Με αμείωτη ένταση συνεχίζεται η αφαίμαξη των οικογενειακών προϋπολογισμών, από τους υψηλούς συντελεστές ΦΠΑ και τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης επί των καυσίμων, με συνέπεια ο κρατικός προϋπολογισμός να παρουσιάζει υπερπλεονάσματα, όταν τα νοικοκυριά δεν μπορούν να βγάλουν τον μήνα, σύμφωνα με όλες τις έρευνες.
Σύμφωνα με τα στοιχεία εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού, τον Ιανουάριο του 2025 παρουσιάζεται πλεόνασμα στο ισοζύγιο του κρατικού προϋπολογισμού ύψους 758 εκατ. ευρώ έναντι του στόχου για πλεόνασμα 200 εκατ. ευρώ.
Επίσης, το πρωτογενές αποτέλεσμα διαμορφώθηκε σε πλεόνασμα ύψους 1.980 εκατ. ευρώ, έναντι στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 1.400 εκατ. ευρώ και πρωτογενούς πλεονάσματος 2.282 εκατ. ευρώ για την ίδια περίοδο το 2024.
Σημειώνεται ότι ποσό 418 εκατ. ευρώ που αφορά ετεροχρονισμό επιχορηγήσεων του τακτικού προϋπολογισμού και ποσό 202 εκατ. ευρώ που αφορά ετεροχρονισμό πληρωμών του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, δεν επηρεάζουν το αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης σε δημοσιονομικούς όρους.
Πάνω οι φόροι
Πηγή του πλεονάσματος είναι οι έμμεσοι και οι άμεσοι φόροι. Στους άμεσους φόρους δεν έχει γίνει τιμαριθμοποίηση των φορολογικών κλιμακίων, με αποτέλεσμα μια μιρή αύξηση των αποδοχών, να μεταφράζεται σε αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης,.
Στους έμμεσους φόρους, η Ελλάδα έχει τον υψηλότερο ειδικό φόρο κατανάλωσης καυσίμων, ενώ ο ΦΠΑ, παρότι η κυβέρνηση της ΝΔ είχε υποσχεθεί από το 2019 ότι θα μειώσει τους συντελεστές κατά δύο μονάδες, τον διατηρεί στο 24% που είναι ο 5ος υψηλότερες στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, τον Ιανουάριο, το ύψος των καθαρών εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού ανήλθε σε 5.991 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας μείωση κατά 106 εκατ. ευρώ ή 1,74% έναντι του στόχου, αλλά αυτό οφείλεται βασικά στις επιστροφές φόρων (ΦΠΑ), το ποσό των 784,8 εκατ. ευρώ από τις συναλλαγές που απαιτήθηκε να γίνουν κατά τον μήνα Ιανουάριο 2025 για την ολοκλήρωση της νέας Σύμβασης Παραχώρησης της Αττικής Οδού, οι οποίες αφορούν στο έτος 2024 και είναι δημοσιονομικά ουδέτερες.
Η μείωση του ύψους των καθαρών εσόδων τον Ιανουάριο οφείλεται κυρίως στα μειωμένα έσοδα ΠΔΕ κατά 585 εκατ. ευρώ και παρατηρείται παρά τα αυξημένα φορολογικά έσοδα κατά 406 εκατ. ευρώ μετά την αφαίρεση των επιστροφών εξαιρουμένου του ποσού επιστροφής ΦΠΑ των 784,8 εκατ. ευρώ.
Παρόλα αυτά, οι φόροι αυξήθηκαν και συγκεκριμένα, τα έσοδα της κατηγορίας «Φόροι» ανήλθαν σε 5.879 εκατ. ευρώ και είναι αυξημένα κατά 314 εκατ. ευρώ ή 5,6% έναντι του στόχου.
Το πλεόνασμα των εσόδων οφείλεται στην καλύτερη απόδοση στην είσπραξη του ΦΠΑ καθώς και των φόρων εισοδήματος φυσικών προσώπων και λοιπών κατηγοριών του προηγούμενου έτους που εισπράττονται σε δόσεις μέχρι και το τέλος Φεβρουαρίου 2025. Ειδικότερα:
- Τα έσοδα από ΦΠΑ ανήλθαν σε 2.706 εκατ. ευρώ και είναι αυξημένα έναντι του στόχου κατά 153 εκατ. ευρώ.
- Τα έσοδα των ΕΦΚ ανήλθαν σε 542 εκατ. ευρώ και είναι αυξημένα έναντι του στόχου κατά 11 εκατ. ευρώ.
- Τα έσοδα των φόρων ακίνητης περιουσίας ανήλθαν σε 102 εκατ. ευρώ και είναι μειωμένα έναντι του στόχου κατά 10 εκατ. ευρώ.
- Τα έσοδα των φόρων εισοδήματος ανήλθαν σε 2.014 εκατ. ευρώ και είναι αυξημένα έναντι του στόχου κατά 72 εκατ. ευρώ εκ των οποίων ο Φόρος Εισοδήματος Φυσικών Προσώπων είναι αυξημένος κατά 81 εκατ. ευρώ, οι Λοιποί Φόροι Εισοδήματος αυξημένοι κατά 79 εκατ. ευρώ, ενώ ο Φόρος Εισοδήματος Νομικών Προσώπων μειωμένος κατά 88 εκατ. ευρώ, έναντι του στόχου.