Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ (SEC) φαίνεται έτοιμη να προωθήσει την πρόταση του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για κατάργηση της υποχρεωτικής τριμηνιαίας οικονομικής αναφοράς των εισηγμένων εταιρειών, ανοίγοντας τον δρόμο για εξαμηνιαία δημοσιοποίηση στοιχείων. Η αλλαγή θα εξοικονομούσε χρόνο και χρήμα για τις επιχειρήσεις, αλλά θα μπορούσε να επιφέρει μεγάλο πλήγμα στους ελεγκτικούς κολοσσούς Deloitte, EY, KPMG και PwC.
Ο Τραμπ είχε υποστηρίξει πρόσφατα μέσω Truth Social ότι η μετάβαση σε εξαμηνιαίες αναφορές θα «εξοικονομήσει πόρους και θα επιτρέψει στα στελέχη να επικεντρωθούν στη διοίκηση». Ο πρόεδρος της SEC, Πολ Άτκινς, επιβεβαίωσε ότι ο οργανισμός ετοιμάζει σχετική πρόταση, αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο οι εταιρείες να επιλέγουν το δικό τους ρυθμό δημοσιοποίησης.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις, η σύνταξη ενός εντύπου 10-Q απαιτεί περίπου 180 ώρες εργασίας και κόστος που μπορεί να ξεπεράσει το 1 εκατ. δολάρια για μεγάλες επιχειρήσεις, ποσό από το οποίο επωφελούνται κυρίως οι εξωτερικοί ελεγκτές. Ένα τέτοιο μέτρο θα μπορούσε να οδηγήσει σε απώλεια έως και 15% των εσόδων των "Big Four" (τεσσάρων μεγάλων εκλεγκτικών εταιρειών) από ελεγκτικές αμοιβές, σύμφωνα με τον πρώην εταίρο της KPMG, Τζέρι Μαγκίνις.
Οι εταιρείες ενδέχεται να αντισταθμίσουν το πλήγμα ενισχύοντας τις συμβουλευτικές και φορολογικές υπηρεσίες τους ή μειώνοντας κόστος μέσω λιγότερων προσλήψεων και αυξημένης χρήσης τεχνητής νοημοσύνης.
Ήδη η PwC έχει ανακοινώσει ότι θα προσλαμβάνει κατά 39% λιγότερους ελεγκτές έως το 2028, επικαλούμενη τη ραγδαία αυτοματοποίηση του κλάδου.
Η ιδέα για εξαμηνιαίες αναφορές δεν είναι καινούρια: ο Τραμπ την είχε προτείνει και το 2018, χωρίς τότε να προχωρήσει. Ωστόσο, το σημερινό ρυθμιστικό περιβάλλον φαίνεται ευνοϊκότερο, καθώς η SEC έχει δεσμευθεί να «εξαλείψει περιττά γραφειοκρατικά βάρη».
Από την πλευρά τους, οι "Big Four" είχαν προειδοποιήσει το 2018, ότι η κατάργηση της τριμηνιαίας υποβολής θα περιορίσει τη διαφάνεια και θα αυξήσει την αβεβαιότητα στις αγορές.
Η Deloitte είχε υπογραμμίσει ότι το σύστημα των τακτικών αναφορών καθιστά τις αμερικανικές αγορές «τις πιο αξιόπιστες στον κόσμο». Παρ’ όλα αυτά, οι ίδιες εταιρείες αναγνωρίζουν την ανάγκη εκσυγχρονισμού και «στοχευμένων βελτιώσεων».
Αναλυτές επισημαίνουν ότι ακόμα και αν η SEC δώσει τη δυνατότητα επιλογής, πολλές εταιρείες θα συνεχίσουν να δημοσιεύουν τριμηνιαία στοιχεία, για να διατηρήσουν την εμπιστοσύνη των επενδυτών ή για να περιορίσουν το κόστος άντλησης κεφαλαίων.
Παράλληλα, η μείωση των υποχρεώσεων θα μπορούσε να ενθαρρύνει περισσότερες ιδιωτικές επιχειρήσεις να εισαχθούν στο χρηματιστήριο, αντισταθμίζοντας εν μέρει τις απώλειες των ελεγκτικών οίκων.
Όπως σχολιάζει ο Μαγκίνις, «μεταξύ της πολιτικής βούλησης του προέδρου και της διάθεσης της SEC για απορρύθμιση, η πιθανότητα να περάσει η αλλαγή είναι τουλάχιστον 50-50, αν όχι και μεγαλύτερη».