέντρωση και ο ανταγωνισμός
Θα αποτελούσε, όμως, σοβαρό λάθος, εάν η κυβέρνηση πίστευε ότι τώρα μπορεί απλώς να επαναπαυθεί στις επιτυχίες της και να αφήσει το τραπεζικό σύστημα στον αυτόματο πιλότο. Αντίθετα, χρειάζονται ακόμη πολλές προσπάθειες για να ξεπερασθούν πολλά προβλήματα και στρεβλώσεις, που εξακολουθούν ακόμη να κρατούν τις τράπεζες σε μεγάλη απόσταση από τις απαιτήσεις των καιρών, από τις ανάγκες των πελατών τους, καταθετών και δανειοληπτών.
Το σοβαρότερο πρόβλημα σήμερα είναι ότι η κρίση άφησε πίσω της μια διάρθρωση του τραπεζικού τομέα, που δεν ευνοεί (για να το πούμε κομψά…) τον ανταγωνισμό υπέρ των καταθετών και των δανειοληπτών. Το μεγάλο σφάλμα της εποχής των μνημονίων, για το οποίο φέρουν βαριές ευθύνες οι ελληνικές κυβερνήσεις και οι ξένοι δανειστές της χώρας, είναι ότι αφέθηκαν να καταρρεύσουν οι τράπεζες που βρίσκονταν υπό δημόσιο έλεγχο και ιστορικά αποτελούσαν το αντίβαρο στις ιδιωτικές τράπεζες, διασφαλίζοντας μια στοιχειώδη λειτουργία του ανταγωνισμού.
Η Αγροτική Τράπεζα, το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο και άλλα ιδρύματα του ευρύτερου δημόσιου τομέα, ενδεχομένως να μην ήταν τόσο αποτελεσματικά στη λειτουργία τους όσο οι ιδιωτικές τράπεζες. Ηταν όμως πολύτιμα εργαλεία πολιτικής για τις κυβερνήσεις υπέρ της εθνικής οικονομίας και του κοινωνικού συνόλου. Το γεγονός ότι αφέθηκαν να καταρρεύσουν και να απορροφηθούν από το ιδιωτικό τραπεζικό σύστημα οδήγησε στη στρεβλή σημερινή διάρθρωση του τραπεζικού τομέα, όπου κυριαρχούν πλήρως, με συνολικό μερίδιο αγοράς άνω του 95%, μόνο τέσσερις συστημικές τράπεζες.
Η ελληνική αγορά έχει εδώ και χρόνια τον μεγαλύτερο βαθμό συγκέντρωσης στην Ευρώπη. Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο ότι έχει σχεδόν εκμηδενισθεί ο ανταγωνισμός μεταξύ των τραπεζών σε όλα τα προϊόντα δανείων και καταθέσεων. Το αποτέλεσμα είναι εμφανές: Εέχουν παραμείνει κοντά στο μηδέν τα επιτόκια καταθέσεων, ύστερα από δέκα διαδοχικές αυξήσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ, που έχουν φέρει τα επιτόκια στην ευρωζώνη στα υψηλότερα επίπεδα της ιστορίας. Ταυτόχρονα, τα επιτόκια δανεισμού έχουν αυξηθεί με εξαιρετική επιθετικότητα, με αποτέλεσμα οι τράπεζες να μεγιστοποιούν τα δικά τους περιθώρια επιτοκίων και την κερδοφορία τους, με τρόπο που δεν παρατηρείται σε άλλη χώρα της ευρωζώνης.
Κατ’ επανάληψη τους τελευταίους μήνες, ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, έχει μιλήσει για την ανάγκη να δημιουργηθεί πέμπτος τραπεζικός πόλος για να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός, υποστηρίζοντας το εγχείρημα της συγχώνευσης της Attica Bank με την πρώην συνεταιριστική Παγκρήτια Τράπεζα.
