Κύκλωμα εξαφανισμένων εμπόρων με έδρα την Ελλάδα και πλοκάμια σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο υπέκλεπτε ΦΠΑ, διέπραττε φοροδιαφυγή και ξέπλενε μαύρο χρήμα, εξαρθρώθηκε μετά από έρευνα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (EPPO) στην Αθήνα και τη συνδρομή της ελληνικής Οικονομικής Αστυνομίας.
Η έρευνα επικεντρώθηκε σε μια εγκληματική οργάνωση που θεωρείται ύποπτη ότι εμπλέκεται σε σχέδιο απάτης ΦΠΑ και ξεπλύματος βρώμικου χρήματος ύψους 30 εκατομμυρίων ευρώ, ενώ αποκαλύφθηκε ότι από τις 430 εικονικές εταιρείες σε Ελλάδα, Κύπρο και Σλοβακία που έστησε το κύκλωμα, οι 7 εξ αυτών έλαβαν και επιστρεπτέα προκαταβολή 700.000 ευρώ!
Κατόπιν υπόδειξης της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, η οπποία ενημερώθηκε από την Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, η Ελληνική Οικονομική Αστυνομία προέβη σε δεκάδες έρευνες, συνέλαβε 21 άτομα και κατέσχεσε δέκα ρολόγια πολυτελείας, μεγάλο αριθμό κινητών τηλεφώνων, ένα πιστόλι, πάνω από 130.000 ευρώ σε μετρητά και μεγάλο αριθμό εγγράφων και εξωτερικούς σκληρούς δίσκους.
Από τα 21 άτομα που συνελήφθηκαν, οι τρεις θεωρούνται επικεφαλής της οργάνωσης και μετά τις απολογίες τους, τα 11 παραμένουν υπό κράτηση ενώ τα 10 αφέθηκαν ελεύθερα με περιοριστικούς όρους. Αξιοσημείωτο είναι, πως στη δικογραφία που σχηματίσθηκε περιλαμβάνονται επιπλέον 41 άτομα, που φέρονται εμπλεκόμενα στα ίδια αδικήματα.
Οι αρχές κατέσχεσαν μεταξύ άλλων 62 σφραγίδες νομικών προσώπων, 46 κινητά τηλέφωνα, 7 φορητούς Η/Υ και τάμπλετ, πιστόλι με 2 γεμιστήρες, πολυτελές Ι.Χ.Φ., 10 ρολόγια χειρός ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και χρηματικό ποσό 139.696 ευρώ.
Προηγήθηκε σχετικό πόρισμα της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, που αποκάλυψε ότι οι ύποπτοι δημιούργησαν ένα περίπλοκο δίκτυο εταιρειών στην Ελλάδα και σε άλλα κράτη μέλη της ΕΕ (Κύπρος και Σλοβακία) προκειμένου να επωφεληθεί από τους κανόνες της ΕΕ για τις διασυνοριακές συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών της, καθώς αυτές απαλλάσσονται από τον ΦΠΑ.
Δηλαδή, εμπορεύονταν μικρά ηλεκτρονικά προϊόντα μέσω μιας αλυσίδας λεγόμενων αγνοουμένων εμπόρων – εικονικών εταιρειών που ιδρύθηκαν με αποκλειστικό σκοπό την αποφυγή καταβολής ΦΠΑ.
Τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης δρούσαν, ιδρύοντας συναλλακτικά ανύπαρκτες επιχειρήσεις, μέσω των οποίων πραγματοποιούνταν εικονικές συναλλαγές και δαπάνες δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ και από το 2019, εμπλέκονταν σε σύνθετες διαδικασίες με στόχο την εξαπάτηση του Δημοσίου μέσω της μη απόδοσης Φ.Π.Α., προχωρώντας σε διατραπεζικές μεταφορές χρηματικών ποσών για προσχηματική εξόφληση συναλλαγών.
Οι άλλες εταιρείες που συμμετείχαν στο σύστημα απάτης θα διεκδικούσαν στη συνέχεια επιστροφές ΦΠΑ από τις εθνικές φορολογικές αρχές. Με αυτόν τον τρόπο, πιστεύεται ότι δημιούργησαν εκτιμώμενες ζημίες στους προϋπολογισμούς της ΕΕ και της Ελλάδας τουλάχιστον 30 εκατ. ευρώ τα τελευταία πέντε χρόνια.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν στις 5 Σεπτεμβρίου, η εγκληματική οργάνωση χρησιμοποίησε μεγάλο αριθμό αχυράνθρωπων, οι οποίοι ουσιαστικά διαχειρίζονταν (ή διαχειρίζονται ακόμη) τουλάχιστον 430 εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε διαφορετικούς οικονομικούς τομείς. Τα στοιχεία αποκάλυψαν επίσης πολλά παράνομα συστήματα που συνδέονται με επιπλέον φοροδιαφυγή ΦΠΑ πολλών εκατομμυρίων ευρώ και ξέπλυμα χρήματος, τα οποία θα διερευνηθούν περαιτέρω.
Παράλληλα, διενεργήθηκαν έρευνες σε Κύπρο και Σλοβακία, με την υποστήριξη εκεί γραφείων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, για τη λήψη και πρόσβαση σε πληροφορίες που σχετίζονται με τις εταιρείες που εδρεύουν εκεί.
