Ρόλο πυλώνα σταθερότητας στην Ελλάδα και την ευρύτερη περιοχή δικδικούν πλέον οι ΗΠΑ μετά την ενεργοποίηση του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο, κατόπιν τριμερούς αιτήματος, της Γερμανίας, της Τουρκίας και της Ελλάδας. Παράλληλα η επανεμφάνηση του αμερικανικού παράγοντα στο Αιγαίο κατ ευρωπαϊκή απαίτηση, για πρώτη φορά μετά το 1996 και τα Ίμια, είναι ενδεικτική της σοβαρότητας της κρίσης. Μπορεί το ΝΑΤΟ να ενδύεται μανδύα παρατηρητή, ωστόσο το πολιτικό εκτόπισμα της κίνησης αυτής είναι πολύ μεγαλύτερο. Λίγο νωρίτερα οι ΗΠΑ είχαν παρέμβει στη διαμμάχη ΕΕ-Ρωσίας εγκαλώντας τη Μόσχα, ενώ παράλληλα ασκούσαν μέσω του ΔΝΤ επιρροή στην Ουκρανία ώστε να μην ξανανοίξει το μέτωπο.
Αν και η συμμετοχή του ΝΑΤΟ περιορίζεται στην παρακολούθηση και καταγραφή των ροών και παροχή πληροφοριών, εν τούτοις το ζήτημα είναι αρκετά πιο περίπλοκο. Η πολιτική αντιμετώπιση του θέματος από ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ είναι ενδεικτική της αλλαγής σελίδας στην εσωτερική πολιτική σκηνή. Αυτό που δεν επιτεύχθηκε μετά από 7 χρόνια κρίσης και τρια μνημόνια γίνεται πραγματικότητα με αφορμή την κρίση του προσφυγικού και τη δημόσια παραδοχή της Άνγκελα Μέρκελ ότι η ΕΕ και η ηγεμονεύουσα Γερμανία αδυνατούν να το αντιμετωπίσουν.
Εκχωρώντας ευρωπαϊκά δικαιώματα στην περιοχή, υπό την πίεση της τουρκικής αλυτρωτικής πολιτικής και υπό το φόβο κλιμάκωσης των κοινωνικών και αποσχιστικών πιέσεων στη Βορειοανατολική Ευρώπη η Άνγκελα Μέρκελ ζητά ενεργοποίηση του -εν υπνώσει- αμερικανικού παράγοντα στο Αιγαίο.
Η κίνηση όμως αυτή έχει άμεσο πολιτικό αντίκτυπο παγιώνοντας το πολιτικό tatus quo στην Ελλάδα, καθώς ούτε το ΝΑΤΟ, ούτε οι ΗΠΑ επιθυμούν ανατροπές σε τόσο ευαίσθητες χρονικές περιόδους και με σειρά ανοιχτών μετώπων. Ενδεχόμενη πολιτική αναταραχή στην Ελλάδα θα επέτρεπε την ανάδειξη στην επιφάνεια αντι-νατοϊκής ρητορικής και ακραίων πολιτικών θέσεωνκαθιστώντας εξαιρετικά δύσκολη την αποστολή του νατοϊκού στόλου στην περιοχή.
Σε αυτό το πλαίσιο πραγματοποιήθηκε σειρά παρασκηνιακών παρεμβάσεων με στόχο την απορρόφηση των κραδασμών της αιφνίδιας ανάδειξης του ΝΑΤΟ σε παράγοντα στην περιοχή.
Η προσπάθεια της Τουρκίας να αποδεσμευτεί από τα ιδιότυπα δεσμά που της είχαν επιβληθεί ως αποτέλεσμα της ρωσικής επιθετικότητας και της αμερικανικής νωχελικότητας στην περιοχή της Συρίας, έφερε στο προσκήνιο την ΕΕ και τη Γερμανία.
Η ανάδειξη του προσφυγικού σε μοχλό πίεσης προς την ΕΕ από την Άγκυρα σε συνδυασμό με τις αποσχιστικές τάσεις στην περιφέρεια της Ευρώπης δημιούργησαν ένα εκρηκτικό μείγμα το οποίο αν και προσπάθησε να διαχειριστεί η Άνγκελα Μέρκελ, εν τούτοις απέτυχε παταγωδώς. Αποτέλεσμα ήταν επίκληση του ΝΑΤΟ, δηλαδή του αμερικανικού παράγοντα ως κίνηση για τον κατευνασμό της Τουρκίας και ως αντίπαλο δέος στη Ρωσία.
Δίνοντας στις ΗΠΑ ένα ακόμη χαρτί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για το συριακό η ΕΕ επιχειρεί τη –δημόσια πλέον- επαναχάραξη πολιτικής στο συριακό, με γνώμονα την αντιμετώπιση των προσφυγικών ροών και όχι την αναδιαμόρφωση των σφαιρών επιρροής στην περιοχή.
Το ΝΑΤΟ αποφάσισε ομόφωνα την χρησιμοποίηση πλοίων και συστημάτων επικοινωνιών συνεπικουρώντας τη Frontex, κάτι που διατυπώνεται ρητά στην ανακοίνωση που εξέδωσε. Διπλωματικά, την εμπλοκή του ΝΑΤΟ την προκάλεσε η Τουρκία αρνούμενη τη συνεργασία με τη Frontex η οποία τελεί υπό τη διοίκηση Έλληνα στρατηγού.
Η ενεργοποίηση όμως του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο για τη Γερμανία αποτέλεσε κρίσιμο χαρτί στις διαβουλεύσεις με τις χώρες της Βορειοανατολικής Ευρώπης οι οποίες σήκωσαν πρώτες την παντιέρα κατά της Ελλάδας και εναντίων της Σένγκεν.
Στην Αθήνα η εμπλοκή του ΝΑΤΟ αν και αρχικά προκάλεσε σύγκρουση στη Βουλή, γρήγορα αυτή αποκλιμακώθηκε καθώς στο παιχνίδι μπήκε άμεσα η πρεσβεία των ΗΠΑ και το Ισραήλ, πιέζοντας πολιτικά όλες τις πλευρές.
Ετσι η παρέμβαση του ΝΑΤΟ γίνεται ομόφωνα –σχεδόν- αποδεκτή, ενώ διαμορφώνεται και το πρώτο πεδίο συνεννόησης των πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα.
Αν και οι εμπλεκόμενες πλευρές προσέρχονται εκόντες-άκοντες σε αυτό το μέτωπο, η δυναμική που δημιουργείται είναι ιδιαίτερα ισχυρή.