Με τους χειρότερους οιωνούς θα ξεκινήσει η νέα χρονιά στις αγορές, που βρίσκονται πλέον σε εξαιρετικά κρίσιμη καμπή, εν μέσω επιδεινούμενου κλίματος και εξαιρετικά αβέβαιων προοπτικών. Το 2018 αφήνει πίσω του «στάχτες και αποκαϊδια», κόκκινα χαρτοφυλάκια και μια παρακαταθήκη προβλημάτων που αποτελούν βραδυφλεγή βόμβα για την παγκόσμια οικονομία και πηγή ανησυχιών για τα χρηματιστήρια. Αναπόφευκτη η επίδραση στο ελληνικό χρηματιστήριο, που εξαρτάται από τις εισροές ξένων κεφαλαίων και τις κινήσεις διεθνών funds.
Η εικόνα των τελευταίων ημερών στις αγορές μετοχών και εμπορευμάτων επιτείνει την αβεβαιότητα και πολλοί αναλυτές προεξοφλούν τα χειρότερα, εκτιμώντας ότι η διόρθωση θα συνεχισθεί με αυξανόμενη μεταβλητότητα. Σε εκθέσεις διεθνών οίκων επισημαίνεται ότι υπάρχει ήδη bear market, καθώς οι δείκτες έχουν υποχωρήσει 20% και πλέον από τα υψηλά έτους.
Μετά τις μεγάλες απώλειες στη Wall Street τη Δευτέρα, την κατάρρευση των τιμών του αργού πετρελαίου και το χθεσινό sell-off στο Τόκιο - όπου ο Nikkei έχασε 5%, είναι πλέον ορατός ο κίνδυνος ενός καταστροφικού ντόμινο, που θα έχει πολλαπλές παρενέργειες στη χρηματοοικονομική σταθερότητα, στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στην πραγματική οικονομία.
Με εύλογη αγωνία αναμένονται τώρα το άνοιγμα των αμερικανικών και των ευρωπαϊκών αγορών μετά τις αργίες των Χριστουγέννων. Ιδιαίτερα κρίσιμες για τη συνέχεια θα είναι οι πρώτες συνεδριάσεις, στον απόηχο των «εντυπώσεων» και υπό το βάρος του εξόχως αρνητικού ψυχολογικού κλίματος που προκάλεσαν οι μεγάλες απώλειες των προηγούμενων ημερών.
Περιμένουν κλυδωνισμούς
Οι ανησυχίες αποτυπώνονται στην πορεία του «δείκτη φόβου»-μεταβλητότητας VIX, ο οποίος εκτοξεύθηκε τη Δευτέρα στις 35,38 μονάδες, στο υψηλότερο επίπεδο του τελευταίου 11μήνου, ενώ στις αρχές Δεκεμβρίου ήταν στις 16,5 μονάδες. Επισημαίνεται ότι η άνοδος του VIX πάνω από τις 25 μονάδες υποδηλώνει μεγάλη αβεβαιότητα για την πορεία της αγοράς και πρόβλεψη για έντονη μεταβλητότητα – δηλαδή αναταραχή στη Wall Street τουλάχιστον τον επόμενο μήνα.
Βασικές αιτίες οι φόβοι για επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας, η προοπτική περαιτέρω ανόδου των αμερικανικών επιτοκίων που θα προκαλέσει γενικευμένη άνοδο του κόστους χρήματος και οι εκτιμήσεις ότι ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ-Κίνας θα κλιμακωθεί. Όπως επισημαίνουν τώρα διεθνείς αναλυτές, η διαμάχη για τις εξαγωγές και τους δασμούς είναι μόνον η κορυφή του παγόβουνου στον πόλεμο μεταξύ των δύο χωρών για την παγκόσμια κυριαρχία στον τεχνολογικό τομέα.
Σε όλες τις αναλύσεις διεθνών οίκων η Κίνα παρουσιάζεται ως πηγή μόνιμων κινδύνων, που θα επηρεάσουν καθοριστικά τις αγορές το επόμενο 12μηνο.
Ανησυχίες υπάρχουν επίσης για την ευρωπαϊκή οικονομία, όπου τα δημοσιονομικά προβλήματα σε Ιταλία και Γαλλία μπορεί να προκαλέσουν νέες αναταράξεις.
Το φθηνό πετρέλαιο θα φέρει εντάσεις
Οι χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης στην Ευρωζώνη και οι φόβοι επιβράδυνσης της κινεζικής, της αμερικανικής και της παγκόσμιας οικονομίας προκαλούν δραματική πτώση των τιμών αργού πετρελαίου, η οποία παρασύρει τις μετοχές ετεαιρειών του ενεργειακού τομέα.
Η τιμή του μπρεντ έχει υποχωρήσει κατά 42%(!) από τις αρχές Οκτωβρίου, λόγω των προβλέψεων ότι η παγκόσμια ζήτηση θα περιορίζεται σταδιακά καθώς θα επιβραδύνεται η οικονομική ανάπτυξη. Τη Δευτέρα έπεσε κατά 6%και κινείται πλέον στα 50,3 με 50,6 δολάρια το βαρέλι.
Η εξόρυξη πετρελαίου από σχιστολιθικά πετρώματα στις ΗΠΑ γίνεται πλέον ασύμφορη. Διεθνείς σχολιαστές σπεύδουν να προβλέψουν κίνηση της Ουάσιγκτον που θα προκαλέσει διεθνείς εντάσεις και ανάκαμψη των τιμών του "μαύρου χρυσού".
Το κλίμα στις αμερικανικές αγορές φορτίζεται ανησυχητικά και από τη στάση του προέδρου Τραμπ, ο οποίος επιτίθεται κατά της Fed για την ασκούμενη νομισματική πολιτική και τις αυξήσεις επιτοκίων, ενώ παράλληλα οδηγεί σε αναστολή λειτουργίας τις ομοσπονδιακές υπηρεσίες των ΗΠΑ – δηλαδή βάζει προσωρινά λουκέτο στο αμερικανικό… κράτος – εκβιάζοντας το Κογκρέσο να εγκρίνει κονδύλια για την κατασκευή τείχους στα σύνορα με το Μεξικό.
Ο Τράμπ έγραψε στο Twitter ότι η στάση της Fed είναι… «το μόνο πρόβλημα της αμερικανικής οικονομίας» και ότι «οι μετοχές πολλών αμερικανικών εταιρειών αποτελούν αγοραστικές ευκαιρίες για τους επενδυτές». Δεν έπεισε όμως κανέναν και οι δηλώσεις του είχαν αρνητική επίπτωση στη Wall Street.