Στους εισαγγελείς επιστρέφονται από την ΑΑΔΕ, μέχρι τις 30 Απριλίου, οι υποθέσεις φοροδιαφυγής και μαύρου χρήματος, οι οποίες είχαν προκύψει από δικαστικά αιτήματα, για να ελεγχθούν πλέον από το νέο σώμα των «Ράμπο».
Πρόκειται για τη νέα υπηρεσία υπό τον τίτλο «Διεύθυνση Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος», η οποία θα υπάγεται απευθείας στον Υπουργό Οικονομικών, αλλά ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος, θα έχει την καθοδήγηση και το συντονισμό λειτουργίας της Υπηρεσίας.
Σύμφωνα με κοινή απόφαση των υπουργών Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτου και Δικαιοσύνης Δημήτρη Παπαγγελόπουλου, που συνυπογράφει και ο επικεφαλής της ΑΑΔΕ, Γιώργος Πιτσιλής, και δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ (ΔΕΛ Β 1008397 ΕΞ2018/18-01-2018 ΦΕΚ Β' 63/18-1-2018), οι υποθέσεις που μεταφέρονται στις αρμόδιες Εισαγγελικές και Δικαστικές Αρχές είναι αυτές που προέκυψαν από εισαγγελικές παραγγελίες, εντολές ανακριτικών και προανακριτικών πράξεων, περιλαμβανομένων αιτημάτων και εντολών διενέργειας φορολογικών ελέγχων που έχουν προκύψει από εντολή οποιασδήποτε Εισαγγελικής ή Δικαστικής Αρχής, οι οποίες υφίστανται την 28/02/2018 στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (όπως ΚΕΜΕΕΠ, ΚΕΦΟΜΕΠ, Δ.Ο.Υ., ΥΕΔΔΕ, ΔΙΠΑΕΕ, Κεντρικές Υπηρεσίες, εξαιρουμένων των Τελωνειακών Υπηρεσιών και της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων).
Η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) διατηρεί κατ' ανώτατο όριο εκκρεμείς εντολές ελέγχου 1.300 Α.Φ.Μ. για τις χρήσεις που έχουν προτεραιοποιηθεί, των οποίων ο έλεγχος βρίσκεται σε τελικό στάδιο την 28/02/2018 ή που είναι προτεραιοποιημένες για έλεγχο από την Α.Α.Δ.Ε. κατά την ίδια ημερομηνία. Ως τελικό στάδιο ελέγχου νοείται: α) η έκδοση προσωρινού διορθωτικού προσδιορισμού φόρου ή β) η έκδοση αιτήματος παροχής πληροφοριών του άρθρου 14 του Κ.Φ.Δ. Ως προτεραιοποιημένες για έλεγχο υποθέσεις που διατηρεί η Α.Α.Δ.Ε., νοούνται οι εισαγγελικές παραγγελίες που προτεραιοποιούνται κατόπιν ανάλυσης κινδύνου, με κριτήρια ίδια με αυτά των λοιπών υποθέσεων της Α.Α.Δ.Ε.
Δηλαδή, οι υπηρεσίες της ΑΑΔΕ θα επιστρέψουν στους Εισαγγελείς τις υποθέσεις που έχουν σταλεί από τις δικαστικές αρχές, και οι οποίες για διάφορους λόγους δεν προχώρησαν και δεν θα προχωρήσουν μέχρι τις 28 Οκτωβρίου, ώστε να επιταχυνθεί ο έλεγχός τους, από το νέο σώμα των «Ράμπο».
Στην ΑΑΔΕ θα παραμείνουν, οι υποθέσεις οι οποίες στις 28 Φεβρουαρίου 2018, θα είναι στο τελικό στάδιο ολοκλήρωσης του ελέγχου, αλλά ο μέγιστος αριθμός των υποθέσεων που θα παραμείνουν δεν θα υπερβαίνει τις 1.300 υποθέσεις.
Η μεταφορά των υποθέσεων στις εισαγγελικές αρχές, θα ολοκληρωθεί το αργότερο, μέχρι τις 30 Απριλίου 2018.
