Μετά το ράλι της Παρασκευής, τόσο στις ευρωπαϊκές αγορές όσο και στην ελληνική, η τρέχουσα εβδομάδα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς θα δείξει αν έχει πράγματι αλλάξει κάτι στις μεσοπρόθεσμες διαθέσεις των fund managers.
Το ριμπάουντ έγινε με αφορμή την Commerzbank που επέστρεψε σε κερδοφορία το τέταρτο τρίμηνο και η μετοχή της έκλεισε με κέρδη 18% -παραμένει όμως κατά 40% χαμηλότερα από τα υψηλά το περασμένου Απριλίου. Οι ελληνικές τράπεζες τα πήγαν πολύ καλά την Παρασκευή (η Εθνική κέρδισε 25% ανεβαίνοντας στα 0,15 ευρώ) όμως υπάρχουν ορθάνοιχτα θέματα που τις επηρεάζουν όπως είναι είναι η εφαρμογή του μνημονίου και το country risk. Αλλά και διεθνώς τα πράγματα φαίνεται πως περιπλέκονται καθώς το ψυχροπολεμικό κλίμα εντείνεται - ενδεικτικό είναι ότι ο Ρώσος πρωθυπουργός Ντ. Μεντβέντεφ δήλωσε ότι πρέπει να δοθεί λύση στο θέμα της Συρίας, «για να μην ξεσπάσει ένας νέος παγκόσμιος πόλεμος».
Η πτώση στα διεθνή χρηματιστήρια έρχεται ύστερα από ένα εφτάχρονο bull market που τριπλασίασε τις τιμές των μετοχών. Τον Μάιο του 2009 ο S&P 500 ήταν στις 683 μονάδες και τον Μάιο του 2015 βρέθηκε στις 2.130 μονάδες. Όταν μια αγορά έχει κάνει ένα τέτοιο ράλι χωρίς διόρθωση, είναι φυσικό να υπάρχει η ψυχολογική επιθυμία της κατοχύρωσης κερδών. Η αφορμή δόθηκε από την Κίνα, όπου υπάρχει πλέον μια σημαντική πλεονάζουσα προσφορά στα ακίνητα, και από τη χαμηλή τιμή του πετρελαίου που μείωσε τα έσοδα των πετρελαιοπαραγωγικών χωρών και των εταιρειών εξόρυξης. Πολλά κεφάλαια έφυγαν από την Κίνα μειώνοντας τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας, τα Κρατικά Επενδυτικά Ταμεία των πετρελαιοπαραγωγικών χωρών ρευστοποίησαν τοποθετήσεις τους για να καλύψουν τη μείωση εσόδων και τα funds ενεργοποίησαν τα stop loss εντείνοντας την πτώση.
Ευρώπη και ΗΠΑ
Σ’ αυτό το αβέβαιο περιβάλλον, τo μεγαλύτερο θύμα είναι οι ευρωπαϊκές τράπεζες οι οποίες θεωρούνται υπερμοχλευμένες. Οι αμερικανικές τράπεζες πήραν γρήγορα το φάρμακό τους μετά την κρίση του 2008-2009 μειώνοντας τη μόχλευση από το 30:1 (Leahman Brothers) στο 11:1 αλλά οι ευρωπαϊκές τράπεζες είναι αρκετά πιο ευάλωτες, π.χ. η Deutsche Bank έχει έκθεση σε παράγωγα ύψους 54 τρισ. ευρώ και είναι άγνωστο τι πιστωτικός κίνδυνος κρύβεται πίσω από αυτό.
Η Ευρωζώνη, με εξαίρεση τη Γερμανία που αποτελεί την ατμομηχανή της, είναι αδύναμη έχοντας ανεργία γύρω στο 10% και εφαρμόζει τη νομισματική πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης και των αρνητικών επιτοκίων κατάθεσης χωρίς ωστόσο χειροπιαστά αποτελέσματα.
Στις ΗΠΑ η οικονομία είναι πιο στέρεη και η συζήτηση διεξάγεται γύρω από το πόσο θα ανέβουν τα διατραπεζικά επιτόκια. Το target έχει τεθεί από το Δεκέμβριο στο 0,25% (από το 0%) κάτι που περισσότερο έχει ψυχολογική επίδραση. Στην πράξη, το διατραπεζικό επιτόκιο (το effective) ανέβηκε από το 0,13% (ποτέ δεν ήταν μηδέν) στο 0,35%. Η τελευταία κατάθεση της Γέλεν στο Κογκρέσο, κάτι μεταξύ θεατρικής παράστασης και ψυχοθεραπείας, στόχευε να μην ισχυροποιηθεί περαιτέρω το δολάριο. Ο φόβος ότι μπορεί να υπάρξει μια παγκόσμια επιβράδυνση έχει προκαλέσει πόλεμο ισοτιμιών με ορισμένες χώρες να προσπαθούν να κάνουν πιο φτηνό το νόμισμά τους.