Πως λειτουργούσε η οργάνωση
Τα μέλη της οργάνωσης ίδρυαν εταιρείες «βιτρίνες» χωρίς πραγματική εμπορική δραστηριότητα σε Ελλάδα, Κύπρο και Σλοβακία. Στις εταιρείες αυτές δηλώνονταν ως διαχειριστές άτομα χαμηλού κοινωνικο-οικονομικού επιπέδου, όπως άνεργοι και εξαρτημένα πρόσωπα, με στόχο την απόκρυψη της ταυτότητας των πραγματικών διαχειριστών.
Ενδεικτικό του εύρους της δράσης τους και της υποδομής, είναι το γεγονός ότι μια εκ των δυο υποομάδων, φέρεται να συνδέεται με την σύσταση τουλάχιστον 430 εικονικών οντοτήτων ή με νομιμοφανή λειτουργία.
Η οργάνωση εκτελούσε ένα σύνθετο σχέδιο «αλυσιδωτής απάτης» στο Φ.Π.Α. (carousel fraud), εκμεταλλευόμενη τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές και το καθεστώς μη απόδοσης Φ.Π.Α. σε πωλήσεις εντός της ΕΕ. Οι εταιρείες αυτές λειτουργούσαν ως «εξαφανισμένοι έμποροι» (missing traders) που δήλωναν πλασματικές συναλλαγές για να εισπράξουν παράνομα Φ.Π.Α. ή να αιτηθούν επιστροφές.
Τα κέρδη από τη φοροδιαφυγή διακινούνταν μέσω τραπεζικών λογαριασμών εικονικών επιχειρήσεων, πραγματοποιώντας εικονικές τραπεζικές συναλλαγές και αναλήψεις μετρητών. Οι δράστες χρησιμοποιούσαν κρυπτογραφημένα δίκτυα (VPN) και ανώνυμες κάρτες sim, ενώ προέβαιναν σε φυσική μεταφορά χρημάτων από περιφερειακά μέλη της οργάνωσης για την απόκρυψη της προέλευσης των παράνομων εσόδων.
Παράλληλα, τα μέλη της οργάνωσης υπέβαλαν ψευδείς ή ανακριβείς ή ελλιπείς δηλώσεις Φ.Π.Α. και προχωρούσαν σε λήψη εικονικών τιμολογίων για να δημιουργούν πλασματικές απαιτήσεις επιστροφής Φ.Π.Α.. Μέσω αυτής της μεθόδου, η οργάνωση κατάφερε να αποσπάσει παράνομα από το κράτος ποσό άνω των 4,4 εκατ. ευρώ από επιστροφές Φ.Π.Α.
Ακόμη, τα κεντρικά μέλη στρατολογούσαν άτομα με χαμηλά εισοδήματα και ποινικό παρελθόν για να τα τοποθετήσουν ως διαχειριστές των εικονικών επιχειρήσεων. Τα περιφερειακά μέλη λειτουργούσαν ως «προσωπικά εργαλεία» για την κάλυψη των δραστηριοτήτων της οργάνωσης στη διασυνοριακή απάτη Φ.Π.Α., στη διακίνηση των σχετικών εσόδων τραπεζικά και την ανάληψή τους και στη νομιμοποίηση των παράνομων εσόδων.
Χαρακτηριστικό της τελευταίας περίπτωσης, είναι ότι οι επιχειρήσεις αυτές δεν σχετίζονταν με τις επιχειρήσεις που ανήκαν στο φάσμα των δραστηριοτήτων της οργάνωσης, ενώ οι ίδιες είχαν διαφορετικά αντικείμενα επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, με σκοπό τη δήλωση εικονικών συναλλαγών.
Συνολικά μέσω των εταιρικών σχηματισμών που δημιούργησαν τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης πέτυχαν την απώλεια Φ.Π.Α. ποσού που ξεπερνά τα 26.000.000 ευρώ, για τα οποία είχαν δηλωθεί εικονικές συναλλαγές άνω των 150.000.000 ευρώ.
Επιπλέον, η μια υποομάδα της οργάνωσης ανέπτυξε δράση και εκτός του πλαισίου αυτής, όπου με την ίδια μέθοδο προέβη μέσω δημιουργίας συστήματος εταιρειών στην διασυνοριακή απάτη στο Φ.Π.Α. ύψους εκατομμυρίων ευρώ, προς όφελος εταιρείας που δραστηριοποιείται στο ηλεκτρονικό εμπόριο.
Έλαβαν και επιστρεπτέα προκαταβολή
Αξιοσημείωτο είναι πως, βασικό μέλος της οργάνωσης πέτυχε για επτά (7) επιχειρήσεις που διαχειριζόταν, την απατηλή εκταμίευση χρημάτων μέσω του μέτρου της επιστρεπτέας προκαταβολής, αποκομίζοντας παράνομο όφελος 770.000 ευρώ περίπου.
Σημειώνεται ότι, στο πλαίσιο της έρευνας λήφθηκε υπόψη πλήθος στοιχείων προερχόμενων από τη συλλογή και επεξεργασία φορολογικών, λογιστικών και τραπεζικών δεδομένων (άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών 230 οντοτήτων), την ανάλυση και συσχέτιση πολυάριθμων ηλεκτρονικών ιχνών, την εκτέλεση ειδικών ανακριτικών πράξεων (άρση επικοινωνιών για συνολικά 85 τηλεφωνικές συνδέσεις και καταγραφή –179.450– τηλεφωνικών συνδιαλέξεων), την επεξεργασία και περιγραφή βιντεοληπτικού υλικού και την διενέργεια ογκωδέστατης αλληλογραφίας (780 εξερχόμενα έγγραφα για συγκέντρωση στοιχείων).