ΕΥΖην

Η ζάχαρη τις πρώτες 1.000 ημέρες ζωής "γράφει" στην καρδιά 60 χρόνια μετά


Εντυπωσιακά τα ευρήματα τεράστιας φυσικής μελέτης σε διάρκεια 70 ετών

Πόσο βαθιά μπορεί να χαράξει το μέλλον της υγείας η διατροφή των πρώτων 1.000 ημερών ζωής, από τη σύλληψη έως περίπου τα δύο χρόνια, αναδεικνύει ένας ιστορικός «διατροφικός φυσικός πειραματισμός» που ξεκίνησε στη Βρετανία της δεκαετίας του 1950.

Σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύθηκε στο BMJ, οι Βρετανοί που γεννήθηκαν την περίοδο της κρατικής επιβολής λιγότερης ζάχαρης εμφάνισαν 20% έως 31% χαμηλότερους κινδύνους καρδιαγγειακών νόσων, εμφράγματος, καρδιακής ανεπάρκειας, αρρυθμιών και εγκεφαλικού επεισοδίου έξι δεκαετίες αργότερα.

Η μελέτη ανέλυσε δεδομένα 63.433 ενηλίκων που γεννήθηκαν μεταξύ 1951 και 1956, όταν ο μεταπολεμικός περιορισμός τροφίμων -και ειδικά ζάχαρης- δημιούργησε άθελα του ένα φυσικό πείραμα.

Οι συμμετέχοντες που είχαν εκτεθεί σε περιορισμένη πρόσληψη ζάχαρης τόσο ενδομήτρια, όσο και στα πρώτα τους δύο χρόνια παρουσίασαν εντυπωσιακή καρδιοπροστασία: όχι μόνο εμφάνιζαν λιγότερα καρδιαγγειακά επεισόδια, αλλά και καθυστέρηση στην εκδήλωση νόσου κατά περίπου 2,5 χρόνια, σε σχέση με όσους γεννήθηκαν μετά την άρση του δελτίου.

Το κρίσιμο «παράθυρο» των 1.000 ημερών

Η περίοδος από τη σύλληψη έως τους 24 πρώτους μήνες ζωής θεωρείται το κεντρικό στάδιο θεμελίωσης βασικών οργάνων και μεταβολικών συστημάτων.

Η ερευνητική ομάδα του Dr. Chuang Yang διαπίστωσε ότι η διάρκεια της έκθεσης στον περιορισμό ζάχαρης ήταν καθοριστική: όσοι είχαν μόνο ενδομήτριο περιορισμό έκθεσης εμφάνιζαν μικρή προστασία, ενώ η συνέχιση του περιορισμού έως τον πρώτο χρόνο αύξανε το όφελος. Και η κάλυψη όλης της διετίας παρείχε το μέγιστο αποτέλεσμα.

Από το 1942 έως τον Σεπτέμβριο του 1953, η βρετανική κυβέρνηση περιόριζε την πρόσληψη ζάχαρης στους ενήλικες περίπου στα 40 γραμμάρια ημερησίως, ενώ τα παιδιά κάτω των δύο ετών δεν λάμβαναν καθόλου ζάχαρη από επίσημα κανάλια σίτισης.

Μετά την άρση των περιορισμών, η κατανάλωση ζάχαρης υπερδιπλασιάστηκε μέσα σε λίγους μήνες - από 41 γρ. την ημέρα σε περίπου 80 γρ. το 1954. Αυτή η απότομη μετάβαση επέτρεψε στους επιστήμονες να συγκρίνουν με σαφήνεια γενιές που εκτέθηκαν σε διαφορετικά επίπεδα ζάχαρης.

Τι δείχνει η καρδιακή απεικόνιση

Σε υπο-ανάλυση απεικονιστικών δεδομένων, όσοι είχαν εκτεθεί σε περιορισμό ζάχαρης εμφάνισαν σημαντικά καλύτερη καρδιακή λειτουργία στα 60+ χρόνια τους. Το κλάσμα εξώθησης ήταν κατά 0,84 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο, ενώ ο δείκτης όγκου παλμού κατά 0,73 mL/m² μεγαλύτερος, διαφορές που, όταν διατηρούνται επί δεκαετίες, μεταφράζονται σε ουσιαστική μείωση κινδύνου νόσου.

Γιατί η ζάχαρη στην εγκυμοσύνη και τη βρεφική ηλικία έχει τόσο μεγάλη σημασία

Προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει ότι η υψηλή κατανάλωση ζάχαρης στην εγκυμοσύνη μπορεί να επηρεάσει το έμβρυο μέσω αυξημένης έκκρισης ινσουλίνης, μεταβολών στην ανάπτυξη καρδιάς και αγγείων, οξειδωτικού στρες και φλεγμονής στον πλακούντα.

