Τον προοδευτικό διάλογο για μια βιώσιμη εναλλακτική του νεοφιλελευθερισμού προτάσσει ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Οικονομίας και ανάπτυξης Γιάννης Δραγασάκης, προσθέτοντας ότι η λήξη των μνημονίων συμπίπτει χρονικά με την αυξανόμενη αβεβαιότητα, και γεωπολιτική ένταση στην ευρύτερη περιοχή.
Χρειάζεται λοιπόν να υποστηριχθεί ένας κοινωνικός και πολιτικός διάλογος που θα ενισχύσει τις άμυνες της δημοκρατίας απέναντι στις απειλές που αναδύονται, τόνισε μιλώντας στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή.
Αυτή η συνθήκη, προτάσσει μια διττή ανάγκη, τόσο εντός χώρας όσο και στο επίπεδο της Ευρώπης. Από τη μία πλευρά είναι ζωτικής σημασίας ένας χώρος εθνικού διαλόγου με στόχο την ευρύτερη συναίνεση γύρω από ζητήματα θεμελιακά για την επιβίωση της δημοκρατίας, μεταξύ των οποίων είναι ο τρόπος αντιμετώπισης της ακροδεξιάς. Από την άλλη πλευρά είπε, για να επανασυνδεθεί το κοινωνικό με το πολιτικό είναι κρίσιμο να μορφοποιηθεί ένας χώρος προοδευτικού διαλόγου, χώρος δηλαδή συσπείρωσης των προοδευτικών δυνάμεων με στόχο τη διαμόρφωση μιας βιώσιμης εναλλακτικής απέναντι στην νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία που όπως απέτυχε να αποτρέψει την κρίση, με τις γνωστές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες, απέτυχε και στη διαχείρισή της με τις τάσεις αυταρχικής πολιτικής εκτροπής να πληθαίνουν στην Ευρώπη.
Ο κ. Δραγασάκης πρόσθεσε, ότι για να υπερασπιστούμε τον κοινωνικό διάλογο πρέπει να σταθούμε κριτικά και αυτοκριτικά το παρελθόν του και τόνισε ότι η περίοδος της κρίσης, εκλαμβανόμενη ως περίοδος «έκτακτης ανάγκης», χαρακτηρίστηκε από μία υποχώρηση/απαξίωση όλων των μορφών τυπικού και άτυπου διαλόγου.
«Στο βαθμό που ο ρόλος της τρόικας ήταν να υποδεικνύει αποφάσεις στις ελληνικές κυβερνήσεις, η διαβούλευση λογιζόταν ως περιττή ή και επικίνδυνη. Η υπόθεση της μείωσης του κατώτερου μισθού είναι ενδεικτική της επικράτησης πρακτικών αυταρχικής επιβολής. Αυτό έδιδε την αίσθηση στην κοινωνία ότι τα πάντα αποφασίζονται και λαμβάνουν χώρα ερήμην αυτής. Και αυτό είναι μία από τις πηγές της κρίσης εμπιστοσύνης των θεσμών» υπογράμμισε ο αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης.
Σήμερα λοιπόν με πρώτη ύλη θετικές και αρνητικές εμπειρίες του παρελθόντος αλλά και τα νέα δεδομένα πρέπει να ξανασκεφτούμε όρους, στόχους και διαδικασίες μέσα από τις οποίες θα υπάρξει όχι απλά κοινωνικός διάλογος αλλά αξιόπιστος διάλογος.
Περιβάλλον διεθνούς αβεβαιότητας
Αναφερόμενος στο τέλος των μνημονίων, είπε ότι συντελείται σε ένα διεθνές περιβάλλον αυξανόμενης αβεβαιότητας, και γεωπολιτικής έντασης. Η χώρα μας βρίσκεται στο κέντρο ενός ευρύτερου τόξου αστάθειας και εστιών έντασης και χρειάζεται συνεπώς να εργαστούμε για να υπάρξει ένα ευρύτερο πλαίσιο ειρήνης, σταθερότητας και ασφαλείας, υπογράμμισε ο κ. Δραγασάκης.
