Μπορεί η διαφορική φορολογία να συμβάλει στην επίτευξη στόχων δημόσιας πολιτικής, όπως η μείωση της βλάβης στην υγεία, η ανάπτυξη καινοτόμων προϊόντων και η προώθηση νέων τεχνολογιών; Τα στοιχεία από τη μέχρι στιγμής χρήση της διεθνώς σε ένα ευρύ πεδίο εφαρμογών οδηγούν σε ενθαρρυντικά συμπεράσματα, χωρίς ωστόσο, να λείπουν και οι ανεπιθύμητες επιπτώσεις σε κάποιες περιπτώσεις.
Εκτός από σημαντική πηγή φορολογικών εσόδων για το Κράτος, η διαφορική φορολογία μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγές στη συμπεριφορά των καταναλωτών (π.χ. σε σημαντική μείωση ή μετατόπιση της κατανάλωσης), ωθώντας τους σε ενδεχομένως επιλογές λιγότερο επιβλαβείς για την υγεία τους, διαπιστώνει μελέτη του ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ).
Συγχρόνως, με τον κατάλληλο σχεδιασμό και την παροχή κινήτρων από την Πολιτεία, δύναται να οδηγήσει στην ανάπτυξη νέων υποκατάστατων προϊόντων, ενθαρρύνοντας την καινοτομία και την προώθηση νέων τεχνολογιών, όπως, για παράδειγμα, τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα και οι τεχνολογίες παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.
Η χρήση διαφοροποιημένης φορολογίας για την επίτευξη στόχων της δημόσιας πολιτικής έχει διεθνώς ένα ευρύ πεδίο εφαρμογών, που επεκτείνονται και σε περιβαλλοντικούς σκοπούς. Ενδεικτικά, στη μελέτη του ΙΟΒΕ «Η διαφορική φορολογία και η επίδρασή της στην προώθηση και επίτευξη στόχων της δημόσιας πολιτικής» εξετάστηκαν οι περιπτώσεις στήριξης των ΑΠΕ στην Ιταλία, επιβολής φόρου άνθρακα στη Σουηδία, παροχής κινήτρων για τα οχήματα χαμηλών εκπομπών CO2 και επιβολής περιβαλλοντικού τέλους για τις πλαστικές σακούλες στην Ευρώπη.
Επιπλέον, εξετάστηκε η εφαρμογή διαφοροποιημένης φορολογίας σε προϊόντα, όπως η μπύρα σε Ολλανδία και Δανία και τα προϊόντα καπνού στη Σουηδία.
Από τα συγκεκριμένα παραδείγματα διεθνών πρακτικών διαπιστώθηκε ότι η ειδική φορολογία και η παροχή φορολογικών και άλλων κινήτρων αποτελεί εργαλείο για την αντιμετώπιση αρνητικών εξωτερικών επιδράσεων που συνδέονται με την παραγωγή, χρήση ή κατανάλωση ορισμένων προϊόντων (π.χ. ρύπανση, εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, κίνδυνοι υγείας και συνακόλουθη επιβάρυνση δημόσιου συστήματος υγείας, κ.ά.) και την επίτευξη σχετικών επιμέρους στόχων πολιτικής, όπως η προστασία του περιβάλλοντος, η προάσπιση της υγείας και ο έλεγχος της δημόσιας δαπάνης υγείας.
Τα έσοδα από ειδικούς φόρους στην Ελλάδα
Σύμφωνα με τη μελέτη, τα έσοδα από ειδικούς φόρους στην Ελλάδα το 2018 ανήλθαν σε περίπου 9 δισ. ευρώ. Περίπου το ήμισυ αυτών των εσόδων (47%) προερχόταν από τη φορολόγηση των ενεργειακών προϊόντων. Οι φόροι στα καπνικά προϊόντα απέδωσαν το ¼ των εσόδων από ειδικούς φόρους, ενώ τα έσοδα από τους φόρους στα οχήματα αντιπροσώπευσαν το 16%. Η φορολόγηση των οινοπνευματωδών ποτών απέφερε το 6% των εσόδων από ειδικούς φόρους, σχεδόν όσο και οι υπόλοιποι ειδικοί φόροι (τηλεφωνίας, διαμονής σε τουριστικά καταλύματα κ.λπ.).
Σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ε.Ε, η συμμετοχή των εσόδων από τους βασικούς ειδικούς φόρους κατανάλωσης (σε ενέργεια, προϊόντα καπνού και αλκοόλ) είναι στην Ελλάδα υψηλότερη τόσο από τον μέσο όρο, όσο και έναντι των περισσότερο αναπτυγμένων κρατών μελών. Αυτό, όπως σημειώνει το ΙΟΒΕ, εντείνει κοινωνικές ανισότητες, ενώ συχνά δημιουργεί υπόστρωμα για υποβάθμιση της δημόσιας υγείας.
