Οικονομία

ΗΠΑ: Η τεχνητή νοημοσύνη «απογειώνει» το ΑΕΠ, η πραγματική οικονομία... ασφυκτιά


Η έκρηξη των επενδύσεων στην τεχνητή νοημοσύνη λειτουργεί ως μοχλός ανάπτυξης για την αμερικανική οικονομία, οδηγώντας τη Wall Street σε νέα ιστορικά ρεκόρ. Ωστόσο, πίσω από την ευφορία των αγορών, χιλιάδες επιχειρήσεις βρίσκονται σε καθεστώς επιβίωσης, αντιμέτωπες με αυξημένα κόστη, δασμούς και πιεσμένους καταναλωτές.

Η αμερικανική οικονομία κινείται πλέον με δύο εντελώς διαφορετικούς ρυθμούς. Από τη μία πλευρά, οι γιγάντιες επενδύσεις σε τεχνολογίες τεχνητής νοημοσύνης από εταιρείες ημιαγωγών, λογισμικού και υποδομών έχουν εκτοξεύσει τους δείκτες S&P 500 και Nasdaq. Από την άλλη, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις του λιανεμπορίου, της κατασκευής και της φιλοξενίας αντιμετωπίζουν συρρίκνωση της ζήτησης και αύξηση των λειτουργικών τους δαπανών.

Σύμφωνα με στοιχεία της JPMorgan Chase, οι επενδύσεις που σχετίζονται με την τεχνητή νοημοσύνη συνέβαλαν κατά 1,1 ποσοστιαία μονάδα στην αύξηση του ΑΕΠ στο πρώτο εξάμηνο του 2025, δηλαδή περισσότερο απ’ ό,τι η ιδιωτική κατανάλωση. Το ΑΕΠ αυξήθηκε με ετήσιο ρυθμό 3,8% το δεύτερο τρίμηνο, μετά από υποχώρηση 0,5% στις αρχές του έτους.

Η θετική αυτή εικόνα αποκρύπτει τις έντονες πιέσεις που δέχεται η παραγωγική βάση. Οι επενδύσεις στη βιομηχανία έχουν μειωθεί επί επτά συνεχόμενους μήνες, ενώ οι δαπάνες στις κατασκευές παραμένουν στάσιμες λόγω των υψηλών επιτοκίων και των δασμών στα δομικά υλικά. Σύμφωνα με την Cushman & Wakefield, το συνολικό κόστος των έργων αναμένεται να αυξηθεί κατά 4,6% στο δ’ τρίμηνο σε ετήσια βάση.

Η εικόνα αυτή αποτυπώνεται και στις χρηματιστηριακές αποτιμήσεις. Οκτώ τεχνολογικοί κολοσσοί που δραστηριοποιούνται στην τεχνητή νοημοσύνη (Nvidia, Microsoft, Apple, Alphabet, Amazon, Meta, Tesla, Broadcom) αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 37% της συνολικής κεφαλαιοποίησης του S&P 500, με μία μόνο εταιρεία, την Nvidia, να καλύπτει πάνω από το 7% της αξίας του δείκτη. Οι μετοχές της, μαζί με εκείνες της Alphabet και της Broadcom, έχουν εκτιναχθεί έως και 40% από τις αρχές του έτους. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο S&P 500 και ο Nasdaq ενισχύθηκαν κατά 15% και 20% αντίστοιχα, καταγράφοντας νέα ιστορικά ρεκόρ.

Ωστόσο, οι υπόλοιποι κλάδοι υστερούν αισθητά. Οι δείκτες που περιλαμβάνουν εταιρείες καταναλωτικών αγαθών ή λιανεμπορίου έχουν αυξηθεί λιγότερο από 5% από την αρχή του έτους, ενώ μεγάλες επιχειρήσεις όπως η Target αναγκάζονται σε μαζικές περικοπές προσωπικού, ενδεικτικό της επιδείνωσης του κλίματος στην αγορά.