Το σχέδιο της κυβέρνησης για τη Βαλκανική Συνανάπτυξη αποσκοπεί ακριβώς στη δημιουργία ενός τέτοιου πλαισίου με τη δημιουργία συνθηκών ισότιμης συνεργασίας, κοινών υποδομών και δικτύων, συνθηκών μια εταιρικής σχέσης και συνανάπτυξης. Είναι προφανές ότι αυτό απαιτεί την υπέρβαση διχαστικών αξόνων του παρελθόντος και όχι τη δημιουργία νέων.
Τόνισε επίσης ότι η κοινωνία επιζητά τον διάλογο και ανταποκρίνεται σ αυτόν όταν συντρέχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις και ανέφερε το παράδειγμα της κυβέρνησης η οποία εν μέσω Μνημονίων, εγκαινίασε πρωτότυπες μορφές κοινωνικής διαβούλευσης, με χαρακτηριστικά τα παραδείγματα εκείνο των Περιφερειακών Αναπτυξιακών Συμβουλίων, που συνέβαλαν στην πρώτη ολοκληρωμένη Αναπτυξιακή Στρατηγική για τη χώρα, αλλά και της διαβούλευσης για τη Συνταγματική Αναθεώρηση, που επιχείρησε, στο βαθμό που κατέστη δυνατό, να αφουγκραστεί τον παλμό των πολιτών για το κορυφαίο αυτό εγχείρημα. Τα πορίσματα των Αναπτυξιακών Συνεδρίων δεν έμειναν στα χαρτιά αλλά αποτέλεσαν δεσμεύσεις και λειτουργούν ω σημείο αναφοράς στο συντονισμό και τον έλεγχο του κυβερνητικού έργου.
Η έξοδος από τα μνημόνια ως νέα αφετηρία
Μετά την έξοδο από τα μνημόνια η περίοδος που διανοίγεται συνιστά ευκαιρία για μια πραγματικά νέα αφετηρία είπε και πρόσθεσε: «Μπορούμε να εντοπίσουμε εκείνα τα στοιχεία που θα μας επιτρέψουν να αναπτύξουμε διαδικασίες διαλόγου στο εσωτερικό της κοινωνίας αλλά και της κοινωνίας με το πολιτικό σύστημα που να επιτρέπουν αφενός τη ρήξη με το παρελθόν και αφετέρου να δημιουργούν τους όρους ανάδυσης του νέου υποδείγματος που απαιτεί το μέλλον.
Και θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε τέσσερα σημεία αυτής της νέας διαδικασίας:
α) Χρειάζεται να επιδιωχθεί η αναζωογόνηση των υπαρχουσών οργανώσεων εκπροσώπησης, να βελτιωθεί η αντιπροσωπευτικότητα, να επιτευχθεί η μαζικοποίησή τους να ενισχυθεί η φωνή των πιο αδύναμων πόλων και υποκειμένων. Αυτός είναι και όρος για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης προς αυτές.
β) Χρειάζεται να κατανοηθεί ότι η εξεύρεση των κοινών τόπων είναι αποτέλεσμα της γόνιμης ανταλλαγής απόψεων κι όχι απλή συμμόρφωση σε εκ των προτέρων διαμορφωμένες προτάσεις. Η δημοκρατία βασίζεται στη θεσμοποιημένη έκφραση των διαφορετικών απόψεων και ο πλούτος της είναι αυτές να εκφράζονται με καθαρό τρόπο και να συνυπολογίζονται στις όποιες αποφάσεις. Το ζητούμενο δεν είναι η αναζήτησή μιας επίπλαστης ταξικής ειρήνης αλλά η διαμόρφωση όρων εμπιστοσύνης και συνθηκών γόνιμης αντιπαράθεσης όταν η συμφωνία είναι ανέφικτη, αλλά και η αναζήτησή κοινών τόπων μέσω αξιόπιστων συγκλίσεων.
