Ευκολότερη, με λιγότερη γραφειοκρατία και πιο δίκαιη καθίσταται η έκδοση φορολογικής ενημερότητας για χρέη προς το δημόσιο, ενώ φεύγει από τη μέση η «διακριτική ευχέρεια των εφόρων» να διαμορφώνουν το ποσοστό της παρακράτησης, έως και το 100% των μη εξοφλημένων οφειλών.
Με την απόφαση του διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, Γιώργου Πιτσιλή, μεταρρυθμίζεται συνολικά το πλαίσιο έκδοσης αποδεικτικού ενημερότητας και βεβαίωσης οφειλής για χρέη προς το Δημόσιο και τίθενται για πρώτη φορά σαφείς κανόνες για τον καθορισμό των ποσοστών παρακράτησης επί του αποδεικτικού.
Σκοπός της μεταρρύθμισης είναι η διόρθωση χρόνιων στρεβλώσεων, με γνώμονα τη διευκόλυνση των συναλλαγών για τις οποίες απαιτείται φορολογική ενημερότητα, τη μεταχείριση των φορολογουμένων με διαφάνεια και την ταυτόχρονη διασφάλιση των συμφερόντων του δημοσίου, αναφέρει η ΑΑΔΕ.
«Οι συνεπείς φορολογούμενοι, που τηρούν τις ρυθμίσεις των οφειλών τους, επιβραβεύονται και διευκολύνονται στις συναλλαγές τους, ενώ ταυτόχρονα εξυπηρετείται η είσπραξη βεβαιωμένων οφειλών», προστίθεται στη σχετική ανακοίνωση.
Με το νέο καθεστώς, καταργείται η ευρεία διακριτική ευχέρεια καθορισμού ποσοστού παρακράτησης από 10 έως 100%. Τα ποσοστά συστηματοποιούνται και κλιμακώνονται, ανάλογα με το ρυθμό αποπληρωμής των ρυθμισμένων οφειλών.
Ειδικότερα, τα ποσοστά παρακράτησης επί του εισπραττόμενου ποσού ξεκινούν από 10% όταν έχει καταβληθεί μέσω της ρύθμισης συνολικό ποσό μεγαλύτερο του 70% της ρυθμισμένης οφειλής, ανέρχονται σε 30%, όταν έχει καταβληθεί μέσω της ρύθμισης συνολικό ποσό μεγαλύτερο του 50% της ρυθμισμένης οφειλής, σε 50%, όταν έχει καταβληθεί συνολικό ποσό μεγαλύτερο του 30% της ρυθμισμένης οφειλής και φτάνουν το 70% όταν το αποπληρωμένο ποσό ρύθμισης είναι μικρότερο ή ίσο του 30%. Τα ως άνω κλιμακωτά ποσοστά μπορούν να αυξηθούν, υπό προϋποθέσεις, έως και 20 ποσοστιαίες μονάδες, κατόπιν ειδικής αιτιολογίας.
Τα ποσοστά αυτά απεικονίζονται στον παρακάτω πίνακα:
Περαιτέρω, με τη νέα απόφαση μειώνεται ο αριθμός των δόσεων ρύθμισης, των οποίων δεν μπορεί να υπολείπεται το ποσό παρακράτησης, από τρεις (3) ή πέντε (5) δόσεις, για εναπομένουσες δόσεις λιγότερες ή περισσότερες των δώδεκα (12), κατά περίπτωση, σε δύο (2) ή τέσσερις (4) δόσεις ρύθμισης, αντίστοιχα.
Επιπλέον, με σκοπό τη διευκόλυνση της ταμειακής ρευστότητας των οφειλετών που εισπράττουν περιοδικές απαιτήσεις, στις περιπτώσεις αυτές η παρακράτηση ορίζεται σε ποσοστό 10%, ενώ για εναπομένουσα ρυθμισμένη οφειλή άνω των 5.000 ευρώ τίθεται ελάχιστο ποσό παρακράτησης ίσο με μία (1) δόση και για εναπομένουσα οφειλή άνω των 20.000 ευρώ ελάχιστο ποσό παρακράτησης ίσο με (2) δόσεις ρύθμισης.
Τέλος, ορίζεται ότι κατά την έκδοση βεβαίωσης οφειλής (που επέχει θέση αποδεικτικού ενημερότητας) για την πώληση ακινήτου, στην περίπτωση όπου το τίμημα υπολείπεται της αντικειμενικής αξίας του μεταβιβαζόμενου ακινήτου, η διασφάλιση της οφειλής περιορίζεται στη διαφορά ανάμεσα στο τίμημα και την αντικειμενική αξία. Με τον τρόπο αυτό διευκολύνονται οι συναλλαγές επί ακινήτων φορολογούμενων, οι οποίοι βρίσκονται σε δυσχερή ταμειακή θέση και οι οφειλές τους δεν εξοφλούνται πλήρως με το τίμημα, ενώ ταυτόχρονα επιτυγχάνεται η είσπραξη των βεβαιωμένων οφειλών.