Στο μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας, ο υψηλός ρυθμός γεννήσεων και η υψηλή θνησιμότητα είχαν την τάση να εξισορροπούνται. Η ισορροπία αυτή άρχισε να διαταράσσεται κατά τον 19ο αιώνα, όταν η βελτίωση της υγιεινής και της διατροφής επιμήκυναν τη διάρκεια ζωής. Ο παγκόσμιος πληθυσμός αυξήθηκε από το περίπου ένα δισεκατομμύριο που ήταν το 1800, σε επτά δισεκατομμύρια, που είναι σήμερα.
Ενώ ο υπερπληθυσμός μαστίζει το μεγαλύτερο μέρος του αναπτυσσόμενου κόσμου, πολλές ανεπτυγμένες κοινωνίες υποφέρουν σήμερα από το αντίθετο πρόβλημα: ο ρυθμός γεννήσεων είναι τόσο χαμηλός, ώστε κάθε γενιά καθίσταται σαφώς μικρότερη από την προηγούμενη.
Το μεγαλύτερο τμήμα της νότιας και της ανατολικής Ευρώπης, καθώς και η Αυστρία, η Γερμανία, η Ρωσία και οι ανεπτυγμένες χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας, σημειώνουν ανησυχητικά χαμηλούς δείκτες γονιμότητας, καθώς κατά μέσο όρο σε κάθε γυναίκα αντιστοιχεί λιγότερο από 1,5 παιδιά.
Για παράδειγμα, ο συνολικός δείκτης γονιμότητας είναι 1,6 στη Ρωσία, 1,4 στην Πολωνία, και 1,2 στη Νότια Κορέα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες ο δείκτης βρίσκεται στο 2,05, δηλαδή περίπου στο όριο ανανέωσης.
Σε πολλά μέρη της Ευρώπης και της Ασίας, ο αποπληθυσμός είναι μια ρεαλιστική πιθανότητα. Οι χώρες σε αυτές τις περιοχές κινδυνεύουν να πέσουν σ’ αυτό που οι δημογράφοι αποκαλούν «παγίδα της χαμηλής γονιμότητας», έναν φαύλο κύκλο όπου όλο και λιγότερες γυναίκες θα γεννούν όλο και λιγότερα παιδιά, πράγμα που θα οδηγεί σε μια επιταχυνόμενη σπείρα αποπληθυσμού.
Την ίδια ώρα που στις ανεπτυγμένες χώρες οι γυναίκες γεννούν λιγότερα παιδιά, το προσδόκιμο ζωής έχει φθάσει σε ιστορικά υψηλά επίπεδα. Ως αποτέλεσμα, ο δείκτης εξάρτησης (η αναλογία μεταξύ των ηλικιακά ικανών και των μη ικανών για εργασία ατόμων) γίνεται ολοένα δυσμενέστερος και προβλέπεται να επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο.
Σε πολλές χώρες, η ηλικιακή κατανομή θα πάρει κάποια μέρα τη μορφή της αντεστραμμένης πυραμίδας, της οποίας η φαρδιά βάση με τους ηλικιωμένους θα στρογγυλοκάθεται πάνω σε στενή κορυφή με τους νέους.
Όταν θα έχουν λιγότερους οικονομικά ενεργούς ανθρώπους για να φορολογήσουν, οι κυβερνήσεις θα βρεθούν ενώπιον μερικών δυσάρεστων επιλογών: κατάργηση παροχών, αύξηση ηλικιακών ορίων συνταξιοδότησης, αύξηση της φορολογίας. Αυτό που θα κάνει τα πράγματα χειρότερα είναι το γεγονός ότι η οικονομική ανάπτυξη θα επιτυγχάνεται πολύ δυσκολότερα καθώς θα φθίνει η ηλικία των εργαζομένων μαζί με τον αριθμό τους.
Οι γηράσκουσες κοινωνίες θα δυσκολευτούν να αντεπεξέλθουν σε μια εποχή γρήγορων τεχνολογικών αλλαγών, που απαιτεί εργαζομένους με ευελιξία.
Τα χαμηλά ποσοστά γεννήσεων μεταβάλλουν, επίσης, την ισορροπία στον παγκόσμιο πληθυσμό, με τις φτωχές χώρες να ξεπερνούν τις πιο πλούσιες. Ο πληθυσμός του Πακιστάν, για να αναφέρουμε μια μόνο αναπτυσσόμενη χώρα, αυξήθηκε από τα περίπου 50 εκατομμύρια το 1960 σε σχεδόν 190 εκατομμύρια σήμερα, ενώ ο γαλλικός πληθυσμός αυξήθηκε από 45 σε 65 εκατομμύρια κατά την ίδια περίοδο.
Δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε ένα μέλλον στο οποίο οι προηγμένες χώρες θα μοιάζουν σαν μικρά νησιά μέσα σε μια τριτοκοσμική θάλασσα. Από μια άποψη, το πληθυσμιακό χάσμα μεταξύ των πλουσίων και των φτωχών μπορεί να διευρυνθεί τόσο, ώστε κάποιες ανεπτυγμένες χώρες θα χρειαστεί να δεχθούν μαζική εισροή μεταναστών για να καλύψουν τις ανάγκες τους σε εργατικό δυναμικό. Όμως, αυτή η μαζική μετανάστευση πιθανόν να αποδειχθεί πολιτικά ανεπιθύμητη.
ΠΗΓΗ: premium.paratiritis.gr