γ) Χρειάζεται να ξαναδούμε τους μετέχοντες στο εγχείρημα της συλλογικής διαβούλευσης σε αυτή τη διαδικασία. Οι κοινωνικοί εταίροι είναι τυπικά συγκεκριμένοι, ωστόσο, η κρίση έφερε στο προσκήνιο νέες πρωτοβουλίες της κοινωνίας. Εκ των πραγμάτων η σύνθεση της ΟΚΕ αντανακλά την προ της κρίσης περίοδο. Η ΟΚΕ αναντίρρητα μπορεί και πρέπει να διαδραματίσει κεντρικό ρόλο σε αυτή την προσπάθεια.
Ο αυθεντικός διάλογος μέσα στην κοινωνία όμως, ασφαλώς υπερβαίνει υφιστάμενα σχήματα και διαδικασίες. Δίπλα στις υφιστάμενες τυπικές μορφές διαλόγου, υπάρχουν άλλες άτυπες που προέκυψαν στο πεδίο των πυκνών κοινωνικών διεργασιών των τελευταίων ετών ή μπορεί ν’ αναδειχθούν νέες στο μέλλον. Πρέπει να δούμε πως για παράδειγμα μπορούν να «ακουστούν» τα διάφορα κινήματα αλληλεγγύης, οι πρωτοβουλίες από το χώρο της κοινωνικής οικονομίας, η νέα επιχειρηματικότητα, οι συλλογικότητες των ανέργων κ.ά.. Αυτό θα καταστήσει τον «κοινωνικό διάλογο» πραγματικά «κοινωνικό». Επίσης πρέπει να διασφαλιστούν και θεσμοί ανοικτού διαλόγου, να υπάρχει η δυνατότητα αξιοποίησης της συμμετοχής των πολιτών. Υπάρχουν ενδιαφέροντα παραδείγματα απ’ όλον τον κόσμο.
δ) Χρειάζεται να διασφαλιστεί η αξιοπιστία του διαλόγου, ο βαθμός στον οποίο μπορεί να επηρεάζει πραγματικά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων σε όλα τα επίπεδα.
Μιλώντας τώρα από τη σκοπιά του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης,ο κ. Δραγασάκης υπογράμμισε ότι κεντρικό πεδίο κοινωνικού αλλά και πολιτικού διαλόγου μπορεί και πρέπει να αποτελέσει η Αναπτυξιακή Στρατηγική.
Η εθνική Αναπτυξιακή Στρατηγική ενσωματώνει τους στόχους της βιώσιμης ανάπτυξης όπως τους καθόρισε ο ΟΚΕ, καθώς και πολλά από τα συμπεράσματα και τις προτάσεις της ΟΚΕ.
Πεδίο περαιτέρω συνεργασίας και διαλόγου πέρα από επιμέρους νομοθετήματα αποτελούν η εξειδίκευση και υλοποίηση της Αναπτυξιακής Στρατηγικής καθώς και, κυρίως θα έλεγα, ο σχεδιασμός της επόμενης προγραμματικής περιόδου που καλύπτει τη δεκαετία 2020-2030. Στο πλαίσιο αυτό ιδιαίτερη θέση έχει ο σχεδιασμός για το νέο ΕΣΠΑ 2021-2027 καθώς και η επεξεργασία μιας μεσοπρόθεσμης στρατηγικής Βαλκανικής Συνανάπτυξης.
Τέλος υπογράμμισε τη σημασία της νέας γενιάς υποδομών και θεσμικών αλλαγών με τις οποίες μπορούν αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις της νέας βιομηχανικής και ψηφιακής επανάστασης και της κλιματικής αλλαγής, αλλά και να θωρακιστεί η χώρα, έναντι μελλοντικών κρίσεων και εξωγενών κινδύνων.