Τον θεσμό της εξωδικαστικής επίλυσης των φορολογικών διαφορών υπερασπίζεται η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, με νέο έγγραφό της που κατατέθηκε στη Βουλή.
Αφορμή αποτέλεσε η κριτική που δέχεται η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών για τη διαγραφή προστίμων ύψους 137,4 εκατ. ευρώ σε επιφανείς επιχειρηματίες, τραγουδιστές, τράπεζες κ.λπ. Για την υπόθεση έχει ήδη επιληφθεί ο Εισαγγελέας Εγκλημάτων Διαφθοράς, ο οποίος μελετάει τον φάκελο από τον Μάρτιο του 2017, ενώ ήδη έχουν προκληθεί αντιδράσεις μετά από δημοσιεύματα και εσωτερικές έρευνες από την ΑΑΔΕ.
Στο νέο έγγραφο που κοινοποίησε στη Βουλή η ΑΑΔΕ κατόπιν νέας ερώτησης του ανεξάρτητου βουλευτή Νίκου Νικολόπουλου, σημειώνει ότι οι αποφάσεις της ΔΕΔ είναι τεκμηριωμένες, με βάση την ισχύουσα φορολογική νομοθεσία, ενώ σημειώνει ότι η υπηρεσία δέχτηκε και κριτική επειδή δεν μείωνε τα πρόστιμα.
Αναλυτικότερα αναφέρει ότι σε ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών (πρώην Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης, υπόκεινται όλες οι πράξεις, ρητές ή σιωπηρές, που εκδίδονται από τις φορολογικές αρχές.
Σκοπός του νομοθέτη, εξηγεί, με τη θέσπιση του υποχρεωτικού, πριν από τη προσφυγή στα Δικαστήρια, ενδικοφανούς σταδίου ήταν να δώσει τη δυνατότητα στη Διοίκηση να επανεξετάσει τη φορολογική υπόθεση, βάσει των συγκεκριμένων αιτιάσεων του φορολογούμενου και να διορθώσει τυχόν λάθη της, ώστε να επιτυγχάνεται η επίλυση των φορολογικών διαφορών σε σύντομες προθεσμίες, με στόχο την ταχύτερη είσπραξη των δημοσίων εσόδων και την αποσυμφόρηση των διοικητικών δικαστηρίων από υποθέσεις που μπορούν να επιλυθούν σε επίπεδο φορολογικής διοίκησης.
Όπως προσθέτει είναι προφανές ότι για την επίτευξη των ανωτέρω στόχων, η ειδική διοικητική διαδικασία επανεξέτασης των υποθέσεων από τη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών δεν είναι δυνατό να εξαντλείται σε μια τυπική διαδικασία απόρριψη των αιτημάτων που υποβάλλουν ενώπιον της οι φορολογούμενοι, προκειμένου αυτοί στη συνέχεια να προσφύγουν στα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια, αναμένοντας την απονομή δικαιοσύνης μετά την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος, όπως γινόταν κατά το παρελθόν. Αντιθέτως, η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών έχει την εξουσία να ερευνήσει, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, τα πραγματικά και νομικά ζητήματα των υποθέσεων, λαμβάνοντας υπόψη την προσφυγή, τις πληροφορίες που λαμβάνει από τον υπόχρεο, τις απόψεις της αρμόδιας φορολογικής αρχής, καθώς και κάθε άλλη πληροφορία που σχετίζεται με την υπόθεση, και ακολούθως, είτε να απορρίψει (ρητώς ή σιωπηρώς) είτε να κάνει δεκτή εν όλω ή εν μέρει την ενδικοφανή προσφυγή.
