Για τις χώρες της Νότιας Ευρώπης θα ήταν μία σημαντική και ευπρόσδεκτη εξέλιξη να συνυπογράψουν οι Ανατολικοευρωπαίοι μία κοινή πολιτική για το προσφυγικό. Στις Βρυξέλλες πολλοί εκτιμούν ότι η συγκυρία είναι ευνοϊκή. Μιλώντας στην Deutsche Welle o Μάνφρεντ Βέμπερ, επικεφαλής της Κ.Ο. του Ευρωπαϊκού Λαικού Κόμματος (ΕΛΚ), της μεγαλύτερης πολιτικής ομάδας του Ευρωκοινοβουλίου, επισημαίνει ότι τα όσα συμβαινουν στα σύνορα Ουκρανίας-Πολωνίας «μας υπενθυμίζουν ότι ο καθένας από μας πρέπει να αναλάβει το μερίδιο της ευθύνης και της αλληλεγγύης που του αναλογεί.
Ξέρετε ότι υπάρχει ομόφωνη απόφαση του Συμβουλίου για να ενεργοποιήσουμε οδηγία που δίνει στους ανθρώπους από την Ουκρανία το δικαίωμα προσωρινής παραμονής, χωρίς πολύπλοκες διαδικασίες. Είναι ένα σαφές μήνυμα. Ας ελπίσουμε ότι θα λειτουργήσει ως αφύπνιση για να ενεργούμε όλοι μαζί, όχι μόνο σήμερα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά και μακροπρόθεσμα...» .
Μέχρι στιγμής πάντως, οι περισσότερες ανατολικοευρωπαϊκές χώρες δεν ζητούν βοήθεια για την υποδοχή και φιλοξενία των προσφύγων. Πολλοί πιστεύουν ότι αυτό συμβαίνει για να μην υποχρεωθούν να ανταποδώσουν τη βοήθεια, εάν εκδηλωθεί νέα προσφυγική κρίση στη Μεσόγειο. Εξαίρεση αποτελούν η Ρουμανία, που ζήτησε «λειτουργική υποστήριξη» από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Ασύλου και η Εσθονία, που απευθύνθηκε στη Frontex για μία πιο αποτελεσματική φύλαξη των συνόρων.
Οι διαφορές με την προσφυγική κρίση του 2015
Ωστόσο, το 2022 δεν είναι 2015. Αν μη τι άλλο γιατί υπάρχει διαφορά στο νομικό καθεστώς των προσφύγων: Σήμερα οι περισσότεροι Ουκρανοί διαθέτουν βιομετρικά διαβατήρια, ενώ από το 2017 το κοινοτικό δίκαιο προβλέπει ότι μπορούν να εισέρχονται στην ΕΕ χωρίς βίζα για 90 ημέρες. Κατά συνέπεια δεν υπάρχουν οι μακροχρόνιες διαδιακασίες ασύλου που είχαμε το 2015. «’Ημουν την περασμένη εβδομάδα στην Ελλάδα», λέει ο Μάνφρεντ Βέμπερ. «Συνομίλησα με τον Έλληνα πρωθυπουργό. Καταλαβαίνω την απογοήτευση των μεσογειακών χωρών, οι οποίες πάντα ζητούσαν αλληλεγγύη σε ευρωπαϊκό επιπεδο, αλλά ποτέ δεν την είχαν. Τώρα επιδεικνύουμε αμέσως αλληλεγγύη στην περίπτωση της Ουκρανίας. Ας αξιοποιήσουμε λοιπόν αυτή τη συγκυρία, για να βρούμε λύση και στο μεταναστευτικό».
Σήμερα το μεγαλύτερο βάρος για την υποδοχή των προσφύγων επωμίζεται η Πολωνία. Άλλωστε εκατοντάδες χιλιάδες Ουκρανοί είχαν ήδη καταφύγει στη χώρα αυτή στη δεκαετία του ’90, πολλοί από τους σημερινούς πρόσφυγες έχουν εκεί συγγενείς, που μπορούν να τους φιλοξενήσουν. Τουλάχιστον 500.000 Ουκρανοί αναζήτησαν ήδη καταφύγιο στη μεγαλύτερη χώρα της Ανατολικής Ευρώπης, η οποία στη διάρκεια της προσφυγικής κρίσης του 2015 δεν ήθελε να υποδεχθει ούτε έναν πρόσφυγα. Πώς εξηγείται αυτή η αλλαγή;
«Να λοιπόν που ήρθαν ένα εκατομμύριο πρόσφυγες»
Για την ανεξάρτητη ευρωβουλευτή Γιανίνα Οχόισκα, στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για αλλαγή. Η ίδια ασκεί κριτική στους συμπατριώτες της, γιατί, όπως επισημαίνει στην Deutsche Welle, «αυτούς τους πρόσφυγες τους δεχόμαστε πιο εύκολα. Είναι λευκοί, είναι γείτονές μας, έχουν πόλεμο. Αλλά ακόμα και σήμερα στα σύνορα Πολωνίας- Λευκορωσίας γίνονται επαναπροωθήσεις. Προσπαθούν να έρθουν άνθρωποι από τη Συρία, το Αφγανιστάν, το Ιράκ, την Υεμένη αλλά η πολωνική κυβέρνηση δεν τους θέλει. Είμαι ευτυχισμένη για την υποδοχή που επιφυλάσσουμε στους Ουκρανούς πρόσφυγες, αλλά θα ήμουν ακόμη πιο ευτυχισμένη, εάν μεταχειριζόμαστε όλους τους πρόσφυγες με τον ίδιο τρόπο».
Η Γιανίνα Οχόισκα άρχισε να ασχολείται με το δράμα των προσφύγων στον πόλεμο της Βοσνίας, το 1992. Λίγο αργότερα ίδρυσε την οργάνωση Polish Humanitarian Action που σήμερα δραστηριοποιείται στο Σουδάν και άλλες εστίες κρίσης. Η ίδια πιστεύει ότι σε μία νέα προσφυγική κρίση στη Μεσόγειο, όπως αυτή του 2015, η ΕΕ θα αντιμετώπιζε τα ίδια, γνωστά προβλήματα. Ωστόσο, δεν χάνει την αισιοδοξία της.
«Ελπίζω ότι αυτός ο πόλεμος θα αλλάξει τη νοοτροπία των Πολωνών», λέει. «Ίσως αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε καλύτερα την κατάσταση των μεταναστών και των προσφύγων. Θυμάμαι τον σημερινό πρωθυπουργό Μοραβιέτσκι να λέει ότι αν πάρουμε τους πρώτους τριάντα πρόσφυγες από το Αφγανιστάν, σε λίγο θα έχουμε ένα εκατομμύριο. Να λοιπόν που τώρα έχουμε πράγματι ένα εκατομμύριο κι όμως, υπάρχει χώρος για όλους αυτούς τους ανθρώπους».
Πηγή DW