Η γερμανική κυβέρνηση προχωρά σε μια από τις σημαντικότερες παρεμβάσεις των τελευταίων ετών, επιλέγοντας να επιδοτήσει το ενεργειακό κόστος της βιομηχανίας με στόχο να προστατεύσει τον παραγωγικό της πυρήνα από τη διαρκή ενεργειακή πίεση.
Η απόφαση έρχεται σε μια περίοδο κατά την οποία η οικονομία της χώρας δείχνει σημάδια κόπωσης, η βιομηχανική παραγωγή υποχωρεί και οι ενεργοβόρες επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν αυξανόμενες δυσκολίες λόγω των υψηλών τιμών ηλεκτρικής ενέργειας σε σύγκριση με ανταγωνιστές εκτός Ευρώπης.
Η Γερμανία βρίσκεται στο επίκεντρο μιας σύνθετης ενεργειακής πραγματικότητας. Μετά την ενεργειακή κρίση των τελευταίων ετών, το κόστος ηλεκτρισμού παραμένει υψηλό, πλήττοντας ιδιαίτερα κλάδους όπως τα χημικά, η χαλυβουργία, τα πλαστικά και η παραγωγή γυαλιού.
Οι επιχειρήσεις αυτές έχουν αναδείξει επανειλημμένα τον κίνδυνο απώλειας ανταγωνιστικότητας, επισημαίνοντας ότι το κόστος παραγωγής στη Γερμανία είναι πλέον αισθητά υψηλότερο από χώρες με φθηνότερη ενέργεια, όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα. Η κυβέρνηση, βλέποντας τον κίνδυνο αποβιομηχάνισης να εντείνεται, αποφάσισε να προχωρήσει σε στοχευμένη παρέμβαση.
Το σχέδιο προβλέπει ότι από τις αρχές του 2026 και για μια τριετία η ηλεκτρική ενέργεια για τις ενεργοβόρες βιομηχανίες θα τιμολογείται σε σημαντικά μειωμένο επίπεδο. Στόχος είναι να μειωθεί η τιμή αρκετά ώστε να διατηρηθεί η ανταγωνιστικότητα των μονάδων και να αποτραπεί η μεταφορά παραγωγικών δραστηριοτήτων στο εξωτερικό.
Η παρέμβαση συνοδεύεται και από συμπληρωματικά μέτρα, όπως η μείωση των χρεώσεων του δικτύου ηλεκτρισμού και η κατάργηση επιβαρύνσεων που σχετίζονται με το φυσικό αέριο, ενώ σε παράλληλη τροχιά κινούνται προγράμματα που συνδέουν κρατική ενίσχυση με επενδύσεις σε καθαρές τεχνολογίες και απολιγνιτοποίηση.
Η επέκταση του προγράμματος ώστε να καλύψει περισσότερες επιχειρήσεις αποτελεί επίσης κομβικό στοιχείο της πολιτικής αυτής. Αρχικά το σχέδιο αφορούσε μερικές εκατοντάδες εταιρείες, ωστόσο πλέον υπολογίζεται ότι θα ωφεληθούν χιλιάδες μονάδες που πληρούν τα κριτήρια ενεργειακής κατανάλωσης.
Η διεύρυνση αυτή αποτυπώνει την πολιτική πρόθεση του Βερολίνου να στηρίξει όχι μόνο τους μεγάλους βιομηχανικούς ομίλους, αλλά και μικρότερους αλλά κρίσιμους παραγωγικούς παίκτες.
Η απόφαση, ωστόσο, δεν στερείται κινδύνων. Το δημοσιονομικό βάρος είναι σημαντικό και απαιτείται ισορροπία ώστε να μη δημιουργηθούν μόνιμες εξαρτήσεις από κρατική στήριξη. Επιπλέον, το σχέδιο πρέπει να εγκριθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, καθώς υπάγεται στους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων.
Η συζήτηση σε επίπεδο Ε.Ε. είναι έντονη, καθώς αρκετά κράτη-μέλη εκφράζουν ανησυχία ότι τέτοιου είδους εθνικές παρεμβάσεις ενδέχεται να δημιουργήσουν στρεβλώσεις στον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό. Παρ’ όλα αυτά, το Βερολίνο υποστηρίζει ότι χωρίς άμεση και ουσιαστική δράση υπάρχει ορατός κίνδυνος δομικής συρρίκνωσης της βιομηχανίας σε ολόκληρη την Ευρώπη, καθώς η ενεργειακή απορρύθμιση έχει συνολικές επιπτώσεις και όχι μόνο εθνικές.
Η διάσταση της πράσινης μετάβασης αποτελεί επίσης κρίσιμη παράμετρο της πολιτικής. Η Γερμανία προσπαθεί να συνδυάσει την οικονομική στήριξη με δεσμεύσεις για μείωση εκπομπών και εκσυγχρονισμό της παραγωγής. Στόχος είναι το πρόγραμμα να λειτουργήσει ως γέφυρα, ώστε οι βιομηχανίες να διατηρήσουν την παραγωγή τους στη χώρα ενώ επενδύουν σε τεχνολογίες καθαρής ενέργειας και βελτίωσης της ενεργειακής αποδοτικότητας. Το ζητούμενο είναι οι επιδοτήσεις να μη λειτουργήσουν απλώς ως προσωρινό «μαξιλάρι», αλλά ως καταλύτης για έναν βαθύτερο μετασχηματισμό.
Σε κάθε περίπτωση, η επιλογή της Γερμανίας αποτελεί μια αποφασιστική κίνηση σε μια περίοδο κατά την οποία η Ευρώπη αναζητά τρόπο να ενισχύσει τη βιομηχανική της βάση και να μην υστερήσει στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Αν το πρόγραμμα αποδειχθεί αποτελεσματικό, θα μπορούσε να αποτελέσει πρότυπο και για άλλες χώρες που αντιμετωπίζουν αντίστοιχες προκλήσεις. Αν όχι, θα ανοίξει μια μεγάλη συζήτηση για τα όρια του κρατικού παρεμβατισμού σε μια ολοένα πιο πολύπλοκη ενεργειακή και οικονομική πραγματικότητα.