Με σημαίνοντα ρόλο στον ΣΥΡΙΖΑ, ως επικεφαλής της Εκλογικής Επιτροπής, ο Διονύσης Τεμπονέρας αποτελεί ένα από πρόσωπα που επέλεξε-πόνταρε ο Αλέξης Τσίπρας για να βγουν μπροστά, μετά την εκλογική αποτυχία της 21ης Μαΐου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ψάχνει τη «δεύτερη ευκαιρία» στις εκλογές της 25ης Ιουνίου, επιζητά την ανασύνταξη και την επίτευξη ενός σαφώς καλύτερου αποτελέσματος σε σχέση με τις πρώτες κάλπες. «Αυτή τη φορά συζητάμε για τα προγράμματα και την ουσία» επισημαίνει ο Διονύσης Τεμπονέρας στη συνέντευξη που παραχώρησε στο Sofokleousin.gr
Με αυτογνωσία για τα λάθη που κόστισαν στον πρώτο γύρο αλλά και αισιοδοξία ότι αυτή τη φορά τα πολιτικά μηνύματα του ΣΥΡΙΖΑ θα περάσουν στο εκλογικό κοινό, ο Διονύσης Τεμπονέρας ανέλυσε εκτενώς το οικονομικό πρόγραμμα του κόμματός του. «Το πρόγραμμα είναι κοστολογημένο και παράγει πλούτο. Εχει στο επίκεντρο τις δυνάμεις της μισθωτής εργασίας, τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα και την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης», τονίζει μεταξύ άλλων.
Υποστηρίζει ότι χρειάζεται αλλαγή του μείγματος φορολογικής πολιτικής, με κυριότερο στόχο τη μείωση των άδικων-για τους πολλούς-έμμεσων φόρων, ενώ κριτικάρει την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας για έλλειψη βούλησης στην πάταξη της φοροδιαφυγής.
Υπενθυμίζει τη δέσμευση του ΣΥΡΙΖΑ για αύξηση του κατώτατου μισθού στα 880 ευρώ, υπογραμμίζει την ανάγκη για ολική επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων, ενώ αποσαφηνίζει το σχέδιο του κόμματός του για απόδοση των αυξήσεων αλλά και των αναδρομικών σε όλους τους συνταξιούχους.
Τέλος «διαγράφει» εν τη γενέσει του θέμα αντικατάστασης του Αλέξη Τσίπρα στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, ακόμη και αν το κόμμα αποτύχει στους αντικειμενικούς στόχους του στις εκλογές.
Συνέντευξη στον Νώντα Βλάχο
Πού οφείλεται η καθίζηση του ΣΥΡΖΑ στις πρώτες εκλογές; Ήταν θέμα επικοινωνιακής διαχείρισης, πολιτικού περιεχομένου ή το κόμμα εγκλωβίστηκε στην στρατηγική του για την απλή αναλογική;
Καταρχήν, για να ανιχνεύσουμε τα αίτια της ήττας, θα πρέπει να δούμε το αποτέλεσμα των εκλογών όχι μεμονωμένο αλλά εντασσόμενο στην τελευταία δεκαετία. Μια δεκαετία που έχει παράξει αλλεπάλληλες διαδοχικές κρίσεις στην ελληνική κοινωνία, μνημόνια, πανδημία, ενεργειακή κρίση και ο πόλεμος, αλλά και έχει εγγράψει στο κοινωνικό συνειδητό τέτοιες ανασφάλειες και αβεβαιότητες, όπου ο κόσμος έχει μοιραία κάνει μια συντηρητική στροφή, αναπτύσσοντας τέτοια αντανακλαστικά.
Αυτό βεβαίως ευνόησε την ατζέντα φόβου την οποία εγκατέστησε η Νέα Δημοκρατία προεκλογικά, με αποτέλεσμα ο κόσμος να λειτουργήσει περισσότερο ταυτίζοντας τη στασιμότητα και τη συντήρηση με την ασφάλεια και λιγότερο ταυτίζοντας την αλλαγή όπως λέγαμε εμείς, με την αβεβαιότητα και την ανασφάλεια. Αυτός ήταν ο πρώτος λόγος.