Τονίζει επίσης ότι «προς το σκοπό της διασφάλισης του δημόσιου συμφέροντος και της διαφάνειας κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών, στις περιπτώσεις που με την απόφαση της ακυρώνεται, μερικά ή ολικά, ή τροποποιείται η πράξη της φορολογικής αρχής, η Υπηρεσία αιτιολογεί την απόφαση αυτή επαρκώς με νομικούς ή/και πραγματικούς ισχυρισμούς, ενώ σε περίπτωση απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής, η αιτιολογία μπορεί να συνίσταται στην αποδοχή των διαπιστώσεων της οικείας πράξης προσδιορισμού φόρου, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 63 Κ.Φ.Δ.. Περαιτέρω, με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η βελτίωση της ποιότητας των αποφάσεων που εκδίδουν οι φορολογικές αρχές, καθώς επισημαίνονται οι πλημμέλειες που είχαν ως αποτέλεσμα την ακύρωση ή τροποποίηση των προσβαλλόμενων πράξεων, ώστε να αποφεύγεται η επανάληψη τους σε αντίστοιχες υποθέσεις».
Η ΑΑΔΕ υπογραμμίζει επίσης ότι «ο θεσμός της ενδικοφανούς προσφυγής, ως νέα διαδικασία επίλυσης φορολογικών διαφορών, αντιμετωπίστηκε αρχικά, με δυσπιστία τόσο από τους φορολογούμενους, όσο και από τις φορολογικές αρχές, για το λόγο ότι δεν ήταν εξοικειωμένοι με διαδικασίες εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών εν γένει, αλλά και ιδίως ως προς τον στενό πυρήνα άσκησης δημόσιας εξουσίας, όπως είναι ο καταλογισμός των φόρων και η είσπραξη των δημοσίων εσόδων. Σε αυτό συνετέλεσαν, βέβαια, και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν όλες οι φοροελεγκτικές υπηρεσίες της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (υποστελέχωση των υπηρεσιών, ελλείψεις σε υποδομές, ολοκληρωμένα πληροφοριακά συστήματα κλπ.).
Ακόμη, η ΑΑΔΕ επικρίνει τον κ. Νικολόπουλο, καθώς υπενθυμίζει ότι ο ερωτών βουλευτής εξ αφορμής κυρίως δημοσιευμάτων του Τύπου, υποβάλλει ερωτήσεις που αφορούν τη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών, θεωρώντας ότι κάθε διαγραφή φόρου ή προστίμου από την Υπηρεσία μας ή ακύρωση πράξης για παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας (όπως άλλωστε και από τα αρμόδια Διοικητικά Δικαστήρια) αποτελεί πράξη που ζημιώνει το Δημόσιο, χωρίς όμως να ερωτά ή να διερωτάται για τη νομιμότητα έκδοσης των καταλογιστικών πράξεων, κάποιες εκ των οποίων πάσχουν νόμω και ουσία και για αυτό είναι ακυρωτέες.
Στο πλαίσιο αυτό η ΑΑΔΕ υπενθυμίζει, ότι «ο ίδιος βουλευτής με την υπ' αριθμ. 536/6.3.2015 ερώτηση προς τον Υπουργό Οικονομικών, είχε επικαλεστεί δημοσίευμα της "Εφημερίδας των Συντακτών", επισημαίνοντας ότι «επιβάλλονται πρόστιμα ακόμη και ανύπαρκτες φορολογικές παραβάσεις, με στόχο την ενίσχυση των εσόδων και κατ' επέκταση τη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων», καταλήγοντας στις εξής ερωτήσεις:
α) Προτίθεται η ηγεσία του Υπουργείου να ερευνήσει και να αποδώσει στην προηγούμενη κυβέρνηση, τις πολιτικές ευθύνες που ενδεχομένως προκύψουν, για το «μεγάλο κόλπο» που εφάρμοσε ο ελεγκτικός μηχανισμός του Υπουργείου Οικονομικών σε βάρος των Ελλήνων φορολογουμένων;
β) Επειδή, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, τα πρόστιμα κατέπεσαν στα Δικαστήρια και οι δικαιωθέντες προσπαθούν τώρα μέσα από τον γνωστό κυκεώνα της γραφειοκρατίας να πάρουν πίσω τα χρήματα που αδίκως κατέβαλλαν, προτίθεται η ηγεσία του Υπουργείου να επισπεύσει τις διαδικασίες επιστροφής αυτών των αδίκως εισπραχθέντων από το Ελληνικό Δημόσιο χρημάτων;
Κατόπιν επαναλαμβάνει ότι τα στοιχεία των συγκεκριμένων υποθέσεων, με σβήσιμο προστίμων ύψους άνω των 150.000 ευρώ, βρίσκονται ήδη στα χέρια του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς από τον Μάρτιο του 2007.
