Σύμμαχο τη γραφειοκρατία έχουν οι μεγαλοοφειλέτες και στρατηγικοί κακοπληρωτές του Δημοσίου και των ασφαλιστικών ταμείων, προκειμένου να αποφύγουν τη φυλάκιση λόγω χρεών.
Η ισχύουσα νομοθεσία προβλέπει ποινές φυλάκισης άνω των τριών ετών για χρέη σε Δημόσιο και Ταμεία άνω των 100.000 ευρώ, αλλά οι καθυστερήσεις στην οριστικοποίηση των φορολογικών οφειλών, μπλοκάρουν τη διαδικασία εκδίκασης και φυλάκισης.
Ειδικότερα, με την παράγραφο 1 του άρθρου 25 του ν. 1882/1990, όπως τροποποιήθηκε με τους ν. 4321/2015 και 4337/2015, από τα μέσα Οκτωβρίου του 2015, προβλέπεται ότι «όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στη Φορολογική Διοίκηση χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) μηνών τιμωρείται με ποινή φυλάκισης:
• Ενός (1) τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, υπερβαίνει το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ.
• Τριών (3) τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, υπερβαίνει το ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ.
• Η ποινική δίωξη ασκείται ύστερα από αίτηση του Προϊσταμένου της ΔΟΥ ή των Ελεγκτικών Κέντρων ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους, που συνοδεύεται υποχρεωτικά από πίνακα χρεών, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων».
Το παιχνίδι των καθυστερήσεων
Η παράβαση της μη καταβολής χρέους προς το Δημόσιο άνω των 100.000 ευρώ για περισσότερο από 4 μήνες μπορεί να κριθεί ατιμώρητη, εάν το ποσό που οφείλεται εξοφληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό.
Επιπλέον, η ποινική δίωξη για μη καταβολή χρέους άνω των 100.000 ευρώ ή η εκτέλεση επιβληθείσης ποινής φυλάκισης για το αδίκημα αυτό μπορούν να ανασταλούν σε περίπτωση που ο οφειλέτης τακτοποιήσει το χρέος του, εντάσσοντάς το σε ρύθμιση τμηματικής καταβολής.
Όμως υπάρχουν και έμμεσοι τρόποι, που επιτρέπουν στον οφειλέτη και να μην πληρώνει το χρέος του και παράλληλα να αποφύγει και τα «σίδερα».
Σύμφωνα με παράγοντες του υπουργείου Οικονομικών, αυτό συμβαίνει επειδή στην πράξη, πολλές υποθέσεις οφειλετών του Δημοσίου με χρέη άνω των 100.000 ευρώ τα οποία δεν έχουν ρυθμιστεί εκκρεμούν για πολλά χρόνια μέχρι να εκδικαστούν ως προς το ποινικό τους σκέλος και οι οφειλέτες παραμένουν για μακρά χρονικά διαστήματα ατιμώρητοι.
Ειδικότερα, οι οφειλές άνω των 100.000 ευρώ που βεβαιώνονται από τις υπηρεσίες της Φορολογικής Διοίκησης, δηλαδή από τις Δ.Ο.Υ., τα Ελεγκτικά Κέντρα (το Κέντρο Ελέγχου Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου και το Κέντρο Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων) και τα Τελωνεία είναι συνήθως καταλογισθέντες φόροι, προσαυξήσεις και πρόστιμα, που έχουν προκύψει από ελέγχους σε χρήσεις παρελθόντων ετών. Οι επιβαρύνσεις αυτές αμφισβητούνται από τους φορολογούμενους με προσφυγές, αρχικά στην Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών (Δ.Ε.Δ.) της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) και κατόπιν στα διοικητικά δικαστήρια.
Ενώ στη Δ.Ε.Δ. οι υποθέσεις εκδικάζονται σχετικά γρήγορα σύμφωνα με τις οδηγίες της ηγεσίας της ΑΑΔΕ, δεν συμβαίνει το ίδιο στα δικαστήρια, όπου οι υποθέσεις χρονίζουν.
Για να φτάσει η υπόθεση στα ποινικά δικαστήρια και ο οφειλέτης να έρθει αντιμέτωπος με την ποινή φυλάκισης, θα πρέπει να έχει τελεσιδικήσει το ύψος των οφειλών ήτοι αρχική οφειλή, πρόστιμα και προσαυξήσεις, στη ΔΕΔ και τα διοικητικά δικαστήρια, ώστε μετά να αποφανθούν αν υπάρχει ποινικό αδίκημα ή όχι.
Όσο με προσφυγές καθυστερεί η οριστικοποίηση της συνολικής οφειλής, καθυστερεί περισσότερο η απόδοση ποινικών ευθυνών. Εξάλλου αν μία υπόθεση πάει ημιτελής στο ποινικό δικαστήριο θα πάρει αναβολή, που σημαίνει τουλάχιστον ένα χρόνο καθυστέρηση.