Ο δεύτερος λόγος είναι αυτός ο οποίος είπατε, δηλαδή ο εγκλωβισμός από ένα σημείο και μετά, σε ένα κατά τεκμήριο δίκαιο, το δικαιότερο εκλογικό σύστημα όπως είναι αυτό της απλής αναλογικής, το οποίο όμως κατέστη όχι με ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά των υπόλοιπων κομμάτων του προοδευτικού κόσμου, πλέον αδιέξοδο. Εκεί το λάθος το δικό μας ήταν όταν είδαμε αυτή την άρνηση και την περιχαράκωση, θα έπρεπε να αλλάξουμε, να κάνουμε στροφή 180 μοιρών στη στρατηγική μας. Εμείς συνεχίσαμε να επιμένουμε, ειλικρινώς λέω εγώ. Αυτό το πληρώσαμε με την έννοια της χαλαρής ψήφου αλλά και «φωτίζοντας» ουσιαστικά τα άλλα κόμματα του προοδευτικού χώρου, γι’ αυτό και αυτά εμφάνισαν κατά την άποψή μου αυξημένα ποσοστά. Δεν θεωρώ ότι υπήρχε κάποια άλλη εναλλακτική πρόταση.
Το τρίτο βέβαια είναι τα δικά μας λάθη, ο δικός μας κακός εαυτός, οι άστοχες δηλώσεις που θόλωσαν το πολιτικό μήνυμα, με αποτέλεσμα τις τελευταίες ημέρες το φαινόμενο αυτό να ενταθεί. Ήταν όμως ήδη υπαρκτό.
Σαν τέταρτο παράγοντα, θα έβαζα επίσης κάνοντας μια αυτοκριτική, τη δική μας αδυναμία την τελευταία δεκαετία να μετατραπούμε σε ένα πραγματικά μαζικό κόμμα, να συνδεθούμε δηλαδή με μαζικούς χώρους, όπως είναι η νεολαία, όπως είναι η αυτοδιοίκηση, όπως είναι ο συνδικαλισμός. Αυτό θα μας βοηθούσε να προβλέψουμε το αποτέλεσμα και ταυτόχρονα να έχουμε τέτοια μηνύματα από την κοινωνία, προκειμένου να μπορέσουμε να οργανώσουμε ξανά τη στρατηγική μας.
Με δική μας ευθύνη, ενώ είχαμε πραγματικά κάνει κάποιες προσπάθειες να γίνουμε αυτό που λέμε στην πράξη μαζικό κόμμα, αυτό δεν κατέστη εφικτό. Προφανώς όταν έχεις αρμούς και συνδέσεις με την κοινωνία τέτοιες, λαμβάνεις και τα μηνύματα τα οποία έρχονται. Το πιο μεγάλο πρόβλημα, κατά την άποψή μου, δεν είναι η ήττα αυτή καθαυτή αλλά ότι ένα κόμμα της Αριστεράς οφείλει να διαβλέπει και να προβλέπει τις εξελίξεις αυτές και αναλόγως να προσαρμόζει, όχι τη στρατηγική του αλλά τον πολιτικό του λόγο, το ύφος του, την εκφορά του.
Ποιο είναι το διακύβευμα για τον ΣΥΡΙΖΑ για τις εκλογές της 25ης Ιουνίου, μετά το αρνητικό αποτέλεσμα του Μαΐου; Είναι η συγκρότηση μιας ισχυρής αντιπολίτευσης;
Εμείς έχουμε καταγράψει καταρχήν έναν κακό συσχετισμό, έναν αρνητικό συσχετισμό και αυτό μας στενοχωρεί πολύ. Θα έχουμε τον χρόνο μετά τις εκλογές να κάνουμε μια αναλυτική διερεύνηση και να δούμε τι ακριβώς έφταιξε. Τώρα όμως δεν χρειάζεται αυτοκριτική, χρειάζεται προοπτική. Άρα υπό την έννοια αυτή τι λέμε; Λέμε ότι εφόσον είμαστε εδώ και περίπου μια δεκαετία κόμμα εξουσίας, έχουμε καταθέσει ένα κυβερνητικό πρόγραμμα. Προφανώς το πρόγραμμά σου αυτό θέλεις να το εφαρμόσεις και να κυβερνήσεις με αυτό. Άρα, διεκδικούμε την ψήφο, την κυβερνητική ψήφο των πολιτών. Ξέρουμε ότι αυτό είναι πολύ δύσκολο μετά το αποτέλεσμα του Μαΐου. Όμως, κάνουμε έναν αγώνα για να έχουμε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα και είμαστε διατεθειμένοι να κυνηγήσουμε και την τελευταία ψήφο μέχρι να κλείσουν οι κάλπες. Από κει και πέρα το θετικό είναι ότι πλέον μιλάμε προγραμματικά και θεωρώ ότι οι πολίτες θα δουν ακριβώς τι λέμε σε σχέση με τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζουν κι εκείνο νομίζω πως θα καταγράψουμε ένα πολύ καλύτερο ποσοστό σε σχέση με αυτό που είχαμε στις 21 Μαΐου.