Να σημειωθεί ότι οι βασικοί δείκτες σε Γερμανία, Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία καταγράφουν απώλειες από 15-20% από την αρχή του έτους, ενώ στις ΗΠΑ η πτώση δεν υπερβαίνει το 9% στον δείκτη S&P 500.
Ποσοστιαίες μεταβολές του αμερικναικού ΑΕΠ σε σχέση με ένα χρόνο πριν (ονομαστικού και πραγματικού)
Οι ΗΠΑ, παρότι δημιουργούν συνεχώς νέες θέσεις εργασίας και η ανεργία είναι κάτω από το 5% δεν έχουν φυσικά ανοσία στην παγκόσμια επιβράδυνση. Σε ετήσια βάση, το ονομαστικό ΑΕΠ αυξήθηκε 2,9% στο τέταρτο τρίμηνο του 2015 αλλά το νούμερο αυτό περιλαμβάνει και τον πληθωρισμό. Την Παρασκευή, ο Μπιλ Γκρος, ο γνωστός διαχειριστής ομολόγων της Janus, έγραψε σε ένα tweet ότι κατά τη γνώμη του, η αμερικανική οικονομία είναι σε ύφεση - σύμφωνα με τη νέα οικονομική λογική που χρησιμοποιεί ο Γκρος, ύφεση υπάρχει όταν το ονομαστικό ΑΕΠ είναι κάτω από 3%.
Το ΧΑ
Το ελληνικό χρηματιστήριο χορεύει στο ρυθμό των διεθνών προκλήσεων χωρίς να μπορεί να διαφοροποιηθεί με θετικό τρόπο. Οι αποτιμήσεις θεωρούνται φθηνές σε γενικές γραμμές διότι έχουν πιεστεί από το πολιτικό ρίσκο της χώρας. Είναι προφανές ότι πολλές ελληνικές εταιρείες θα είχαν μεγαλύτερες κεφαλαιοποιήσεις αν απλά βρίσκονταν σε άλλη χώρα. Οι ελληνικές τράπεζες διαπραγματεύονται με Price-To-Book Ratio μόλις 0,13.
Από την άλλη μεριά, ορισμένες μετοχές τα έχουν πάει πάρα πολύ καλά τα τελευταία δύο χρόνια, παρότι το Γενικός Δείκτης έχει καταρρεύσει. Για παράδειγμα, στα χαμηλά του 2012 η μετοχή του ΟΤΕ ήταν στα 1,13 ευρώ και τώρα είναι στα 6,87 ευρώ (+510%) και η Aegean ήταν στα 1,15 ευρώ ενώ τώρα έχει 6,26 ευρώ (+460%). Μεταξύ των δύο χαμηλών του Γενικού Δείκτη (5/62012 και 11/2/2016), δέκα μετοχές του FTSE 25 έχουν κερδίσει πάνω από 110%. Αυτό σημαίνει ότι α) μερικές μετοχές έχουν περιθώριο για περαιτέρω πτώση και β) ότι δεν μπορεί να λειτουργήσει η τεχνική ανάλυση επί των δεικτών λόγω της ανομοιομορφίας στην κίνηση των μετοχών που περιλαμβάνουν. Η τεχνική σύγκριση δυσκολεύεται επίσης επειδή έχει γίνει δύο φορές ανακεφαλαιοποίηση στις τράπεζες (η κεφαλαιοποίηση του ΧΑ το 2012 ήταν περίπου 9% επί του ΑΕΠ και σήμερα είναι 18%).
Το συμπέρασμα είναι ότι η τεχνική ανάλυση δεν μπορεί πλέον να προσδιορίσει επίπεδα στήριξης επί των δεικτών. Η στήριξη που μπορεί να έχει το ΧΑ θα προέλθει από τις εξελίξεις στον τομέα της διαπραγμάτευσης για την εφαρμογή του μνημονίου, την αξιολόγηση, την ελάφρυνση του χρέους καθώς και από την αποτελεσματική αντιμετώπιση του προσφυγικού. Οι οικονομικοί δείκτες δεν είναι σε θέση να δώσουν μια βραχυπρόθεσμη ώθηση, μετά την ύφεση κατά 0,7% που καταγράφηκε για το 2015.