Μια ενδεικτική περίπτωση επιβολής ειδικού φόρου είναι αυτή της χρέωσης για τις υπηρεσίες που παρέχει ένα δημόσιο αγαθό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, στο πλαίσιο αυτό, αποτελούν οι φόροι στα οχήματα. Η δυνατότητα χρήσης των δρόμων μέσω της πληρωμής ετήσιου φόρου ή διοδίων συμπληρώνεται με την προσπάθεια περιορισμού εξωτερικών επιδράσεων από τη χρήση οχημάτων, όπως ο θόρυβος, η ρύπανση, η κυκλοφοριακή συμφόρηση και το κόστος ατυχημάτων.
Ανεπιθύμητες επιπτώσεις
Ωστόσο, η εφαρμογή υψηλών συντελεστών φορολόγησης είχε και ανεπιθύμητα αποτελέσματα, όπως η αύξηση του παράνομου εμπορίου των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδική φορολόγηση. Επίσης, η μελέτη διαπιστώνει ότι παρά την αύξηση των συντελεστών, οι αποκλίσεις των εσόδων σε σχέση με τους στόχους του κρατικού προϋπολογισμού ήταν μεγάλες.
Η περίπτωση της φορολογίας καπνικών προϊόντων
Είναι ενδεικτικό ότι, όπως αναφέρει το ΙΟΒΕ, η ζήτηση νόμιμων προϊόντων καπνού επηρεάστηκε από την ύπαρξη λαθραίων προϊόντων, τις αγορές προϊόντων καπνού από γειτονικές χώρες με χαμηλότερες τιμές, την απαγόρευση του καπνίσματος σε δημόσιους χώρους, τη μείωση του πληθυσμού που καπνίζει και τη διαθεσιμότητα υποκατάστατων, όπως το ηλεκτρονικό τσιγάρο. Μάλιστα, η κατανάλωση παράνομων τσιγάρων σημείωσε εντυπωσιακή άνοδο, αποσπώντας αυξανόμενο μερίδιο στη συνολική κατανάλωση.
Πώς ο διαφορικός φόρος οδήγησε τους Σουηδούς να κόψουν το τσιγάρο
Μέσα στα παραδείγματα διεθνών πρακτικών διαφοροποιημένης φορολογίας στη μελέτη εξετάζεται η χαρακτηριστική περίπτωση της Σουηδίας στη φορολογία των προϊόντων καπνού. Ο στόχος της διαφορικής φορολογικής μεταχείρισης ήταν να ωθήσει τους καταναλωτές που δε θέλουν ή δεν μπορούν να διακόψουν το κάπνισμα, στη χρήση του snus (υγρός καπνός για εισπνοή/μάσηση), το οποίο θεωρείται λιγότερο επιβλαβής εναλλακτική επιλογή από τα τσιγάρα. Η διαφοροποίηση αυτή στη φορολογία είχε ιδιαίτερο αντίκτυπο στη συμπεριφορά των καταναλωτών, καθώς από το 1996 πωλούνταν περισσότερα κουτιά snus από ό,τι πακέτα τσιγάρων.
Το 1997 η Σουηδία ήταν η πρώτη χώρα παγκοσμίως που πέτυχε τον στόχο που είχε θέσει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας για το 2000, αναφορικά με τη συγκράτηση του ποσοστού των ενηλίκων καπνιστών σε επίπεδο χαμηλότερο του 20% .
Το 2000 η Σουηδία κατέγραψε το χαμηλότερο ποσοστό θανάτων (10%) που σχετίζονται με το κάπνισμα ανάμεσα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου το ποσοστό ανερχόταν κατά μέσο όρο στο 23%.
Πιο πρόσφατα, το 2017, η Σουηδία είχε το μικρότερο ποσοστό καπνιστών καθημερινής χρήσης μεταξύ των χωρών της ΕΕ-28, με 7%, ενώ η δεύτερη χώρα ήταν το Ηνωμένο Βασίλειο με 17%. Συγχρόνως, είχε το χαμηλότερο ποσοστό θνησιμότητας στους άνδρες στην ΕΕ-28, με 41,4 θανάτους ανά 100.000 κατοίκους το 2016, σε σύγκριση με το επόμενο χαμηλότερο ποσοστό θνησιμότητας που ήταν 60,6 ανά 100.000 κατοίκους στη Φινλανδία.
Όπως σημειώνει η μελέτη, χωρίς να αποκλείεται η επίδραση και άλλων παραγόντων στα ανωτέρω αποτελέσματα στην υγεία του πληθυσμού, υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι η διαφορική φορολογική αντιμετώπιση των συγκεκριμένων καπνικών προϊόντων έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο.
Μείωση της βλάβης από το κάπνισμα
Τα τελευταία χρόνια, η μείωση της βλάβης από το κάπνισμα συνιστά µία από τις πιο επίκαιρες συζητήσεις µε έντονη αντιπαράθεση στο πεδίο της δημόσιας υγείας. Η προσέγγιση της µείωσης της βλάβης έχει υιοθετηθεί σε πολλές περιπτώσεις στην ιατρική, στη δημόσια υγεία, αλλά και στην καθημερινή ζωή.