Το τελευταίο διάστημα είναι που συνήθως αποφασίζουν οι πολίτες. Άλλοι αποφάσισαν και πάνω από την κάλπη, με βάση τα στοιχεία που έχουμε από τα exit polls στις προηγούμενες εκλογές. Ο κόσμος ψάχνει, αναζητά αυτή τη στιγμή, δεν αναλώνεται ιδιαίτερα σε θέματα συνεργασιών, συζήτηση την οποία είχαμε στην προηγούμενη περίοδο. Τώρα, νομίζω, πράγματι μπορούμε να πούμε πιο πολλά και να ακούσουν και οι πολίτες πραγματικές λύσεις και πραγματικές προτάσεις.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δηλώνει πως θα φέρει το δικό του μεσοπρόθεσμο, αντικαθιστώντας αυτό που κατέθεσε η ΝΔ. Ποια είναι τα διαφορετικά χαρακτηριστικά που διαθέτει το δικό σας πρόγραμμα; Διασφαλίζει τη δημοσιονομική σταθερότητα;
Καταρχήν θεωρώ ότι είναι ένα δικό μας κέρδος και επίτευγμα ότι μετατοπίστηκε η συζήτηση από τη συνεργασία των κομμάτων στα προγραμματικά. Αυτό είναι ένα πρώτο κέρδος, γιατί βλέπουμε ότι η συζήτηση αυτή και με τα υπόλοιπα κόμματα γίνεται για τη φορολογία, το εθνικό σύστημα υγείας, την εκπαίδευση, κ.ο.κ. Από κει και πέρα, στο ερώτημα,το αντο πρόγραμμά μας είναι κοστολογημένο ή στο πού θα βρούμε τα λεφτά, εμείς απαντάμε με τρόπο ξεκάθαρο. Πρώτον, έχουμε προβλέψει μια πηγή χρηματοδότησης που μας επιτρέπει για περίπου δύο χρόνια, με τη φορολόγηση των εκτάκτων υπερκερδών των εταιρειών παραγωγής ενέργειας και διύλισης, να αποκομίσουμε περίπου 5,5 δισ. ευρώ, με έναν συντελεστή 90%.
Ταυτόχρονα, όμως, αυτό προφανώς δεν αρκεί, γιατί τα κέρδη αυτά ενδεχομένως και να είναι περιστασιακά. Για τον λόγο αυτό, λοιπόν, έχουμε καταθέσει ένα οικονομικό πρόγραμμα το οποίο βάζει στο επίκεντρο της συζήτησης τις δυνάμεις της μισθωτής εργασίας, οι οποίες παράγουν πλούτο τον οποίο πρέπει και να καρπώνονται, παράγουν και μια υπεραξία δηλαδή. Βάζουμε στο επίκεντρο τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, βάζουμε στο επίκεντρο τα χρήματα τα οποία θα έρθουν και έρχονται από το Ταμείο Ανάκαμψης, τα οποία εμείς θεωρούμε ότι πρέπει να φτάσουν στην πραγματική οικονομία και όχι να τα καρπώνονται 5-6 μεγάλες εταιρείες, όπως συμβαίνει με τις πρακτικές που ακολουθεί η Νέα Δημοκρατία.
