Με πτώση έκλεισαν, απόψε, οι ευρωαγορές, ενώ οι αποφάσεις από τη συνεδρίαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας βρίσκονται στο επίκεντρο των επενδυτών.
Τα μεγάλα χρηματιστήρια της Γηραιάς Ηπείρου σημείωσαν απώλειες, καθώς αυλαία ρίχνει το Πρόγραμμα Αγοράς ομολόγων η Ευρωπαική Κεντρική Τράπεζα στο τέλος Ιουνίου, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για την πρώτη αύξηση του επιτοκίου μετά το 2011. Το ΔΣ της ΕΚΤ προανήγγειλε σήμερα την πρόθεση του να προχωρήσει τον Ιούλιο σε αύξηση του βασικού επιτοκίου κατά 0,25%, ενώ γνωστοποίησε ότι θα προχωρήσει σε μία ακόμη αύξηση το Σεπτέμβριο, χωρίς να προσδιορίζει το ύψος αυτής. Μετά το Σεπτέμβριο η ΕΚΤ θα αξιολογήσει την τρέχουσα κατάσταση προχωρώντας σε μία σταδιακή αλλά σταθερή πορεία περαιτέρω αυξήσεων των επιτόκιων. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Τράπεζας απεφάσισε σήμερα μετά την επί τα χείρω αναθεώρηση των προβλέψεων για τον πληθωρισμό, να τερματίσει τις καθαρές αγορές περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς περιουσιακών στοιχείων του (APP) από την 1η Ιουλίου 2022. Το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να συνεχίσει να επανεπενδύει, πλήρως, τα ομόλογα που λήγουν και είχαν αγοραστεί στο πλαίσιο του APP για εκτεταμένη χρονική περίοδο πέραν της ημερομηνίας κατά την οποία αρχίζει να αυξάνει τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ και, σε κάθε περίπτωση, για όσο διάστημα είναι απαραίτητο για τη διατήρηση άφθονων συνθηκών ρευστότητας και κατάλληλης κατεύθυνσης νομισματικής πολιτικής. Όσον αφορά το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων στο πλαίσιο της πανδημίας (PEPP), το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να επανεπενδύσει τις πληρωμές κεφαλαίων από τίτλους λήξεως που αγοράστηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος τουλάχιστον έως το τέλος του 2024. Οσον αφορά στις προβλέψεις για τον πληθωρισμό η ΕΚΤ εκτιμά ότι ότι θα διαμορφωθεί στο 6,8% το 2022 για να υποχωρήσει σταδιακά στο 3,5% το 2023 και στο 2,1% το 2024.
Ανοικτό άφησε το ενδεχόμενο η νέα αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ τον Σεπτέμβριο να είναι μεγαλύτερη από 0,25% άφησε η πρόεδρος της Κριστίν Λαγκάρντ στη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου, η οποία ακολούθησε τη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου. Όπως εξήγησε η ίδια, το ακριβές ποσοστό της δεύτερης αύξησης του επιτοκίου θα εξαρτηθεί από την μεσοπρόθεσμη πρόβλεψη για τον πληθωρισμό. Σημειώνεται ότι μετά την επί τα χείρω αναθεώρηση των προβλέψεων, αυτή για το 2024, ανεβάζει τον πήχη του πληθωρισμού στο 2,1%, πάνω δηλαδή από τον στόχο που έχει θέσει η ΕΚΤ. Στην περίπτωση που η πρόβλεψη αυτή τον Σεπτέμβριο παραμένει η ίδια ή επιδεινωθεί, τότε όπως είπε η Κρ. Λαγκάρντ, η αύξηση του επιτοκίου θα ξεπεράσει το 0,25%. Όσον αφορά στις σημερινές αποφάσεις οι οποίες ελήφθησαν ομόφωνα στη διάρκεια της συνεδρίασης του δ.