Τα επιστημονικά δεδομένα σχετικά µε την αποτελεσματικότητα των προϊόντων μείωσης του κινδύνου, όπως ο σουηδικός καπνός snus (υγρός καπνός για εισπνοή/µάσηση) και το ηλεκτρονικό τσιγάρο στη διακοπή του καπνίσµατος, διαρκώς αυξάνονται.
Επιπρόσθετα, αναπτύσσονται συνεχώς καινοτόµα προϊόντα καπνού χωρίς καύση, τα οποία µπορεί να είναι ελκυστικά σε περισσότερους καπνιστές και να τους βοηθήσουν να αντικαταστήσουν µε αυτά το τσιγάρο, ενώ τα δεδομένα που υποστηρίζουν τον δυνητικά μειωμένο κίνδυνο των προϊόντων αυτών αυξάνονται και επιβεβαιώνονται σε σχετικές μελέτες.
Τα επιστημονικά δεδομένα υποδεικνύουν ότι η προσέγγιση αυτή, δηλαδή η λεγόμενη στρατηγική Μείωσης της Βλάβης από το Κάπνισμα, ενδέχεται να αποτελεί μία εναλλακτική λύση για τους καπνιστές που δεν επιθυμούν ή δεν μπορούν να διακόψουν το κάπνισμα, με τις τρέχουσες εγκεκριμένες μεθόδους. Εκεί όπου η διακοπή του καπνίσματος επανειλημμένως αποτυγχάνει, η μετάβαση σε λιγότερο επιβλαβή προϊόντα εκτιμάται ότι μπορεί να αποδειχθεί ωφέλιμη για πολλούς καπνιστές.
Πέρα από τη Σουηδία, η περίπτωση της οποίας εξετάστηκε στη μελέτη του ΙΟΒΕ και συχνά καταγράφεται σε επιστημονικά συνέδρια ότι εμφανίζει το χαμηλότερο ποσοστό καπνιστών στην Ευρώπη λόγω της χρήσης του snus, ένα δεύτερο παράδειγμα είναι η Ιαπωνία, όπου η μείωση του ποσοστού των καπνιστών την τελευταία πενταετία κατά την οποία κυκλοφορούν προϊόντα θερμαινόμενου καπνού είναι πρωτοφανής, ενώ και στη Μ. Βρετανία το κάπνισμα τσιγάρου σημειώνει ιστορικά χαμηλά (15,1% το 2017) µε τη χρήση του ηλεκτρονικού τσιγάρου ως κύριου μέσου διακοπής του καπνίσματος.
Η πολιτική μείωσης της βλάβης από το κάπνισμα στην Ελλάδα
Το καλοκαίρι, με το νόμο 4715/2020, η Ελλάδα υιοθέτησε την αρχή της ενδεχόμενης βλάβης σε νέα προϊόντα καπνού, πραγματοποιώντας ένα σημαντικό βήμα εμπρός στις πολιτικές ελέγχου του καπνίσματος. Πρόκειται για μία ουσιαστική μεταρρύθμιση, με την οποία η χώρα συντάσσεται με εκείνες που ακολουθούν μια σύγχρονη, επιστημονικά τεκμηριωμένη προσέγγιση για την αντιμετώπιση του καπνίσματος και τη μείωση της προκαλούμενης βλάβης, εναρμονιζόμενη με την Ευρωπαϊκή Οδηγία και τις κατευθύνσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας σχετικά με τη μείωση της βλάβης από το κάπνισμα.
Με το νέο αυτό κανονιστικό πλαίσιο, για πρώτη φορά, επετράπη στη χώρα η χρήση επιστημονικά τεκμηριωμένων ισχυρισμών δυνητικά μειωμένης βλάβης, σύμφωνα με το άρθρο 36 του νέου νόμου, για νέα προϊόντα καπνού με σημαντικά μειωμένο κίνδυνο για την υγεία ή μείωση στις εκπομπές τοξικών ουσιών ή μειωμένη τοξικότητα σε σχέση με το συμβατικό τσιγάρο.
Με την θεσμική αυτή πρωτοβουλία, η Ελλάδα ακολουθεί το παράδειγμα χωρών που πρωτοστατούν στην αντιμετώπιση των συνεπειών του καπνίσματος μέσω μιας νέας οδού, προσεγγίζοντας με ειλικρίνεια και ρεαλισμό την πραγματικότητα της αυξανόμενης αποδοχής των εναλλακτικών του καπνίσματος επιλογών, συμπεριλαμβάνοντας τη μείωση της βλάβης μέσω της χρήσης εναλλακτικών δυνητικά χαμηλότερου κινδύνου προϊόντων, συμπληρωματικά στα ήδη υπάρχοντα παραδοσιακά μέτρα διακοπής και πρόληψης του καπνίσματος.