Όλο αυτό το πρόγραμμα θεωρούμε ότι θα παράξει πλούτο. Πλούτος σημαίνει ανάπτυξη, σημαίνει θέσεις εργασίας, καλύτεροι μισθοί. Σημαίνει φορολογικά έσοδα για το κράτος, άρα και καλύτερες κοινωνικές παροχές. Τώρα, το προφανές ερώτημα είναι, ότι η ανάπτυξη δεν είναι ένας διακόπτης τον οποίο τον πατάς και αρχίζει να ξεκινάει. Εμείς δίνουμε έμφαση στον πρωτογενή τομέα, δίνουμε έμφαση στη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, στη μεταποίηση, στη μικρομεσαία παραγωγή και στη μικρομεσαία επιχείρηση. Άρα, λοιπόν, εδώ κινούμαστε σε μια διαφορετική κατεύθυνση, όχι μια κατεύθυνση η οποία είναι σοσιαλιστική ή επαναστατική, αν θέλετε, αλλά κατεύθυνση με κανόνες.
Υπάρχει περιθώριο για να γίνουν μειώσεις στους φορολογικούς συντελεστές στα τρόφιμα;
Είμαστε μια χώρα η οποία έχει υπερβάλλοντα έσοδα από έμμεσους φόρους περίπου στα 6 δις. ευρώ το τελευταίο δεκαεξάμηνο. Άρα, δεν μιλάμε για επιπλέον χρήματα που θα χρειαστούν αλλά για μη παραγωγή τέτοιων ποσών ως υπερέσοδα. Άρα, μοιραία αυτό απλά δεν θα είναι στα υπερέσοδα αυτά, προφανώς, και οι τιμές θα πέσουν στα ράφια, κάτι το οποίο συμβαίνει ήδη εκεί που υπάρχουν μειωμένοι συντελεστές, οικοδομή, ιατρικά είδη, κινηματογράφος, μια σειρά από υπηρεσίες και τουρισμός, όπου αυτό το πράγμα αποδίδει και πράγματι βλέπουμε εκεί καλύτερες τιμές.
Όλο αυτό το πακέτο, λοιπόν, μπορεί πραγματικά να λειτουργήσει και μπορεί να φέρει τη χώρα σε μια τροχιά ανάπτυξης τέτοια, προκειμένου να μην χάσουμε και αυτό το δημοσιονομικό παράθυρο που έχουμε μέχρι το 2030 περίπου, όπου έχουμε ρυθμισμένο χρέος, έχουμε παγιωμένες δανειακές υποχρεώσεις και μπορούμε πράγματι να κάνουμε, αν θέλετε, μια πολιτική ενεργητική, μια πολιτική αναπτυξιακή.
Πώς μπορεί να αναχαιτιστεί η ακρίβεια; Μέτρα όπως αυτό του market pass για παράδειγμα, είστε σύμφωνος ότι πρέπει να συνεχιστούν και μετά τις εκλογές;
Δεν είμαι από εκείνους οι οποίοι απαξιώνουν την επιδοματική πολιτική. Άλλωστε κι εμείς την ασκήσαμε όποτε χρειάστηκε, σε έκτακτες συνθήκες, την περίοδο 2015-2019. Αυτό όμως δεν μπορεί να συνεχίζεται επ’ αόριστον. Μοιραία το κράτος δεν μπορεί να δώσει άλλες επιδοτήσεις, οι τιμές παραμένουν στα ύψη καρφωμένες, η βενζίνη, τα τρόφιμα, τα σούπερ μάρκετ. Άρα, μοιραία κάποια στιγμή θα σταματήσουν οι επιδοτήσεις και οι πολίτες θα βρεθούν αντιμέτωποι με την ακρίβεια. Εδώ όμως υπάρχει μια άλλη προβληματική. Ποια είναι αυτή; Ουσιαστικά μέσω των διάφορων pass, η κυβέρνηση μη μειώνοντας τους φορολογικούς συντελεστές, έρχεται και επιδοτεί αυτό που λέμε αισχροκέρδεια.
Το συναντάμε αυτό και στα καύσιμα, το συναντάμε και στα τρόφιμα, το συναντάμε και σε άλλους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι στα τρόφιμα για παράδειγμα βρισκόμαστε στον 24ο μήνα αυτή τη στιγμή, αυξημένου πληθωρισμού.Μπορεί να έχει αποκλιμακωθεί και να μην έχουμε τα διψήφια νούμερα που είχαμε το προηγούμενο διάστημα, παραμένει όμως ακόμα εξαιρετικά υψηλός και συρρικνώνει το εισόδημα, υπό την έννοια ότι δεν έχουμε αντίστοιχη αύξηση εισοδημάτων, δηλαδή μισθούς δημόσιου τομέα, ιδιωτικού τομέα τέτοιους, που να μπορούν να απορροφήσουν ουσιαστικά αυτή την αύξηση.