Επιβράδυνση στην κατανάλωση και την απασχόληση

Ενώ ο τεχνολογικός τομέας «τρέχει», η υπόλοιπη οικονομία παραμένει στάσιμη. Οι κλάδοι καταναλωτικών αγαθών και λιανικής σημειώνουν αύξηση μικρότερη του 5% φέτος, ενώ μεγάλες αλυσίδες προχωρούν σε απολύσεις.

Η Target ανακοίνωσε περικοπή 1.800 θέσεων εργασίας, την πρώτη μεγάλης κλίμακας εδώ και δεκαετία, ενώ ο δείκτης εμπιστοσύνης καταναλωτών της Deloitte δείχνει πως το 57% των Αμερικανών αναμένει επιδείνωση της οικονομίας μέσα στο επόμενο έτος, το υψηλότερο ποσοστό από το 1997.

Η "γενιά Ζ" (Gen Z) δηλώνει ότι θα μειώσει τις δαπάνες της κατά 34% την εορταστική περίοδο, ενώ οι millennials κατά 13%.

Παράλληλα, οι εποχικές προσλήψεις αναμένεται να κινηθούν στα χαμηλότερα επίπεδα από την ύφεση του 2009, με συνολικές νέες θέσεις κάτω από 205.000, δηλαδή 58% λιγότερες από πέρυσι.

Επιπτώσεις των δασμών στις επιχειρήσεις

Οι δασμοί που έχουν επιβληθεί σε βασικά αγαθά και πρώτες ύλες αποτελούν σημαντικό εμπόδιο για την επιβίωση πολλών μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Η S&P Global εκτιμά ότι οι παγκόσμιες επιχειρήσεις θα επωμιστούν επιπλέον κόστος άνω των 1,2 τρισ. δολαρίων φέτος, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου μετακυλίεται στους καταναλωτές.

Περίπου ένας στους τέσσερις μικρούς επιχειρηματίες δηλώνει ότι λειτουργεί σε «καθεστώς επιβίωσης», σύμφωνα με έρευνα της KeyBank, ενώ οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις εξακολουθούν να συνεισφέρουν το 40% του αμερικανικού ΑΕΠ.

Ορισμένες προσπαθούν να απορροφήσουν το αυξημένο κόστος με πιο «ευρηματικές» πρακτικές, όπως η μείωση της ποσότητας ή η αναδιαμόρφωση προϊόντων, ώστε να αποφύγουν τις αυξήσεις τιμών.

Οι αντιφάσεις της τεχνητής νοημοσύνης

Εν τω μεταξύ, οι επενδύσεις στην τεχνητή νοημοσύνη συνεχίζονται με αμείωτο ρυθμό. Μεγάλοι τεχνολογικοί όμιλοι έχουν ανακοινώσει σχέδια εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων για υποδομές, ημιαγωγούς και συνεργασίες με εταιρείες ανάπτυξης λογισμικού, δημιουργώντας ένα νέο οικοσύστημα επενδύσεων που τροφοδοτεί την κεφαλαιαγορά.

Ωστόσο, οι ειδικοί προειδοποιούν ότι η αποδοτικότητα της τεχνητής νοημοσύνης δεν είναι άμεση. Η υιοθέτησή της απαιτεί αλλαγές σε διαδικασίες, δομές και εταιρική κουλτούρα, και τα οφέλη θα χρειαστούν χρόνο για να φανούν.

Πολλές επιχειρήσεις που επένδυσαν στην τεχνολογία αναγκάστηκαν να προχωρήσουν σε απολύσεις, προσδοκώντας μελλοντικά οφέλη από την αυτοματοποίηση.

Η αμερικανική οικονομία βρίσκεται, έτσι, σε μια ιδιότυπη μετάβαση: οι δείκτες αναπτύσσονται χάρη στην τεχνητή νοημοσύνη, ενώ οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά βιώνουν μια καθημερινότητα συρρίκνωσης.

Μένει να  δούμε αν η ψηφιακή αυτή φούσκα μπορεί να συντηρήσει την ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας ή αν πρόκειται για μια νέα μορφή ανισορροπίας, που θα αποκαλυφθεί όταν η αγορά τεχνολογίας επιβραδύνει.

Ακολουθήστε το Sofokleousin.gr στο Google News
και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Σχετικά Άρθρα