Δεν φέρνει την καταστροφή στις ελληνικές τράπεζες το νέο λογιστικό πρότυπο (IFRS-9) για τον υπολογισμό μελλοντικών ζημιών και τον εκ των προτέρων σχηματισμό προβλέψεων, παρά το γεγονός ότι η επιβάρυνση θα είναι μεγάλη, φθάνοντας τα 6,5 δισ. ευρώ για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες, σύμφωνα με υπολογισμούς της Morgan Stanley.
Βέβαιο είναι, όπως προκύπτει από τις πληροφορίες που διακινούνται από τα τραπεζικά επιτελεία, ότι η μετάπτωση στο IFRS-9 θα γίνει με πολύ συντηρητικό τρόπο, ώστε να μείνουν ικανοποιημένες οι εποπτικές αρχές και να διευκολυνθεί η διαδικασία των τεστ αντοχής του Μαΐου 2018.
Αυτό σημαίνει ότι οι αναμενόμενες στο μέλλον πιστωτικές ζημιές θα είναι «φουσκωμένες» στα ανώτατα εκτιμώμενα όρια, δηλαδή θα ξεπεράσουν τα 6 δισ. ευρώ, ώστε να είναι όσο πιο «ασφαλείς» για το μέλλον οι προβλέψεις που θα σχηματισθούν -δηλαδή, να μην αποδειχθεί ότι ήταν μικρότερες από το αναγκαίο.
Η Morgan Stanley συμπλέει με αυτές τις εκτιμήσεις, υπολογίζοντας ότι η συνολική ζημιά θα είναι της τάξεως των 6,5 δισ. ευρώ και θα επιμερισθεί πρωτίστως σε Πειραιώς και Alpha, με Εθνική και Eurobank να έχουν μικρότερη επιβάρυνση.
Όμως, ο αμερικανικός οίκος διαλύει με την έκθεσή του ορισμένες παρεξηγήσεις, που έχουν «ταλαιπωρήσει» με υπερβολικό τρόπο τις τραπεζικές μετοχές στο ΧΑ:
1. Η εκτίμηση της αναμενόμενης πιστωτικής ζημιάς δεν θα φέρει άμεσο σχηματισμό τεράστιων προβλέψεων. Αντίθετα, οι προβλέψεις θα «διαχυθούν» σε μια πενταετή περίοδο, ώστε να απορροφηθούν χωρίς να προκληθεί σοκ και να οδηγηθούν οι τράπεζες σε νέα ανακεφαλαιοποίηση.
2. Οι προβλέψεις δεν θα επιβαρύνουν την κερδοφορία των τραπεζών, αλλά θα περάσουν απευθείας στην καθαρή θέση. Δηλαδή, οι τράπεζες θα χάσουν ένα μέρος από το «μαξιλάρι» κεφαλαίων σε βάθος χρόνου (έχουν δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας πάνω από 17%, έναντι ελάχιστου ορίου 12%), αλλά δεν θα υπάρξει ένα σοκ… εξαφάνισης της κερδοφορίας τους και περάσματος σε ζημιές, όπως φοβούνται πολλοί στην αγορά.
3. Το γεγονός ότι τα κέρδη θα μείνουν ανεπηρέαστα προστατεύει τους ιδιώτες μετόχους από έναν άλλο «μπαμπούλα»: εφόσον οι τράπεζες δεν περάσουν σε ζημιές, δεν θα χρειασθεί να εκδώσουν νέες μετοχές υπέρ του Δημοσίου, στο πλαίσιο της λογιστικής διαχείρισης των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων. Άρα, δεν θα υπάρξει μια άκρως επώδυνη, για τους μετόχους, «αραίωση» (dilution) της συμμετοχής τους.
Σε κάθε περίπτωση, δεν θα πρέπει να παραγνωρίζουν οι επενδυτές ότι, ακόμη και αν εντοπισθούν νέες κεφαλαιακές ανάγκες από τα τεστ αντοχής του Μαΐου, η κυρίαρχη αντίληψη στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ευνοεί την αντιμετώπιση του προβλήματος σε βάθος χρόνου, με υποβολή σχεδίων για κάλυψη των αναγκών εντός διετίας, με κεφάλαιο που θα δημιουργηθεί εσωτερικά (από τα κέρδη) και, εάν χρειάζεται, με αυξήσεις κεφαλαίου.
Η Morgan Stanley εκτιμά ότι οι ανησυχίες των επενδυτών για την επίπτωση της εφαρμογής του IFRS-9 είναι υπερβολικές και έχουν οδηγήσει σε εξίσου υπερβολική συμπίεση των αποτιμήσεων των τραπεζικών μετοχών -ο τραπεζικός δείκτης είχε ξεπεράσει το καλοκαίρι τις 1.000 μονάδες και τώρα βρίσκεται κάτω και από τις 700.