Αυτό λοιπόν δεν λειτουργεί στη βάση αυτή, άρα χρειάζεται κι ενίσχυση του εισοδήματος, χρειάζεται και φοροελάφρυνση, χρειάζεται και διαφορετικό υπόδειγμα, χρειάζεται και ρύθμιση του μεγάλου ζητήματος του ιδιωτικού χρέους που πέρσι αυξήθηκε στα 400 δισ. ευρώ, το οποίο σημαίνει πως θα πρέπει να υπάρξει μια πραγματική προσέγγιση επίλυσης του ζητήματος.
Ο ΣΥΡΙΖΑ μιλάει για αύξηση του κατώτατου μισθού στα 880 ευρώ και ισχυρή επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων. Πόσο εφικτά είναι αυτά; Εκτιμάτε ότι υπάρχει ουσιαστικό πεδίο συνεννόησης με τους εργοδοτικούς και άλλους φορείς;
Αρχικά να σας πω ότι είμαστε με κατώτατο μισθό στα 780 ευρώ, δηλαδή μόλις 30 ευρώ παραπάνω από τον κατώτατο μισθό του 2011, για να ξέρουμε για τι πράγμα μιλάμε και πού βρισκόμαστε σε σχέση με το πού είναι οι τιμές των αγαθών και τι σημαίνει σε σχέση με την ακρίβεια.Τώρα, προφανώς ο κατώτατος μισθός αφορά το 25% περίπου του εργατικού δυναμικού της χώρας, αφορά περίπου 585.000 αυτή τη στιγμή , από τα 2.500.000 εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα. Άρα δεν αφορά πολύ κόσμο. Αυτή η αύξηση που έχει δοθεί από το 2019 μέχρι σήμερα, είναι περίπου στο 21,7%.
Και αυτή όλη όμως, συμπεριλαμβανομένης και της αύξησης ολόκληρης στο σύνολό της, ο ΟΟΣΑ είπε ότι έχει μειωθεί πάλι ο πραγματικός μισθός κατά 7,5%, άρα ήταν χαμηλότερη του πληθωρισμού. Από κει και πέρα, γι’ αυτό λέμε ότι θα πρέπει να πάει αρκετά παραπάνω κι έχουμε προτείνει τα 880 ευρώ, συν την τιμαριθμική αναπροσαρμογή, δηλαδή να επιστρέψει μετά το 2024 και μετά τους κοινωνικούς εταίρους ο καθορισμός, αλλά αν μπορεί να γίνει χαμηλότερος από το κατώφλι που θα έχει ο πληθωρισμός.
Το δεύτερο είναι οι συλλογικές συμβάσεις. Το ερώτημα, εάν γίνεται αυτό, θα πω πως γίνεται σε όλη την υπόλοιπη Ευρώπη, γιατί το ποσοστό κάλυψης από συνολικές διαπραγματεύσεις στην Ευρώπη είναι περίπου στο 60-70%, στην Ελλάδα είναι μόλις το 25%. Άρα, γιατί να συμβαίνει οπουδήποτε αλλού και να μην συμβαίνει εδώ; Προφανώς εδώ έχουν παίξει ρόλο οι πολιτικές των μνημονίων της τελευταίας δεκαετίας και κυρίως ο νόμος Χατζηδάκη, ήταν ο νόμος ο οποίος κατάφερε ένα συντριπτικό πλήγμα σε αυτό που ονομάζουμε συλλογική αυτονομία και συνδικαλιστική ελευθερία.
Τα σωματεία ουσιαστικά έχουν αδρανοποιηθεί, άρα δεν έχει και κίνητρο κάποιος, αφού ελάχιστα οφέλη μπορεί να έχει ένα σωματείο από το να συνάψει συλλογικές συμβάσεις. Χώρια ότι υπάρχουν και οι ενώσεις προσώπων, επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις, άρα οι κλαδικές είναι περίπου σε έναν μονοψήφιο αριθμό. Εμείς τι λέμε; Λέμε ότι πρέπει να αποκατασταθεί η αρχή της επεκτασιμότητας της ευνοϊκότερης ρύθμισης, όπως ίσχυε για δεκαετίες στη χώρα, από το 1990, προκειμένου να επανεργοποιηθεί η συνδικαλιστική ελευθερία.
