Σας είναι γνώριμα τα ονόματα Stanley Fischer ή Lael Brainard; Μάλλον όχι. Ωστόσο, οι περισσότεροι από τους οπαδούς των χρηματοπιστωτικών αγορών αντιμετωπίζουν τα λόγια τους, όπως τον χρυσό. Στην πραγματικότητα και οι δύο είναι μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed), της πιο ισχυρής κεντρικής τράπεζας στον κόσμο, υπό την προεδρία της Janet Yellen. Πιθανότατα κάτι έχετε ακούσει για αυτήν. Οι ομιλίες όλων των κεντρικών τραπεζιτών αναλύονται λεπτομερώς από τους επενδυτές, αναζητώντας σημάδια των μελλοντικών αλλαγών στην ακολουθούμενη πολιτική τους. Αν και οι δηλώσεις τους είναι συχνά κοινότοπες, οι αγορές αντιδρούν σε αυτές.
Εάν ο Fischer, γνωστός υποστηρικτής της αύξησης των επιτοκίων, δηλώσει ότι η οικονομία είναι έτοιμη για μια αύξηση επιτοκίων, η αγορά τις περισσότερες φορές αντιδρά σπασμωδικά, όπως στο τσίμπημα μιας σφίγγας. Αυξάνονται τα επιτόκια, ανατιμάται το δολάριο και οι τιμές των μετοχών κινούνται σε χαμηλότερα επίπεδα. Και όταν αργότερα ο περιβόητος Brainard, o οποίος υποστηρίζει την διατήρηση της επεκτατικής νομισματικής πολιτικής, δηλώσει ότι δεν υπάρχει λόγος βιασύνης, οι αγορές επανέρχονται σε κατάσταση ηρεμίας.
Οι αποφάσεις των κεντρικών τραπεζών, κυρίως της Fed, σαφέστατα αποτελούν ένα σημαντικό οδηγό για τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Οι αγορές σημείωσαν ανοδική ώθηση μετά την κορύφωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2009, γεγονός που οφείλεται, κατά ένα μεγάλο μέρος, στις πολιτικές των κεντρικών τραπεζών. Μη συμβατικά μέτρα, όπως η ποσοτική χαλάρωση απελευθέρωσαν ένα χείμαρρο χρηματικής ρευστότητας στις αγορές, τα οποία ωφέλησαν σε μεγάλο βαθμό τα ομόλογα και τις μετοχές .
Στην πλειονότητα των ανεπτυγμένων οικονομιών, οι αποδόσεις των «ασφαλών» κρατικών ομολόγων έχουν πέσει σε τόσο χαμηλά επίπεδα, που φαίνεται σαν οι επενδυτές να μην περιμένουν ποτέ ξανά να σημειώσουν άνοδο. Είναι ακόμη και πρόθυμοι να πληρώσουν για να επενδύσουν σε Ελβετικά ή Γερμανικά κρατικά ομόλογα. Οι δηλώσεις κάποιου που υποστηρίζει την αύξηση των επιτοκίων, θα μπορούσαν ξαφνικά να προκαλέσουν μια αναστροφή και να οδηγήσουν σε σημαντικές απώλειες από αυτά τα κρατικά ομόλογα. Οι αναδυόμενες αγορές, για παράδειγμα, έχουν καλές επιδόσεις την εφετινή χρονιά, επειδή οι επενδυτές προεξόφλησαν πως η Fed θα τηρούσε στάση αναμονής ως προς την αύξηση των επιτοκίων. Αυτό διατήρησε το αμερικανικό δολάριο και τα μακροχρόνια επιτόκια (τα yields των ομολόγων δηλαδή) σε καταστολή, καθιστώντας μια επένδυση στις αναδυόμενες αγορές περισσότερο ελκυστική. Συνεπώς, η ανάκαμψη στις τιμές των ενεργητικών των αναδυομένων αγορών βαίνει στην ολοκλήρωσή της;
Όπως αναμενόταν, η Fed αποφάσισε να διατηρήσει αμετάβλητα τα επιτόκια της, κατά τη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου, αλλά η Yellen άφησε να εννοηθεί ότι είναι πιθανή μια αύξηση των επιτοκίων πριν από το τέλος του έτους. Άλλες δύο συνεδριάσεις είναι ήδη προγραμματισμένες για την τρέχουσα χρονιά, το Νοέμβριο και το Δεκέμβριο. Καθώς η συνεδρίαση του Νοεμβρίου είναι μόνο μια εβδομάδα πριν από τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, η πιθανότητα μιας αύξησης των επιτοκίων είναι ελάχιστη. Γεγονός, που αυξάνει τις πιθανότητες για το Δεκέμβριο, αν και η αγορά εξακολουθεί να μην είναι απόλυτα πεπεισμένη, καθώς αυτή την στιγμή προεξοφλείται πιθανότητα της τάξεως του 65% για μια αύξηση επιτοκίων. Το εκλογικό αποτέλεσμα θα είναι πιθανότατα η βασική μεταβλητή για τις προσδοκίες της αγοράς και προς το παρόν η αγορά θα πορευθεί σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις μέχρι τις 8 Νοεμβρίου. Η άποψη μου είναι ότι μια νίκη της Clinton είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα ακολουθηθεί από μια αύξηση των επιτοκίων τον Δεκέμβριο. Όμως μια νίκη του Trump μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένη αβεβαιότητα στην αγορά και ως εκ τούτου να καθυστερήσει μια αύξηση των επιτοκίων. «Η Fed υπό στενή παρακολούθησης», θα είναι το όνομα του παιχνιδιού και πάλι μετά τις εκλογές στης ΗΠΑ και, όπως λέει μια ευρέως ακολουθούμενη επενδυτική παροιμία, μην τα βάζεις με την Fed (don’t fight Fed).