Οι αναγκαίες παρεμβάσεις
Σε αυτό το πλαίσιο, η κυβέρνηση δεν πρέπει να μείνει σε θέση παρατηρητή των εξελίξεων. Ο Χρήστος Σταϊκούρας, με τις ισχυρές πιέσεις που είχε ασκήσει στους τραπεζίτες (στις γνωστές συναντήσεις όπου, όπως είχε πει χαρακτηριστικά, αντάλλασσαν… "μπινελίκια") είχε συμβάλει στις αυξήσεις επιτοκίων των προθεσμιακών καταθέσεων που είχαν ανακοινώσει οι τράπεζες τον περασμένο Φεβρουάριο.
Δυστυχώς, από τότε η πολιτική πίεση έχει χαλαρώσει και δεν είναι τυχαίο ότι η αναπροσαρμογή των επιτοκίων καταθέσεων έχει επιβραδυνθεί απελπιστικά. Τα μέτρα που ανακοίνωσε ο Κωστής Χατζηδάκης, όπως η διάθεση εντόκων γραμματίων στο ευρύ κοινό για να πιεσθούν οι τράπεζες να αυξήσουν τα επιτόκια καταθέσεων, ή η παροχή άδειας σε μη τραπεζική ιδρύματα για να δίνουν δάνεια, δεν φαίνεται να έχουν αποτελεσματικότητα, όσο από την πλευρά του υπουργείου Οικονομικών χαλαρώνει η πολιτική πίεση προς τις τράπεζες.
Επιπλέον, η κυβέρνηση δεν φαίνεται να πιέζει την Επιτροπή Ανταγωνισμού να φέρει σε πέρας την έρευνα για τον ανταγωνισμό στον τραπεζικό τομέα που «σέρνεται» από το 2019 και η οποία θα μπορούσε να έχει ουσιαστική επίδραση στην αλλαγή της συμπεριφοράς των τραπεζών.
Τράπεζες για την οικονομία και την κοινωνία
Επιτόκια και χορηγήσεις
Με αυτά τα δεδομένα, ο μεγάλος κίνδυνος για την εθνική οικονομία είναι να συνεχίσουν να τιμολογούν οι τράπεζες τις καταθέσεις και τα δάνεια με γνώμονα, αποκλειστικά, την ενίσχυση την κερδοφορία τους για να προσφέρουν μεγαλύτερα μερίσματα στους -κυρίως ξένους- μετόχους τους.
Ήδη φαίνεται ότι αυτό συμβαίνει, καθώς οι τράπεζες, εκτός από τη διατήρηση μεγάλης ψαλίδας στα επιτόκια, είναι και εξαιρετικά φειδωλές στις χορηγήσεις δανείων, ώστε να προστατεύσουν στο έπακρο την κερδοφορία τους από μελλοντικές επισφάλειες -ήδη πέφτει στο μηδέν ο ρυθμός της πιστωτικής επέκτασης προς τις επιχειρήσεις.
Για να κατακτήσει η χώρα μακροπρόθεσμα τους ρυθμούς ανάπτυξης που χρειάζεται, ώστε να παραμείνει με ασφάλεια βιώσιμο το χρέος και να ενισχυθεί η ευημερία των πολιτών, δεν μπορεί να έχει ένα τραπεζικό σύστημα που πληρώνει ελάχιστα στους καταθέτες, διατηρεί πολύ υψηλό το κόστος δανεισμού και παρέχει δάνεια με «σταγονόμετρο».
Μια τετράδα τραπεζών δεν μπορεί να χαράζει την πολιτική της, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες της εθνικής οικονομίας και τις απαιτήσεις του κοινωνικού συνόλου, με μοναδικό κριτήριο τη μεγιστοποίηση των κερδών.
Η κυβέρνηση οφείλει να κάνει τις δικές της παρεμβάσεις, γιατί είναι προφανές ότι δεν είναι αρκετό να απαλλαγούν οι τράπεζες από την κληρονομιά της μεγάλης κρίσης, αλλά απαιτείται και να βρεθεί μια νέα ισορροπία ανάμεσα στις επιδιώξεις των ιδιωτών μετόχων τους και στις ανάγκες της χώρας.
*Οικονομολόγος, πρώην στέλεχος τραπεζών