Να πάμε στα συνταξιοδοτικά ζητήματα, για τα οποία ως εργατολόγος έχετε αποσαφηνισμένη άποψη. Τι θα γίνει με την προσωπική διαφορά που άφησε εκτός αυξήσεων πάνω από ένα εκατ.συνταξιούχους; Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ, αν έρθει στην κυβέρνηση, να την καταργήσει;
Καταρχήν, η προσωπική διαφορά θεσπίστηκε το 2016, για να μην εξουδετερωθούν οι παλιότερες συντάξεις. Άρα, δεν είναι κάτι το οποίο πρέπει να καταργηθεί. Εμείς τι κάναμε; Προστατέψαμε τις παλιές συντάξεις τότε, όταν την ώρα που μας λέγανε κάποιοι «Γερούν, γερά», «βάστα, Σόιμπλε», «ζήτω το ΔΝΤ», κ.ο.κ. Πράγματι, από το 2016 και μετά υπήρξαν αναπροσαρμογές προς τα κάτω, μειώσεις στις καινούριες συντάξεις, αυτό είναι μια πραγματικότητα που έφτασε μέχρι και το 20 και το 25% στις νέες συντάξεις. Αυτό όμως συνέβη γιατί η χώρα δεν ξεκίνησε να υπάρχει το 2015, είχαμε μια χώρα χρεοκοπημένη που παραλάβαμε το 2010, με ένα μειωμένο ΑΕΠ κατά 25%, μια διαλυμένη αγορά εργασίας κι είχαμε ένα οξύ, πάρα πολύ οξύ οικονομικό πρόβλημα. Άρα μοιραία έπρεπε να γίνει μια προσαρμογή, επειδή δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Δεν μπορούσαν οι μισθοί να έχουν πέσει 25 και 30% και οι συντάξεις να παραμένουν σε σταθερό επίπεδο. Από κει και πέρα βάλαμε την προστασία για τις παλιές συντάξεις, μέσω της προσωπικής διαφοράς, δεν είδαν δηλαδή μειώσεις οι παλιοί συνταξιούχοι. Είδαμε όμως στην πορεία ότι από την ώρα που ξεπάγωσαν οι συντάξεις από τον Ιανουάριο του 2023 και μετά με δικό μας νόμο χορηγήθηκαν αυξήσεις, αποκλείστηκαν περίπου 1.000.000 συνταξιούχοι από τις αυξήσεις αυτές.
Λέμε λοιπόν ότι είναι άδικο, υπό την έννοια ότι όλοι οι συνταξιούχοι βιώνουν τις συνέπειες της κρίσης αυτή τη στιγμή, πρέπει όλοι να πάρουν αυξήσεις και η κυβέρνηση θα μπορούσε με έναν απλό νόμο να πει ότι όλες οι καταβαλλόμενες συντάξεις ως ήταν το 2022, παίρνουν την αύξηση που προβλέπει ο νόμος, αυτό το 7,55% που δόθηκε φέτος. Άρα αυτό ήταν απολύτως ρεαλιστικό, δεν είναι τρομακτική δαπάνη, είναι περίπου 600.000.000 ευρώ κατ’ έτος η δαπάνη αυτή, την είχαμε μετρήσει και την είχαμε κοστολογήσει.
Άρα αυτό που λέτε, είναι ότι μέσω πολιτικής απόφασης θα μπορούσε να ξεπεραστεί ο σκόπελος της προσωπικής διαφοράς;
Νόμος είναι, ο οποίος αλλάζει με έναν νόμο, προφανώς. Το ίδιο συμβαίνει και με τις τριετίες, το ίδιο συμβαίνει και με ένα ολόκληρο μνημονιακό πλαίσιο που πράγματι διατηρείται μέχρι σήμερα και στο οποίο εμείς κινούμασταν σε μια πορεία αποκατάστασής του, όχι μόνο στις τριετίες ή στις συντάξεις. Το κάναμε στα αναδρομικά των συνταξιούχων, το κάναμε στην επαναφορά της 13ης σύνταξης, το κάναμε στην επαναφορά του εργατικού προστατευτικού δικαίου με τις ρυθμίσεις που σας είπα προηγουμένως. Άρα, εμείς είχαμε μια πορεία δικαιοσύνης, προκειμένου όχι να φτάσουμε στο 2010, αλλά να άρουμε σημαντικές αδικίες που είχαν συμβεί στο μεσοδιάστημα.
