Η νομοθεσία προβλέπει ότι όποιος καταγγείλει υπόθεση φοροδιαφυγής, παίρνει ως αμοιβή-bonus το 10% των προστίμων που εισπράχθηκαν για την παράβαση. Ωστόσο, δέκα χρόνια μετά τη νομοθέτηση της διάταξης, η αμοιβή δεν καταβάλλεται, υπό το φόβο διαρροής των στοιχείων, που θα εξέθετε σε κίνδυνο τον «προστατευόμενο» μάρτυρα. Αιτία είναι ότι εμπλέκονται πολλές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και το Ελεγκτικό Συνέδριο και ανακύπτουν θέματα προστασίας του φορολογικού απορρήτου, αλλά και προσωπικών δεδομένων!
Η υπόθεση αποκτά πρόσθετη σημασία, δεδομένου ότι τεράστιος λόγος γίνεται σήμερα για την προστασία των «προστατευόμενων» μαρτύρων της υπόθεσης Novartis, καθώς μάλιστα διέρρευσαν τα στοιχεία ενός εκ των μαρτύρων.
Αυτό προκύπτει από την απάντηση που έδωσε στη Βουλή η υφυπουργός Οικονομικών Κατερίνα Παπανάτσιου. Αφορμή στάθηκε η ερώτηση του ανεξάρτητου βουλευτή Νίκου Νικολόπουλου για το σκάνδαλο Καρούζου και τις ενέργειες που έκανε το υπουργείο Οικονομικών και η ΑΑΔΕ, προκειμένου να διαφυλάξει τα συμφέροντα του Δημοσίου.
Στην ερώτηση επισυνάπτεται και η επιστολή του βασικού μάρτυρα της υπόθεσης, προς την πολιτική ηγεσία της χώρας, που περιγράφει την υπόθεση αλλά και αποκαλύπτει ότι από τις δικές του καταγγελίες καταλογίστηκαν πρόστιμα 622.500.000 ευρώ.
Η κ. Παπανάτσιου δεν απαντά στα διάφορα ερωτήματα που περιέχει η ερώτηση του κ. Νικολόπουλου, αλλά περιορίζεται στο πλαίσιο που προβλέπει την αμοιβή σε όσους καταγγέλλουν υποθέσεις φοροδιαφυγής, αλλά και γιατί δεν εφαρμόζεται η συγκεκριμένη διάταξη.
Σαφώς προκύπτει από την απάντηση, ότι η διάταξη που ψηφίστηκε από το 2007, δεν εφαρμόζεται, υπό το φόβο διαρροής των στοιχείων του μάρτυρα!
Αναλυτικότερα το πλήρες κείμενο της απάντησης (Αρ. Πρωτ.: ΑΤΚΕ 0000685 ΕΞ 2018/563) της κας. Παπανάτσιου είναι το ακόλουθο:
«Σε απάντηση της υπ΄ αριθμ. πρωτ. 2779/153/19.1.2018 Ερώτησης και Αίτησης Κατάθεσης Εγγράφων του Βουλευτή κ. Ν. Νικολόπουλου και σε ό,τι αφορά στα θέματα αρμοδιότητάς μας, σας γνωρίζουμε ότι με το άρθρο 7β του νόμου 3610/2007, όπως ισχύει, προβλέφθηκε ότι όποιος καταγγείλει και πιστοποιηθεί φορολογική ή τελωνειακή παράβαση δικαιούται από το Δημόσιο αμοιβής.
Η αμοιβή αυτή ισούται με το 1/10 των προστίμων που εισπράχθηκαν για την παράβαση και καταβάλλεται μετά την είσπραξή τους στον δικαιούχο, με ευθύνη της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Οικονομικών.
Στο πλαίσιο της ρύθμισης αυτής και κατόπιν σχετικού αιτήματος της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου μας, προωθήθηκε από τις αρμόδιες υπηρεσίες της Α.Α.Δ.Ε. σχετικό ενημερωτικό σημείωμα, στο οποίο περιλαμβάνεται η άποψη ότι προκειμένου για την εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης, θα πρέπει τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, μεταξύ αυτών και η πράξη επιβολής προστίμου κατά του καταγγελλόμενου να υποβάλλονται προς το Ελεγκτικό Συνέδριο, γεγονός από το οποίο προκύπτει προβληματισμός περί ενδεχόμενης παραβίασης τόσο των διατάξεων περί φορολογικού απορρήτου όσο και των διατάξεων περί προστασίας του ατόμου από την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων.
Περαιτέρω, εφόσον η αμοιβή που προβλέπεται για τον καταγγέλλοντα συνδέεται με το ποσό των προστίμων που εισπράχθηκαν για την παράβαση, ο καταγγέλλων θα λαμβάνει γνώση του ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε στον καταγγελλόμενο, με αποτέλεσμα να θίγεται το φορολογικό απόρρητο. Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο των ανωτέρω, το Υπουργείο Οικονομικών εξετάζει το βέλτιστο τρόπο για την εφαρμογή της σχετικής νομοθετικής ρύθμισης».
Το επίμαχο «άρθρο 7β του Ν. 3610/2007
Το άρθρο 7β του ν. 3610/2007, αναφέρει τα ακόλουθα:
«Αμοιβή για την αποκάλυψη φαινομένων παραβατικής συμπεριφοράς σε φορολογικές και τελωνειακές υποθέσεις
1. Στις υποθέσεις παθητικής δωροδοκίας υπαλλήλου φορολογικής ή τελωνειακής αρχής κατά το άρθρο 235 του Π.Κ., εκτός από τη στερητική της ελευθερίας ποινή, επιβάλλεται υποχρεωτικά και χρηματική ποινή η οποία δεν μπορεί να είναι κατώτερη από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ ούτε ανώτερη από πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ.
2. Όποιος καταγγείλει και πιστοποιηθεί σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 7 δωροδοκία υπαλλήλου φορολογικής ή τελωνειακής αρχής, δικαιούται από το Δημόσιο αμοιβής. Η αμοιβή ισούται με το 1/4 της χρηματικής ποινής που επιβάλλεται σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο και καταβάλλεται μετά την είσπραξη της στον δικαιούχο, με ευθύνη της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Οικονομικών.
3. Όποιος καταγγείλει και πιστοποιηθεί φορολογική ή τελωνειακή παράβαση δικαιούται από το Δημόσιο αμοιβής. Η αμοιβή ισούται με το 1/10 των προστίμων που εισπράχθηκαν για την παράβαση και καταβάλλεται μετά την είσπραξη τους στον δικαιούχο, με ευθύνη της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Οικονομικών.
4. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ρυθμίζονται οι ειδικότερες προϋποθέσεις, η αρμόδια υπηρεσία και η διαδικασία καταβολής στους δικαιούχους της αμοιβής που προβλέπεται στις προηγούμενες παραγράφους του άρθρου αυτού.»