σ της ΕΚΤ στο Άμστερνταμ, η επικεφαλής της ΕΚΤ υπογράμμισε ότι «ανοίγουν» μία νέα εποχή στη νομισματική πολιτική της Κεντρικής Τράπεζας. Όπως είπε χαρακτηριστικά, επί μία δεκαετία η νομισματική πολιτική επιχειρούσε να συμβάλλει στην αύξηση του πληθωρισμού, αν όχι να αποφύγει το φαινόμενο του αποπληθωρισμού, ενώ σήμερα βρίσκεται αντιμέτωπη με μία πληθωριστική έξαρση. Η ίδια απέδωσε την εκτίναξη του πληθωρισμού, πέρα από κάθε πρόβλεψη, στην μεγάλη αύξηση των τιμών της ενέργειας οι οποίες έχουν αυξηθεί κατά 39% σε σχέση με πέρυσι. Μάλιστα στο σημείο αυτό η κυρία Λαγκάρντ υπεραμύνθηκε των προβλέψεων που έχει δημοσιοποιήσει η ΕΚΤ, αναφέροντας ότι όλοι σχεδόν οι διεθνείς οργανισμοί έχουν πέσει έξω στις προβλέψεις τους. Πιο συγκεκριμένα, η ΕΚΤ εκτιμούσε τον Μάρτιο ότι ο πληθωρισμός φέτος θα διαμορφωθεί στο 5,1% ενώ η πρόβλεψη που δημοσιοποίησε σήμερα ανέβασε τον πήχη στο 6,8%. Ενώ για το 2024 προέβλεπε υποχώρησή του εντός του στόχου που έχει θέσει η ΕΚΤ, στο 1,9% (από 2,1% που ανακοίνωσε σήμερα). Αναφορικά με την πορεία ανάκαμψης της οικονομίας, η ΕΚΤ προβλέπει επιβράδυνσηή της εξαιτίας των επιπλοκών που έχει προκαλέσει η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, αλλά και της ανόδου των τιμών στη ενέργεια. Έτσι, η πρόβλεψη για την αύξηση του ΑΕΠ φέτος περιορίζεται στο 2,8% (από 3,7% που ήταν τον Μάρτιο), στο 2,1% για το 2023 (από 2,8% αντιστοίχως) και στο 2,1% για το 2024 (από 1,6%). Συνοψίζοντας η Κρ. Λαγκάνρτ υπογράμμισε ότι η αδικαιολόγητη επιθετικότητα της Ρωσίας προς την Ουκρανία επηρεάζει σοβαρά την οικονομία της ζώνης του ευρώ με αποτέλεσμα οι προοπτικές να εξακολουθούν να περιβάλλονται από υψηλή αβεβαιότητα. Ωστόσο, υπάρχουν οι συνθήκες ώστε η οικονομία να συνεχίσει να αναπτύσσεται και να ανακάμψει περαιτέρω μεσοπρόθεσμα.
Η Σανγκάη και το Πεκίνο επέστρεψαν σήμερα εκ νέου σε καθεστώς συναγερμού για την COVID-19 αφού τμήματα του μεγαλύτερου οικονομικού κέντρου της Κίνας άρχισαν να επιβάλουν νέους περιορισμούς για το lockdown ενώ η πολυπληθέστερη συνοικία της κινεζικής πρωτεύουσας έκλεισε τους χώρους διασκέδασης. Και οι δύο πόλεις είχαν προσφάτως χαλαρώσει τα μέτρα κατά της COVID ύστερα από μείωση των νέων κρουσμάτων. Ωστόσο, η χώρα εμμένει στην πολιτική των μηδενικών κρουσμάτων COVID, που στόχο έχει να ‘σπάει’ το συντομότερο δυνατόν τις αλυσίδες μετάδοσης.
Ειδικότερα, ο Stoxx Europe 600 τερμάτισε περίπου στις 434.68 μονάδες, μειωμένος σχεδόν 1.29%.
Ο Euro Stoxx 50 έκλεισε στις 3,721.85 μονάδες, με πτώση 1.77%.
Παράλληλα, ο βρετανικός FTSE 100 άγγιξε τις 7,471.47 μονάδες, πέφτοντας 1.60%.
Ο γερμανικός DAX κινήθηκε στις 14,193.59 μονάδες, με βουτιά 1.75%.
Ο γαλλικός CAC 40 όντας στις 6,358.46 μονάδες, διολίσθησε 1.40%.
Ο ιταλικός FTSE MIB έφτασε στις 23,764 μονάδες, με απώλειες 1.95%.
Κλείνοντας, ο ισπανικός IBEX 35 βρέθηκε στις 8,714.84 μονάδες, χάνοντας 1.45%.