Είναι σε εκκρεμότητα ένα άλλο μείζον θέμα για τους συνταξιούχους, αυτό των αναδρομικών που αφορούν τα επικουρικά, τα δώρα. Ποια είναι η θέση του ΣΥΡΙΖΑ γι’ αυτό το θέμα που απασχολεί εκατομμύρια συνταξιούχους;
Τον Ιούλιο του 2020, η Νέα Δημοκρατία είχε φέρει τον νόμο 4714 του 2020 η Νέα Δημοκρατία, οπότε επέλεξε να δώσει τις επιστροφές μόνο στις κύριες συντάξεις, ουσιαστικά παραπέμποντας το θέμα στο ΣΤΕ για τις επικουρικές και τα δώρα. Αυτό έγινε με πολιτική απόφαση. Θυμίζω ότι ήταν τα στελέχη της κυβέρνησης τότε που λέγανε «μην πάτε να κάνετε αγωγές, μην τρέχετε στα δικαστήρια», θυμίζω τον κύριο Πέτσα σε πρωινή εκπομπή, και αυτό οδήγησε σε μια αδικία: κάποιοι λίγοι, πολύ λίγοι, 300.000 περίπου να έχουν πάει στα δικαστήρια και να παίρνουν ή θα πάρουν εν ευθέτω χρόνο τα χρήματά τους, τα υπόλοιπα όμως 2,2 εκατομμύρια δεν έχουν πάει στα δικαστήρια, οπότε εκεί υπάρχει μια μεγάλη κοινωνική αδικία την οποία πρέπει να αποκαταστήσουμε.
Επειδή η δαπάνη είναι περίπου 2,5 δισεκατομμύρια ευρώ, έχουμε δεσμευτεί για τρεις ετήσιες δόσεις των περίπου 800 εκατομμυρίων ευρώ. Αυτό σημαίνει ένα ποσό από 850 έως ένα ποσό 3.300 ευρώ συνολικά για κάθε συνταξιούχο. Θα είναι κι αυτό μια σημαντική ενίσχυση.
Στη δημόσια συζήτηση για τη φορολογική πολιτική και τα σχετικά προγράμματα δεν θα έπρεπε να έχει σε περίοπτη θέση το ζήτημα της φοροδιαφυγής;
Δεν μας έχει έρθει μια παραμικρή μελέτη αυτή τη στιγμή που να λέει τι αποτελέσματα έχουμε για τη φοροδιαφυγή εδώ και 4 χρόνια. Έχει μια κυβέρνηση, πρέπει να παραδώσει κάτι, να κάνει έναν απολογισμό, να μας πει τι έκανε τέλος πάντων, σε σχέση με την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής. Το πρόβλημα αφορά τρεις άξονες: ο πρώτος είναι να υπάρξει πραγματική βούληση πάταξης της φοροδιαφυγής, Τέτοια πολιτική βούληση δεν υπάρχει. Το δεύτερο είναι η αντιμετώπιση των έμμεσων φόρων. Έμμεσοι φόροι είναι οι άδικοι φόροι, οπότε θα πρέπει να φοροελαφρυνθούν οι πολίτες, και το τρίτο και το πιο σημαντικό, κατά την άποψή μου, για να αντιμετωπίσεις τη φοροδιαφυγή, είναι οι όροι κοινωνικής ανταποδοτικότητας που θα δώσεις σε αυτή.