Μετά τη γέννηση, το πεπτικό και μεταβολικό σύστημα των βρεφών παραμένει υπό διαμόρφωση. Η πρώιμη έκθεση σε υψηλά επίπεδα ζάχαρης μπορεί να αλλοιώσει μακροχρόνια μοτίβα μεταβολισμού και κινδύνου νόσου.

Ενδιαφέρον είναι ότι μόνο περίπου το 1/3 της προστασίας εξηγείται μέσω μειωμένων ποσοστών σακχαρώδους διαβήτη και υπέρτασης, αφήνοντας περιθώριο για άγνωστους ακόμη βιολογικούς μηχανισμούς, όπως αλλαγές γονιδιακής έκφρασης, διαφοροποιημένη ανάπτυξη αγγείων ή διαφορές σε φλεγμονώδεις αντιδράσεις.

Σύγκριση με τη σημερινή πραγματικότητα

Κατά τη διάρκεια της περιόδου παροχής δελτίων στη Βρετανία οι ενήλικες κατανάλωναν ποσότητες που ευθυγραμμίζονται με τις σημερινές συστάσεις του ΠΟΥ. Σήμερα, όμως, οι έγκυες γυναίκες στις ανεπτυγμένες χώρες προσλαμβάνουν κατά μέσο όρο πάνω από 80 γρ. πρόσθετης ζάχαρης την ημέρα -σχεδόν διπλάσια από τις συστάσεις- ενώ πολλά βρεφικά και παιδικά προϊόντα περιέχουν πρόσθετα σάκχαρα, που συχνά υπερβαίνουν όσα δηλώνονται στις ετικέτες.

Τα δεδομένα 70 ετών

Οι ερευνητές αξιοποίησαν στοιχεία της UK Biobank που περιλάμβαναν νοσοκομειακές εισαγωγές, διαγνώσεις και θανάτους έως το 2023. Τα ευρήματα επιβεβαιώθηκαν σε δύο ακόμη μελέτες γήρανσης: σε μια δεύτερη βρετανική ομάδα εμφανίστηκε ίδιο προστατευτικό μοτίβο, ενώ σε αμερικανική ομάδα, που δεν είχε βιώσει περίοδο δελτίου, δεν παρατηρήθηκε αντίστοιχη συσχέτιση.

Χρησιμοποιήθηκαν εκτενείς στατιστικές προσαρμογές -για γενετικά δεδομένα, συνθήκες γέννησης, οικογενειακό ιστορικό, κάπνισμα μητέρας, οικονομικούς παράγοντες και τιμές τροφίμων- και η προστατευτική επίδραση παρέμεινε σταθερή. Για επιπλέον αξιολόγηση, εξετάστηκαν δύο παθήσεις άσχετες με τη ζάχαρη (οστεοαρθρίτιδα και καταρράκτης) στις οποίες δεν καταγράφηκε καμία συσχέτιση.

Τι σημαίνει αυτό για τις σημερινές εγκυμοσύνες και τα μωρά

Αν και πρόκειται για ιδιαίτερο ιστορικό πληθυσμό, το γενικό συμπέρασμα φαίνεται να έχει διαχρονική αξία: η διατροφή της εγκύου και του βρέφους τα πρώτα δύο χρόνια μπορεί να διαμορφώσει την καρδιαγγειακή υγεία για μια ολόκληρη ζωή.

Οι τρέχουσες οδηγίες -περιορισμός πρόσθετης ζάχαρης στην εγκυμοσύνη, αποφυγή πρόσθετων σακχάρων έως τα δύο έτη και όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διάρκεια αποκλειστικού θηλασμού- ενισχύονται από τα νέα ευρήματα, που δείχνουν ότι η τήρηση αυτών των συστάσεων μπορεί να λειτουργήσει ως επένδυση δεκαετιών.

Περιορισμοί της μελέτης

Η UK Biobank περιλαμβάνει γενικά πιο υγιείς και ευκατάστατους συμμετέχοντες, ενώ δεν υπήρχαν εξατομικευμένα δεδομένα κατανάλωσης ζάχαρης. Η ανάλυση βασίστηκε σε εθνικούς μέσους όρους. Ωστόσο, το γεγονός ότι η έκθεση καθορίστηκε από ημερομηνία γέννησης και όχι από ατομικές επιλογές μειώνει σημαντικά τις συνήθεις μεροληψίες των διατροφικών μελετών.

Παρά τις αβεβαιότητες, η εικόνα που προκύπτει είναι σταθερή: οι πρώτες 1.000 ημέρες αποτελούν ένα μοναδικό παράθυρο ευκαιρίας για τη διαμόρφωση της καρδιαγγειακής υγείας, με τις επιλογές ζάχαρης αυτής της περιόδου να αφήνουν αποτύπωμα που διαρκεί μια ζωή.

Ακολουθήστε το Sofokleousin.gr στο Google News
και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Σχετικά Άρθρα