Υπενθυμίζεται ότι η υπόθεση έφτασε στις εισαγγελικές αρχές , μετά από ανώνυμη καταγγελία το καλοκαίρι του 2016. Ο τότε Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος Παναγιώτης Αθανασίου, απέστειλε, (στις 29 Αυγούστου 2016) έγγραφο στη ΔΕΔ που υπάγονταν στην τότε Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων (τώρα ΑΑΔΕ), με το οποίο ζητούσε να ζητούσε να του χορηγηθούν οι πράξεις των ελεγκτικών υπηρεσιών της φορολογικής διοίκησης (ΚΕΦΟΜΕΠ κ.λπ.) που επανεξέτασε η ΔΕΔ έπειτα από υποβολή ενδικοφανών προσφυγών των φορολογουμένων και για τις οποίες κατά το χρονικό διάστημα από 1η Αυγούστου 2013 έως 31 Ιουλίου 2016, τα αρχικά πρόστιμα μειώθηκαν το καθένα, κατά τουλάχιστον 150.000.
Ζήτησε και τους πλήρεις φακέλους των υποθέσεων, ονόματα υπόχρεων, ΑΦΜ, παράβαση, αρχικό πρόστιμο και το μειωμένο στη συνέχεια όπως και την αιτιολογία της μείωσης.
Η απάντηση που έλαβε, λίγες μέρες μετά δεν τον ικανοποίησε καθώς ήταν εξαιρετικά ελλιπής. Στις 26 Σεπτεμβρίου 2016 επανήλθε με νέο αίτημα και ζήτησε αναλυτικά στοιχεία για τις συγκεκριμένες υποθέσεις.
Η ΑΑΔΕ απέστειλε μια λίστα με πάνω από 1.000 υποθέσεις που είχε διεκπεραιώσει η ΔΕΔ, στην οποία αναφέρονταν τα ποσά που αρχικά είχαν καταλογιστεί από το ΚΕΦΟΜΕΠ (Κέντρο ελέγχου Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου) καθώς και τα ποσά τα οποία καταλόγισε η ΔΕΔ στους προσφεύγοντες και τη διαφορά. Δεν περιείχαν όμως λεπτομέρειες.
Με την πρώτη ματιά στη σχετική λίστα ο κ. Αθανασίου διαπίστωσε ότι σε πάρα πολλές περιπτώσεις υπήρχε τεράστια διαφορά ανάμεσα στα πρόστιμα του ΚΕΦΟΜΕΠ και στο τελικό ποσό που επιδίκαζε η ΔΕΔ.
Αυτονόητο ήταν να επιμείνει στα πλήρη στοιχεία των συγκεκριμένων υποθέσεων προκειμένου να διακριβωθούν οι αιτίες της μείωσης των προστίμων και αν οι λόγοι ήταν πραγματικοί.
Στις 20 Μαρτίου 2017 ο Εισαγγελέας Εγκλημάτων Διαφθοράς, στέλνει νέο έγγραφο στην ΑΑΔΕ και ζητεί τους πλήρεις φακέλους των υποθέσεων, ώστε να ερευνηθεί η νομιμότητα της διαγραφής των προστίμων. Η ΑΑΔΕ όπως υποστηρίζει, στο έγγραφο που κοινοποίησε στη Βουλή, τα απέστειλε και βρίσκονται ήδη πάνω από ένα χρόνο στα χέρια των εισαγγελικών αρχών.