Εδώ δυστυχώς παρά το γεγονός πως το Σύνταγμα λέει πως κάθε πολίτης μετέχει στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις δυνατότητές του, αυτή η αρχή έχει παραβιαστεί. Τα στοιχεία δείχνουν ότι περίπου το 65% των εσόδων προέρχονται από εισοδήματα μισθωτών και συνταξιούχων, ένα 11% αν θυμάμαι καλά είναι εισοδηματίες και ένα 20% συμμετέχει το ελεύθερο επάγγελμα. Ε, δεν μπορεί οι ελεύθεροι επαγγελματίες να συνεχίζουν να δηλώνουν κατά ένα ποσοστό 80% - 90% ποσά μέχρι 10.000 ευρώ. Εκεί υπάρχει σίγουρα μια εστία φοροδιαφυγής, για την οποία δεν κατηγορώ αποκλειστικά και μόνο τους πολίτες, κι ούτε θα μπορούσα άλλωστε, Κατηγορώ περισσότερο την κυβέρνηση, την εκάστοτε κυβέρνηση και την Πολιτεία, διότι ακριβώς θα έπρεπε να τρέξουν την ενίσχυση και τη στήριξη της μικρομεσαίας επιχείρησης, διότι σας λέω ότι ως επαγγελματίας κι εγώ, είναι πολλές οι εποχές που λόγω κρίσης, που ό,τι και να κάνεις, όσο συνεπής και να θέλεις να είσαι, πραγματικά δεν βγαίνει ούτε καν το μεροκάματο. Άρα μοιραία αυτό οδηγεί προς την απόκρυψη εισοδημάτων. Δεν είναι μόνο για λόγους υπερκερδών.
Και βέβαια υπάρχουν και κάποιες εστίες μεγάλες, μεγάλης φοροδιαφυγής, καύσιμα, μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι, που εκεί δεν μιλάει κανείς και δεν λέει κανείς τι ακριβώς συμβαίνει. Αγνοείται αυτό το περίφημο σύστημα εισροών εκροών, όλα αυτά τα οποία λέμε για δεκαετίες, ακούμε, αλλά δεν τα έχουμε δει καθόλου. Κατά την άποψή μου, λοιπόν, όλο αυτό είναι καθαρά θέμα πολιτικής βούλησης, εμείς έχουμε μια τέτοια πολιτική βούληση κι ακριβώς θα πάμε και σε ένα διαφορετικό μείγμα φορολογικής πολιτικής.
Δεν μπορεί σήμερα να είμαστε 60% έμμεσοι φόροι τα έσοδα του κράτους και το υπόλοιπο 40% να είναι από τους άμεσους. Δεν υπάρχει πουθενά στον υπόλοιπο πλανήτη. Θα πρέπει να γίνει ένας εξορθολογισμός των συντελεστών, με έναν τρόπο τέτοιο, ώστε να μπορούν να ελαφρυνθούν κυρίως τα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα.
Επιστρέφω στα αμιγώς πολιτικά. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ καταγράψει ένα νέο κακό αποτέλεσμα στις επικείμενες εκλογές, εκτιμάται ότι πρέπει να ανοίξει ζήτημα ηγεσίας του κόμματος;
Ο Αλέξης ο Τσίπρας έχει υπάρξει ένας ηγέτης διεθνούς κύρους και ακτινοβολίας κι εξακολουθεί να αποτελεί τον μοναδικό εγγυητή της ενότητας και της κυβερνητικής προοπτικής. Υπό την έννοια αυτή, θέμα ηγεσίας δεν τίθεται και, κατά την άποψή μου, δεν μπορεί και να τεθεί όσο ο Αλέξης Τσίπρας παραμένει ενεργός στα πράγματα. Υπό την έννοια αυτή λοιπόν, τέτοιο θέμα νομίζω ότι είναι εκτός συζήτησης και νομίζω κανείς και μες στον ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να βάλει τέτοιο θέμα ούτε τώρα αλλά ακόμη και μετά τις εκλογές και με ένα πολύ κακό αποτέλεσμα δεν μπορεί να ξεχάσει ότι ο Αλέξης Τσίπρας πήρε ένα κόμμα του 3%, το έκανε κυβέρνηση και μάλιστα έδωσε την ευκαιρία το εγχείρημα αυτό, η προοπτική της κυβέρνησης της Αριστεράς να παραμένει, με τις όποιες δυσκολίες, λάθη, συμβιβασμούς έγιναν, ζωντανή μέχρι και σήμερα.
Αυτό είναι κάτι που του το πιστώνουμε, του πιστώνεται έτσι κι αλλιώς, του το πιστώνει η ιστορία και νομίζω ότι και η ιστορία πρέπει να είναι δίκαιη μαζί του. Δεν αξίζει στον Αλέξη Τσίπρα, μία, αν θέλετε, «απαξίωση πολιτική», εντός εισαγωγικών το λέω, είναι ένας ηγέτης για την Αριστερά και πρέπει να έχει τη θέση και στην όποια πορεία αργότερα, που του αρμόζει και του αξίζει.