Οι αρμόδιες για την αποστολή Υπηρεσίες της Α.Α.Δ.Ε., παραδίδουν στην αρμόδια Εισαγγελική/Δικαστική Αρχή το φυσικό αρχείο των υποθέσεων. Κάθε υπόθεση συνοδεύεται κατά περίπτωση με το σύνολο των δεδομένων και στοιχείων (εντύπων και ηλεκτρονικών) που τη διαλαμβάνουν. Οι υποθέσεις που παραδίδονται από την Α.Α.Δ.Ε. στις αρμόδιες Εισαγγελικές/Δικαστικές Αρχές καταγράφονται σε ηλεκτρονικό αρχείο το οποίο περιλαμβάνει ανά υπόθεση κατ' ελάχιστο:
- Τον Α.Β.Μ. εκάστης υπόθεσης.
- Την Εισαγγελική/Δικαστική Αρχή προέλευσης εκάστης υπόθεσης.
- Το έτος έκδοσης της παραγγελίας/εντολής/αιτήματος εκάστης υπόθεσης.
- Την επωνυμία ή το ονοματεπώνυμο ανά εμπλεκόμενο πρόσωπο (εφόσον προσδιορίζεται).
- Τον αριθμό φορολογικού μητρώου (Α.Φ.Μ.) (εφόσον προσδιορίζεται).
Για τις υποθέσεις που έχουν καταχωρηθεί στο μηχανογραφικό σύστημα της Α.Α.Δ.Ε. "ΟΠΣ Elenxis", πλέον των ανωτέρω, καταγράφεται:
- Το ID της υπόθεσης στο "ΟΠΣ Elenxis".
- Το αντικείμενο εργασιών.
- Ο αριθμός εντολής ελέγχου της Α.Α.Δ.Ε.
- Η ημερομηνία εντολής ελέγχου της Α.Α.Δ.Ε.
- Οι ελεγχόμενες χρήσεις.
Οι φορο-Ράμπο
Όπως έχει αποκαλύψει το Σin, (https://www.sofokleousin.gr/archives/369850.html) η νέα υπηρεσία που θα υπάγεται απευθείας τον υπουργό Οικονομικών, αλλά ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος, θα έχει την καθοδήγηση και το συντονισμό λειτουργίας της Υπηρεσίας, θα είναι οργανωμένη κατά τα πρότυπα του αμερικανικού IRS, με πολλές δυνατότητες ελέγχων.
Ειδικότερα, αποστολή της ΔΕΟΕ είναι αποκλειστικά η διενέργεια ερευνών, προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης για την εξακρίβωση τέλεσης μείζονος ποινικής απαξίας φορολογικών εγκλημάτων και οποιωνδήποτε άλλων απολύτως συναφών οικονομικών εγκλημάτων, που βλάπτουν σοβαρά τα συμφέροντα του ελληνικού δημοσίου και της ευρωπαϊκής ένωσης, κατόπιν παραγγελίας του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή του Αναπληρωτή του ή των εισαγγελικών λειτουργών που τον επικουρούν, υπό την εποπτεία του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος. Συγκεκριμένα η νέα υπηρεσία είναι αρμόδια για:
1. την διενέργεια ερευνών, προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης για την εξακρίβωση τέλεσης φορολογικών εγκλημάτων και οποιωνδήποτε άλλων συναφών οικονομικών εγκλημάτων, σύμφωνα με την κατά την παρ. 1 αποστολή της, αποκλειστικά κατόπιν παραγγελίας του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή του Αναπληρωτή του ή των εισαγγελικών λειτουργών που τον επικουρούν,
2. τη σύνταξη πορισματικών εκθέσεων σε εκτέλεση των εισαγγελικών παραγγελιών που της ανατίθενται,
3. τη διοικητική υποστήριξη και μέριμνα και την εξασφάλιση των υλικών και μέσων, που απαιτούνται για την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας σε συνεργασία με τις αρμόδιες υπηρεσίες, και
4. Τη συλλογή, τήρηση και διαρκή ενημέρωση του αρχείου της υπηρεσίας σχετικά με την εθνική, ευρωπαϊκή και διεθνή νομοθεσία που αφορά στην αποκάλυψη και δίωξη φορολογικών και οποιωνδήποτε άλλων συναφών οικονομικών εγκλημάτων καθώς και τήρηση αρχείου διοικητικής και ποινικής νομολογίας για τα θέματα αυτά.
