Η Γερμανία βρίσκεται σε μια από τις σημαντικότερες στρατηγικές στροφές της μεταπολεμικής ιστορίας της, με την απόφαση να δαπανήσει περίπου 83 δισεκατομμύρια ευρώ για εξοπλισμούς έως το τέλος του 2026. Η εξέλιξη αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο της ευρύτερης πολιτικής που ακολουθεί η νέα κυβέρνηση του Καγκελαρίου Φρίντριχ Μερτς, ο οποίος ανέλαβε καθήκοντα τον Μάιο του 2025.
Η νέα πολιτική ηγεσία συνεχίζει και ενισχύει την πορεία που ξεκίνησε με την «Zeitenwende» μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, αλλά με πιο φιλόδοξους στόχους και αυστηρότερη δέσμευση για επίτευξή τους.Η νέα στρατηγική επιδιώκει να ενισχύσει δραστικά τη στρατιωτική ικανότητα της χώρας και τη συνεισφορά της στην ευρωπαϊκή και νατοϊκή ασφάλεια.
Σύμφωνα με τις κυβερνητικές εξαγγελίες, η Γερμανία σχεδιάζει να φτάσει τις ετήσιες αμυντικές δαπάνες στο 3,5% του ΑΕΠ έως το 2029. Πρόκειται για έναν στόχο πολύ υψηλότερο από τον ελάχιστο στόχο του ΝΑΤΟ (2%), τον οποίο η Γερμανία δυσκολευόταν να επιτύχει επί δεκαετίες. Ήδη για το 2025, οι συνολικές δαπάνες για την άμυνα προβλέπονται στα περίπου 86 δισεκατομμύρια ευρώ, που αντιστοιχούν σε 2,4% του ΑΕΠ.
Σημειώνεται ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ έχει αυξήσει το όριο στο 5% για τις χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ και πλέον επιχειρούν να αυξήσουν και άλλο τις πολεμικές δαπάνες
Η Γερμανική κυβέρνηση αξιοποιεί ένα διττό μοντέλο χρηματοδότησης: τον τακτικό αμυντικό προϋπολογισμό και ένα ειδικό επενδυτικό ταμείο ύψους 100 δισ. ευρώ. Το ταμείο αυτό δημιουργήθηκε το 2022 με στόχο την άμεση και έκτακτη ενίσχυση της Bundeswehr (γερμανικές ένοπλες δυνάμεις), ώστε να καλυφθούν ελλείψεις σε βασικά στρατιωτικά συστήματα και να εκσυγχρονιστεί το υφιστάμενο δυναμικό. Για το 2026, το ποσό των 83 δισ. ευρώ για εξοπλιστικές δαπάνες προκύπτει από τον συνδυασμό των δύο αυτών πηγών χρηματοδότησης.
Τι περιλαμβάνουν οι δαπάνες
Το εξοπλιστικό πακέτο περιλαμβάνει νέες προμήθειες σε άρματα μάχης, τεθωρακισμένα οχήματα, αντιαεροπορικά συστήματα, πυρομαχικά, σύγχρονα μέσα επικοινωνίας και υποδομές υποστήριξης. Έμφαση δίνεται επίσης στην ενίσχυση των δυνάμεων ταχείας αντίδρασης και της αεράμυνας. Παράλληλα, προωθούνται επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη νέων τεχνολογιών, με στόχο τη μελλοντική αυτάρκεια της ευρωπαϊκής και γερμανικής αμυντικής βιομηχανίας.
Για να επιτευχθεί αυτή η πρωτοφανής αύξηση στις στρατιωτικές δαπάνες, η Γερμανία ανέστειλε προσωρινά τον λεγόμενο «φρένο χρέους», έναν συνταγματικό μηχανισμό που περιορίζει τη δυνατότητα του κράτους να δημιουργεί νέα ελλείμματα. Παρόλο που αυτό επέτρεψε την έκτακτη χρηματοδότηση της άμυνας, εγείρονται ανησυχίες για τις μακροπρόθεσμες δημοσιονομικές συνέπειες και τη βιωσιμότητα αυτής της στρατηγικής μετά το 2027, όταν αναμένεται να εξαντληθεί το ειδικό ταμείο των 100 δισ. ευρώ.
Επιπτώσεις στην οικονομία
Η μαζική εξοπλιστική ώθηση έχει διττές επιδράσεις στην οικονομία. Από τη μία πλευρά, ενισχύει τη ζήτηση σε κλάδους όπως η βαριά βιομηχανία, η τεχνολογία και η έρευνα, δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας και προοπτικές ανάπτυξης. Από την άλλη, η αυξημένη πίεση στον προϋπολογισμό περιορίζει τη δυνατότητα για κοινωνικές δαπάνες ή φοροελαφρύνσεις και μπορεί να οδηγήσει σε πολιτικές συγκρούσεις.
Στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό, η επιλογή της κυβέρνησης Μερτς να αυξήσει τόσο ραγδαία τις στρατιωτικές δαπάνες δεν βρίσκει καθολική αποδοχή. Αντιπολιτευόμενα κόμματα και κοινωνικά κινήματα εκφράζουν επιφυλάξεις σχετικά με την προτεραιοποίηση των εξοπλισμών έναντι κοινωνικών αναγκών ή της ενεργειακής μετάβασης. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η ενίσχυση της γερμανικής στρατιωτικής ισχύος αντιμετωπίζεται με ανάμεικτα συναισθήματα, καθώς δημιουργεί νέες ισορροπίες αλλά και υψηλές προσδοκίες από συμμάχους.