Οι επιχειρήσεις φοβούνται τις κατασχέσεις από τις τράπεζες και οι ιδιώτες τις κατασχέσεις της εφορίας με αποτέλεσμα να παραμένει πάνω από 31 δισ. ευρώ, το χρήμα που μένει σε στρώματα, ντουλάπια και θυρίδες.
Παρά τη βελτίωση του οικονομικού κλίματος, την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, την έξοδο από τα μνημόνια κ.λπ. εντούτοις οι καταθέσεις αυξάνονται με δυσανάλογα χαμηλούς ρυθμούς.
Επίσης, από το 2015 επεκτάθηκε αισθητά η χρήση των POS και γενικά οι ηλεκτρονικές πληρωμές, εντούτοις η νομισματική κυκλοφορία υπερβαίνει τα 31 δισ. ευρώ, όταν το 2009, προ μνημονίων, ήταν στο ποσό 9,3 δισ. ευρώ και μάλιστα όταν το σύνολο των τραπεζικών καταθέσεων ήταν πολύ υψηλότερο σε σχέση με το σημερινό επίπεδο. Ειδικότερα το 2009 οι τραπεζικές καταθέσεις (επιχειρήσεων και νοικοκυριών) ήταν 237 δισ. ευρώ, ενώ σήμερα βρίσκονται στο ποσό των 128 δισ. ευρώ.
Παρόλα αυτά, το χρήμα εκτός τραπεζών το 2009 ήταν 9,3 δις. ευρώ, και σήμερα (στοιχεία Απριλίου 2018) ανέρχεται σε 31,1 δισ. ευρώ.
Η σχέση αυτή δείχνει ότι υπάρχει πρόβλημα και αυτό εντοπίζεται στους φόβους νοικοκυριών και επιχειρήσεων, να καταθέσουν στις τράπεζες, τα μετρητά που χρήματα που κατέχουν.
Η Τράπεζα της Ελλάδος σημειώνει την πτωτική πορεία της εκτιμώμενης νομισματικής κυκλοφορίας ως ποσοστού της ποσότητας χρήματος με την ευρεία έννοια (Μ3), αλλά παραμένει υψηλή. Ειδικότερα, αναφέρει ότι το ποσοστό αυτό υποχώρησε σε 19% τον Απρίλιο του 2018 από 24% το Δεκέμβριο του 2016, παραμένει ωστόσο σημαντικά υψηλότερο από εκείνο της περιόδου 2003-2009 πριν από την εκδήλωση της ελληνικής κρίσης (7%).
Επιπρόσθετα, μεταξύ Δεκεμβρίου 2016 και Απριλίου 2018, σημειώθηκε επιστροφή κεφαλαίων στη χώρα μας από τοποθετήσεις κατοίκων (επιχειρήσεων και νοικοκυριών) σε χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία στο εξωτερικό (1,7 δισ. ευρώ από αμοιβαία κεφάλαια και 1,8 δισ. ευρώ από καταθέσεις).
Ο φόβος των κατασχέσεων
Όπως παρατηρεί η Τράπεζα της Ελλάδος, στους τελευταίους μήνες οι καταθέσεις των νοικοκυριών αυξάνονται ταχύτερα από τον ρυθμό αύξησης των καταθέσεων των επιχειρήσεων. Η ΤτΕ εξηγεί τη διαφορά ως εξής: «…Από την άλλη πλευρά, αρνητική επίδραση στο ύψος των καταθέσεων των επιχειρήσεων πιθανόν να άσκησε το γεγονός ότι οι προσπάθειες των τραπεζών για είσπραξη των επιχειρηματικών δανείων έχουν ενταθεί στο πλαίσιο της διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων».
Με απλά λόγια η ΤτΕ, ερμηνεύει τη διστακτικότητα των επιχειρήσεων να αυξήσουν τις καταθέσεις τους, από το φόβο τους, για κατάσχεση των ποσών από τις τράπεζες δεδομένου ότι έχουν «κόκκινα δάνεια» ή γενικά μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Δηλαδή οι επιχειρηματίες που έχουν «φεσώσει» τις τράπεζες κρατούν εκτός τραπεζικού συστήματος (σε λογαριασμό του εξωτερικού ή σε θυρίδες) τα όποια μετρητά διαθέτουν και εμφανίζονται οικονομικά αδύναμοι ώστε να πετύχουν καλύτερη ρύθμιση για τα «κόκκινα» δάνειά τους.
Οι ιδιώτες φοβούνται και τις τράπεζες και την εφορία
Μικρή ωστόσο και δυσανάλογη των εξελίξεων είναι και η αύξηση των τραπεζικών καταθέσεων των νοικοκυριών. Ο βασικός λόγος είναι οι οργανωμένες κατασχέσεις της εφορίας από τραπεζικούς λογαριασμούς, των ληξιπρόθεσμων φόρων.
Ο φορολογούμενος που έχει χρήματα στην τράπεζα κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή με κατάσχεση από την Εφορία ή τον ΕΦΚΑ τυχόν ληξιπρόθεσμων χρεών ή τη δέσμευση των λογαριασμών του, ακόμη και αν έχει ρυθμίσει και τηρεί κανονικά τη ρύθμιση.
Ήδη, μέχρι τον Μάιο, οι φορολογούμενοι που έχουν ληξιπρόθεσμα χρέη προς την εφορία ήταν 3.816.475. Από αυτούς η φορολογική διοίκηση έχει το δικαίωμα να επιβάλλει μέτρα αναγκαστικής είσπραξης σε 1.708.111, δεδομένου ότι οι υπόλοιποι έχουν χρέη μικρότερα των 500 ευρώ.
Στο πλαίσιο αυτό, οι φορολογούμενοι που έχουν χρέη προς το Δημόσιο και προς Ταμεία, δεν αφήνουν στην τράπεζα χρήματα. Το γεγονός αυτό όμως, έχει αλυσιδωτές επιπτώσεις και ανατροφοδοτεί την παραοικονομία και την φοροδιαφυγή.
Οι έχοντες ρευστό στην άκρη, πληρώνουν με μετρητά και όχι με ηλεκτρονικές μεθόδους, κάνοντας παράλληλα και παζάρια για την τιμή, με αποτέλεσμα να μην λαμβάνουν ούτε αποδείξεις ή να λαμβάνουν μια απόδειξη χαμηλότερης αξίας.