Το προσωπικό της νέας υπηρεσίας:
- προβαίνει στη διενέργεια ανακριτικών πράξεων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις ισχύουσες κάθε φορά ειδικές διατάξεις και τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, για τα αδικήματα που προβλέπονται από τη σχετική νομοθεσία και ανάγονται στην καθ` ύλην αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος,
- λαμβάνει γνώση και διενεργεί έρευνες επί φορολογικών δεδομένων, ήτοι φορολογικών δηλώσεων, φορολογικών στοιχείων και κάθε άλλου υποχρεωτικού και προαιρετικού βιβλίου και στοιχείου που ορίζεται από τη φορολογική νομοθεσία. Η πρόσβαση στα συγκεκριμένα δεδομένα περιορίζεται σε αυτά που είναι απαραίτητα για την εκτέλεση των εισαγγελικών παραγγελιών που αναφέρονται στην παρ. 1 του παρόντος άρθρου. Ο έλεγχος των βιβλίων και στοιχείων γίνεται στα γραφεία της Υπηρεσίας ή στην επαγγελματική εγκατάσταση του ελεγχόμενου.
- καλεί εγγράφως τον ελεγχόμενο ή άλλο πρόσωπο να δώσει πληροφορίες για τη διευκόλυνση της έρευνας, καθώς και να παρέχει αντίγραφα μέρους των βιβλίων και στοιχείων ή οποιουδήποτε συναφούς εγγράφου, συμπεριλαμβανομένων πελατολογίων και καταλόγων προμηθευτών και αντίγραφα των ηλεκτρονικών αρχείων, εφόσον αυτά εκδίδονται μηχανογραφικά.
- ενεργεί κάθε αναγκαία εξέταση ή έρευνα στην επαγγελματική εγκατάσταση του ελεγχόμενου, στον τόπο παροχής των υπηρεσιών, καθώς και στα μεταφορικά μέσα.
- ενεργεί έρευνες εγγράφων και λοιπών στοιχείων που δεν ευρίσκονται στο χώρο της επαγγελματικής απασχόλησης του ελεγχόμενου τηρώντας τα οριζόμενα στις διατάξεις του ΚΠΔ.
- λαμβάνει αντίγραφα των βιβλίων και στοιχείων, καθώς και λοιπών εγγράφων, για τα οποία ο ελεγχόμενος δηλώνει ότι αντιπροσωπεύουν ακριβή αντίγραφα. Οι διενεργούντες την έρευνα δύνανται να απαιτούν από τον ελεγχόμενο ή τον εκπρόσωπο του να παρίσταται στον τόπο, όπου διενεργείται ο έλεγχος και να απαντά σε ερωτήματα που του τίθενται, ώστε να διευκολύνεται η διενέργεια της έρευνας. Σε περίπτωση κατά την οποία τα βιβλία και στοιχεία τηρούνται σε ηλεκτρονική μορφή, η υπηρεσία έχει δικαίωμα πρόσβασης σε οποιαδήποτε φυλασσόμενα αρχεία, καθώς και στα λογιστικά προγράμματα και τις πληροφορίες που έχουν καταχωριστεί σε αυτά ενώ δικαιούται να λαμβάνει τα ηλεκτρονικά αρχεία σε αναγνώσιμη ηλεκτρονική ή έντυπη μορφή.
- κατάσχει βιβλία και στοιχεία που τηρούνται ή διαφυλάσσονται σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία, οποιαδήποτε άλλα ανεπίσημα βιβλία, έγγραφα, αρχεία, στοιχεία, ηλεκτρονικά μέσα αποθήκευσης και μεταφοράς δεδομένων προκειμένου να διασφαλιστεί η αποδεικτική αξία αυτών.
Επίσης, οι Ελεγκτές και το λοιπό προσωπικό της Υπηρεσίας, έχουν εν μέρει το ακαταδίωκτο, καθώς «δεν εξετάζονται, δεν διώκονται και δεν ενάγονται για γνώμη που διατύπωσαν ή θέση που έλαβαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Εξαιρούνται των ανωτέρω η περίπτωση δόλου, η παραβίαση του απορρήτου των πληροφοριών και στοιχείων που περιήλθαν σε γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και η παράβαση του καθήκοντος εχεμύθειας, στο οποίο υποχρεούνται οι υπηρετούντες στην Υπηρεσία και μετά την αποχώρησή τους από αυτή.