Δεν είναι μόνον οι οι επιχειρήσεις που "υπέφεραν" από την πολιτική υψηλών επιτοκίων την τελευταία διετία. Ζημίες - και μάλιστα τις μεγαλύτερες στην ιστορία της - κατέγραψε και η ΕΚΤ, προσπαθώντας να αναχαιτίσει τον καλπάζοντα πληθωρισμό.
Οι αυξημένοι τόκοι που πλήρωσε η ΕΚΤ για τα χρεόγραφα κρατών και επιχειρήσεων και για τις καταθέσεις εμπορικών τραπεζών, την οδήγησαν πέρυσι σε εξαιρετικά αρνητικό οικονομικό αποτέλεσμα: Η κεντρική τράπεζα της Ευρωζώνης εμφάνισε ζημίες 7,95 δισ. ευρώ, οι οποίες περνούν στον ισολογισμό της μαζί με τα -7,89 δισ. που κατέγραψε ως αποτέλεσ στη χρήση 2023.
Ελπίζει τώρα ότι θα βελτιώσει τα αποτελέσματα της τα επόμενα χρόνια, για να μπορέσει να συμψηφίσει και να "σβήσει" τις τωρινές ζημίες. Ομως αυτό δεν πρόκειται να γίνει φέτος ή την επόμενη χρονιά. Θα χρειαστούν μεριά χρόνια για να εξαλειφτεί το "βουνό" ζημιών που συσσωρεύτηκαν - και στο οποίο θα προστεθούν φέτος νέες.
Η αλλαγή νομισματικής πολιτικής και η αποκλιμάκωση των επιτοκίων αναμένεται να συμβάλουν στη βελτίωση αποτελεσμα΄των και στην επίτευξη κερδοφορίας από το 2026.
Τα προηγούμενα χρόνια η ΕΚΤ αγόραζε χρεόγραφα μακράς διάρκειας - και κατά κανόνα σταθερού επιτοκίου, χρησιμοποιώντας δανειακό χρήμα με υψηλά επιτόκια. Ετσι οι δαπάνες για τόκους αυξάνονταν, ενώ τα έσοδα της από τόκους αυτών των χρεογράφων παρέμεναν σχεδόν σταθερά
Αυτή η διαφορά ήταν η βασική αιτία των ζημιών.