Η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία Volkswagen παρουσίασε μια ανεξάρτητη έρευνα για τον ρόλο της στη διάρκεια της δικτατορίας στη Βραζιλία (1964-1985) στη διάρκεια της οποίας μέλη των υπηρεσιών ασφαλείας της εταιρείας κατέδωσαν αντιφρονούντες, οι οποίοι στη συνέχεια συνελήφθησαν και βασανίστηκαν.
«Υπήρχε όντως συνεργασία μεταξύ κάποιων μελών των υπηρεσιών ασφαλείας της Volkswagen do Brazil και της πολιτικής αστυνομίας (DOPS) του πρώην στρατιωτικού καθεστώτος», ανέφερε την Πέμπτη σε ανακοίνωσή του ο Κρίστοφερ Κόπερ, ο Γερμανός ιστορικός του πανεπιστημίου Μπίλενφελντ από τον οποίο η γερμανική εταιρεία είχε ζητήσει το 2016 να διεξαγάγει έρευνα για την υπόθεση αυτή.
Ο Κόπερ βασίστηκε στα αρχεία της Volkswagen στη Γερμανία και τη Βραζιλία, στα δημόσια βραζιλιάνικα αρχεία καθώς και σε μαρτυρίες.
Η συνεργασία αυτή διήρκησε από το 1969 έως το 1979 και οδήγησε στη σύλληψη «τουλάχιστον επτά εργαζόμενων» σε μια εποχή που ήταν γνωστή η χρήση βασανιστηρίων από την πολιτική αστυνομία, καταλήγει ο ιστορικός στην έκθεσή του.
Μεταξύ αυτών ένας κομμουνιστής ακτιβιστής, ο οποίος συνελήφθη μέσα στον χώρο του εργοστασίου της Volkswagen στο Σάο Μπερνάντο ντο Κάμπο, προάστιο του Σάο Πάολο, και οδηγήθηκε στα γραφεία των υπηρεσιών ασφαλείας της εταιρείας.
«Στη συνέχεια με χτύπησαν, με χαστούκισαν και με γρονθοκόπησαν. Ήθελαν να μάθουν αν εμπλέκονταν και άλλοι εργαζόμενοι στη Volkswagen», διηγείται ο Λούτσιο Μπελεντάνι. Στη συνέχεια οδηγήθηκε στο κέντρο βασανιστηρίων της πολιτικής αστυνομίας.
Η Volkswagen, όπως μεταδίδει το ΑΜΠΕ, είναι η πρώτη αυτοκινητοβιομηχανία που ζήτησε να διεξαχθεί επίσημη έρευνα για τον ρόλο της στη διάρκεια αυτής της σκοτεινής περιόδου της ιστορίας της Βραζιλίας.
Η απόφαση ελήφθη μετά την κατάθεση διαβήματος το 2015 από πρώην εργαζόμενους και ακτιβιστές οι οποίοι κατηγορούσαν την εταιρεία ότι επέτρεψε τη δίωξη και τα βασανιστήρια αντιφρονούντων.
«Δεν έχει εντοπιστεί καμία ξεκάθαρη απόδειξη για το αν η συνεργασία της εταιρείας (με την πολιτική αστυνομία) είχε θεσμοθετηθεί», επεσήμανε παρόλα αυτά ο Κόπερ. Η έρευνά του κατέληξε μάλιστα στο συμπέρασμα ότι η διεύθυνση των υπηρεσιών ασφαλείας «ενήργησε από δική της πρωτοβουλία παρακολουθώντας και καταδίδοντας τις δραστηριότητες των αντιφρονούντων».
Ωστόσο η ιστορική έρευνα αυτή απέδειξε ότι «το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1964 και η εγκαθίδρυση μιας στρατιωτικής δικτατορίας ολοένα και πιο καταπιεστικής είχαν θεωρηθεί ξεκάθαρα θετικά γεγονότα» από τη διεύθυνση της Volkswagen στη Βραζιλία, η οποία ήλπιζε σε μια πιο σταθερή πολιτική και πιο ευνοϊκή προς τις εταιρείες.
Την περίοδο αυτή η VW do Brazil επωφελήθηκε οικονομικά από την κατάργηση ακόμη και των βασικότερων δικαιωμάτων των εργαζομένων και εμφανίστηκε απόλυτα πιστή προς το στρατιωτικό καθεστώς, αποδεικνύει η έρευνα που εκτείνεται σε 120 σελίδες.