Ενώ το πρόβλημα των ιταλικών τραπεζών και της Deutsche Bank γίνεται «ωρολογιακή βόμβα» στα θεμέλια του χρηματοπιστωτικού συστήματος και είναι πλέον ορατός ο κίνδυνος συστημικής κρίσης, οι Ευρωπαίοι τραπεζίτες προσπαθούν να βάλουν πάλι επί τάπητος το ζήτημα «ποιος θα πληρώσει τα σπασμένα» - σε ποιους δηλαδή θα επιμερισθεί το κόστος διασώσεων και ανακεφαλαιοποιήσεων. Ζητούν ουσιαστικά να μην εφαρμοσθεί ο κανόνας του bail-in που ισχύει από την 1/1/2016 στην ΕΕ και οι διασώσεις να γίνουν με κρατικό χρήμα – να φορτωθεί δηλαδή το κόστος στους φορολογούμενους.
Ο ευρωπαϊκός Κανονισμός - που υιοθετήθηκε με επιμονή της Γερμανίας, προβλέπει ότι σε περίπτωση διάσωσης μιας τράπεζας, το κόστος επωμίζονται κατά σειράν οι μέτοχοι (οι μετοχές τους μηδενίζονται) και οι ομολογιούχοι μειωμένης εξασφάλισης. Αν απαιτούνται επιπλέον κεφάλαια, τελευταίοι επιβαρύνονται οι καταθέτες, με κούρεμα των καταθέσεων τους.
Βλέποντας τώρα να μεγαλώνει ο κίνδυνος καταρρεύσεων και αναγκαστικών ανακεφαλαιοποιήσεων, το ευρωπαϊκό τραπεζικό κατεστημένο θέλει να αλλάξει αυτός ο Κανονισμός, ή να συμφωνηθούν φόρμουλες καταστρατήγησης του, ώστε να γίνονται στις τράπεζες «ενέσεις» κρατικού χρήματος και να αποφεύγεται το bail-in.
Προετοιμάζουν το έδαφος
Προς αποφυγή αντιδράσεων η απαίτηση δεν διατυπώνεται ευθέως. Το έδαφος προετοιμάζεται μέσα από διεθνή μέσα οικονομικής ενημέρωσης, με δηλώσεις παραγόντων του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος, οι οποίοι προειδοποιούν για τον «ιταλικό κίνδυνο» και προτείνουν ως λύση αποτροπής του τη χορήγηση κρατικών κεφαλαιακών ενισχύσεων στις «πάσχουσες» τράπεζες.
Ενδεικτική είναι χθεσινή δήλωση του προέδρου της Societe Generale Λορέντσο Σμάγκι, πρώην αντιπροέδρου της ΕΚΤ, ο οποίος είπε ότι «η ευρωπαϊκή τραπεζική αγορά αντιμετωπίζει τον κίνδυνο συστημικής κρίσης» και γι αυτό «πρέπει να αναθεωρηθούν οι κανόνες που έχουν υιοθετηθεί στην ΕΕ για το δημόσιο χρήμα». Και για να μη μείνει καμία αμφιβολία για το τι ακριβώς εννοεί, πρόσθεσε ότι «οι κυβερνήσεις πρέπει να αποδεχθούν την ιδέα χρησιμοποίησης χρημάτων των φορολογουμένων» για τη διάσωση τραπεζών.
Το θέμα συζητείται στις Βρυξέλλες και στην ΕΚΤ, αλλά δεν έχει ακόμη «ζυμωθεί» αρκετά, ώστε να τεθεί επισήμως επί τάπητος. Ο επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ επιμένει ότι παρά τις δυσκολίες, είναι σημαντικό να τηρηθούν οι ευρωπαϊκοί κανόνες για τις τράπεζες, που θεσπίστηκαν τα τελευταία χρόνια. Σε δηλώσεις του τόνισε μάλιστα ότι λύσεις για τις ιταλικές τράπεζες μπορούν να βρεθούν «στο πλαίσιο των υφιστάμενων κανόνων».
Το δίλημμα των Γερμανών
Το ζήτημα είναι τι στάση θα τηρήσει το Βερολίνο. Οι Γερμανοί ήταν μέχρι τώρα κατηγορηματικά αντίθετοι στην κατάργηση του Κανόνα του bail-in. Οι επιτελείς του Σόιμπλε έχουν προειδοποιήσει ότι «αν επιτραπεί στην Ιταλία να διασώσει τράπεζες με κρατικό ή/και ευρωπαϊκό χρήμα, αντί να επιβαρύνονται οι μέτοχοι και οι ομολογιούχοι θα πληρώνουν οι φορολογούμενοι. Ετσι όμως το δημόσιο χρέος θα αυξάνεται και μελλοντικά θα έχουμε χρεοκοπίες κρατών».
Τώρα όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει, καθώς η κινδυνολογία για τις ιταλικές τράπεζες είναι μόνον ο «κουρνιαχτός» που σηκώνεται για να κρύψει έναν ακόμη μεγαλύτερο συστημικό κίνδυνο – το πρόβλημα της Deutsche Bank.
Γνωρίζοντας ότι ίσως χρειασθεί μελλοντικά να στηρίξουν εμμέσως με κρατικό χρήμα τον πάσχοντα τραπεζικό κολοσσό τους, οι Γερμανοί θα αναγκασθούν ενδεχομένως να βάλουν λίγο «νερό στο κρασί» τους, Δεν αποκλείεται λοιπόν να βρεθεί φόρμουλα ώστε οι επόμενες διασώσεις να γίνουν κατά παρέκκλιση του Κανόνα του Bail-in, με χρήμα των φορολογουμένων.