Στη φυλακή, χωρίς εξαγορά ποινής, θα οδηγούνται πλέον όσοι καταδικάζονται για αδικήματα φοροδιαφυγής, μετά την απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου.
Σύμφωνα με την απόφαση οι ποινές κάθειρξης πέντε (5) ετών και άνω για μεγάλη φοροδιαφυγή, δεν μετατρέπονται σε χρηματικές και δεν εξαγοράζονται και συνεπώς οι καταδικασθέντες θα οδηγούνται στα σωφρονιστικά καταστήματα.
Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου εκδόθηκε με αφορμή προσφυγή φορολογούμενου ο οποίος είχε καταδικαστεί για φοροδιαφυγή μεγάλης έκτασης, ο οποίος καταδικάστηκε σε πενταετή κάθειρξη από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, για την έκδοση εικονικών τιμολογίων αξίας ύψους 2.000.000 ευρώ. Ο καταδικασθείς ζήτησε την εξαγορά της ποινής και προσέφυγε στον Άρειο Πάγο.
Το Ανώτατο Δικαστήριο με την υπ. αρ. 6/2017 απόφασή του που λήφθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 2017 και δημοσιεύτηκε στις 20 Δεκεμβρίου 2017 αποφάνθηκε ότι ορθώς το Εφετείο δεν του παρέσχε τη δυνατότητα εξαγοράς της ποινής, καθώς κάτι τέτοιο δεν επιτρέπεται από τη νομοθεσία.
Μεταξύ άλλων ο Α.Π. αναφέρει ότι:
«Συνακόλουθα, σύμφωνα τόσο με το γράμμα όσο και με το πνεύμα των διατάξεων του άρθρου 82 του ΠΚ, όπως αυτό ήδη ισχύει, μετά την τροποποίησή του από τις περ. 1 και 2 της υποπαραγράφου ΙΓ’ του πρώτου άρθρου του Ν. 4093/2012, δεν υπόκειται σε μετατροπή η ποινή κάθειρξης των πέντε ετών, καθώς και η συνολική ποινή κάθειρξης, όταν η ποινή βάσης αυτής είναι η πενταετής κάθειρξη».
Αναφορικά με την περίπτωση που εξετάστηκε, το απόσπασμα της απόφασης είναι το ακόλουθο:
«IΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι, το Τριμελές Εφετείο Κακ/των Αθηνών, μετά την απαγγελία της ποινής κάθειρξης πέντε ετών, που επέβαλε στον ήδη αναιρεσείοντα, για το αδίκημα της φοροδιαφυγής, υπό την έννοια της έκδοσης εικονικών φορολογικών στοιχείων, που αφορούσαν ανύπαρκτη συναλλαγή, υπερβαίνουσα το ποσό των 150.000 ευρώ και δη συνολικής αξίας άνω των 2.000.000 ευρώ (άρθρο 19 παρ. 1 Ν. 2523/1997, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 40 παρ. 1, 4 του Ν.3220/2004, άρθρο 8 του Ν. 4337/2015 και ισχύει ως άρθρο 66 παρ. 5 του Ν. 4173/2013, που εφαρμόζεται, στην προκειμένη περίπτωση, κατ’ άρθρο 2 του ΠΚ, ως επιεικέστερος νόμος), απέρριψε, σιγή, το αίτημα για
μετατροπή, σε χρηματική, της προαναφερθείσας ποινής καθείρξεως, το οποίο υπέβαλε, προς αυτό, ο καταδικασθείς ήδη αναιρεσείων, μέσω του συνηγόρου του. Αφού, όμως, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες παραδοχές, η επιβληθείσα στον ήδη αναιρεσείοντα ποινή της πενταετούς κάθειρξης δεν υπόκειται σε μετατροπή, το Δικαστήριο της ουσίας, απορρίπτοντας, έστω και σιγή, το μη νόμιμο, σχετικό, αίτημά του (αναιρεσείοντος), ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερθείσες ουσιαστικές διατάξεις του άρθρου 82 του ΠΚ, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε και δεν υπέπεσε σε (αρνητική) υπέρβαση εξουσίας.
ΙV. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, ο ανωτέρω (μόνος), παραπεμφθείς στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, αναιρετικός λόγος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Η’ του ΚΠΔ (έλλειψη αιτιολογίας και αρνητική υπέρβαση εξουσίας), που περιέχεται στους από 28-12-2016 προσθέτους λόγους του αναιρεσείοντος Δ. Β. του Α. για αναίρεση, της υπ’ αριθμόν 3910/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακ/των Αθηνών και να καταδικασθεί αυτός στα δικαστικά έξοδα (αρθρ.583 παρ.1 ΚΠΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου (άρθρα 106, 176 και 183 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 22 του ν. 3693/1957).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τον παραπεμφθέντα στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου αναιρετικό λόγο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Η’ του ΚΠΔ, που περιέχεται στους από 28-12-2016 προσθέτους λόγους του αναιρεσείοντος Δ. Β. του Α., για αναίρεση της υπ’ αριθμόν 3910/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακ/των Αθηνών. Και,
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου, την οποία προσδιορίζει σε διακόσια ενενήντα (290) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Δεκεμβρίου 2017.
Και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 20 Δεκεμβρίου 2017.