Τις τελευταίες εβδομάδες οι επενδυτές προχωρούν σε σημαντικές ρευστοποιήσεις ομολόγων που έχουν εκδώσει οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες των ΗΠΑ, όπως η Alphabet, η Meta, η Microsoft και η Oracle.
Οι συγκεκριμένοι κολοσσοί, γνωστοί και ως hyperscalers, αντλούν τεράστια κεφάλαια από τις αγορές για να χρηματοδοτήσουν τις επενδύσεις τους στις υποδομές τεχνητής νοημοσύνης, όμως η κλίμακα και ο ρυθμός αυτών των εκδόσεων φαίνεται να ανησυχούν πλέον τους επενδυτές. Το spread των ομολόγων τους έναντι των αμερικανικών κρατικών τίτλων έχει αυξηθεί αισθητά, γεγονός που σηματοδοτεί πως η αγορά απαιτεί πλέον μεγαλύτερη αποζημίωση για τον αυξημένο πιστωτικό κίνδυνο, παρά το γεγονός ότι οι εταιρείες αυτές διαθέτουν τεράστια ταμειακά διαθέσιμα.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις επενδυτικών τραπεζών όπως η JPMorgan, το συνολικό κόστος των υποδομών που απαιτούνται για την ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης μπορεί να ξεπεράσει τα πέντε τρισεκατομμύρια δολάρια την επόμενη δεκαετία.
Για να καλύψουν αυτές τις ανάγκες, οι Big Tech στρέφονται όλο και περισσότερο σε ομολογιακές εκδόσεις και σε ιδιωτικά χρηματοδοτικά σχήματα. Η Meta, για παράδειγμα, έχει προχωρήσει σε ιδιωτική συμφωνία χρηματοδότησης άνω των 27 δισ. δολαρίων και σε εκδόσεις ομολόγων ύψους περίπου 30 δισ. δολαρίων. Αντίστοιχα, η Alphabet προχώρησε πρόσφατα σε έκδοση κοντά στα 25 δισ. δολάρια, ενώ η Oracle δανείστηκε περίπου 18 δισ. δολάρια για να στηρίξει την ανάπτυξη των data centers της.
Παρότι οι εταιρείες αυτές διαθέτουν πλούσια ρευστότητα, επιλέγουν να δανείζονται ώστε να διατηρήσουν ευελιξία στα ταμεία τους και να μην αποσύρουν κεφάλαια που χρειάζονται για λειτουργικές και λογιστικές ανάγκες. Επιπλέον, το κόστος δανεισμού τους παραμένει χαμηλότερο από το κόστος ιδίων κεφαλαίων, γεγονός που καθιστά τη χρηματοδότηση μέσω ομολόγων ελκυστική. Ωστόσο, αυτή η στρατηγική αυξάνει τη μόχλευση και συνδέει πιο στενά την κεφαλαιακή δομή των εταιρειών με την επιτυχία των επενδύσεων στην τεχνητή νοημοσύνη. Αν οι επενδύσεις δεν αποδώσουν τις αναμενόμενες αποδόσεις, ο πιστωτικός κίνδυνος μπορεί να αυξηθεί σημαντικά.
Η αγορά αρχίζει να τιμολογεί αυτούς τους κινδύνους. Πρώτον, υπάρχει ο κίνδυνος υπερβάλλουσας χωρητικότητας, δηλαδή το ενδεχόμενο οι εταιρείες να επενδύσουν σε περισσότερες υποδομές από όσες μπορεί να απορροφήσει η ζήτηση. Δεύτερον, εμφανίζονται ενδείξεις συγκέντρωσης ρίσκου σε λίγους πελάτες. Η περίπτωση της Oracle, που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από λίγες συνεργασίες στον χώρο του AI, έχει ήδη προκαλέσει ανησυχία σε οίκους αξιολόγησης όπως η Moody’s. Τρίτον, η ταυτόχρονη αύξηση των εκδόσεων εταιρικών ομολόγων σε περιβάλλον αυξημένων κρατικών αποδόσεων μπορεί να πιέσει τις τιμές και να επιδεινώσει τη ρευστότητα της αγοράς. Παράλληλα, η λειτουργία των νέων data centers συνεπάγεται υψηλό ενεργειακό κόστος και περιβαλλοντικές πιέσεις, που επιβαρύνουν τις προβλέψεις κερδοφορίας.
Οι αναλυτές επισημαίνουν ότι η άνοδος των spreads δεν σημαίνει απαραίτητα κρίση, αλλά αντανακλά μια υγιή προσαρμογή των αγορών στο νέο ρίσκο. Η JPMorgan εκτιμά ότι οι ανάγκες χρηματοδότησης του τομέα θα απαιτήσουν τη συμμετοχή όλων των διαθέσιμων κεφαλαιαγορών, από ομόλογα επενδυτικής βαθμίδας μέχρι ιδιωτικά κεφάλαια.
Η Moody’s παρακολουθεί στενά το προφίλ μόχλευσης των εταιρειών, επισημαίνοντας ότι ορισμένες αρχίζουν να εξαρτώνται υπερβολικά από εξωτερική χρηματοδότηση. Ορισμένοι επενδυτές, πάντως, θεωρούν ότι οι τρέχουσες αποδόσεις απλώς ανταμείβουν επαρκώς τον πρόσθετο κίνδυνο και δεν προδικάζουν περαιτέρω επιδείνωση.
Σε αυτό το περιβάλλον, οι διαχειριστές κεφαλαίων οφείλουν να εξετάζουν πλέον πιο προσεκτικά τη δομή κάθε έκδοσης, τη λήξη, την πιστοληπτική αξιολόγηση και τον κίνδυνο αντισυμβαλλομένου.
Η συμμετοχή μεγάλων θεσμικών, όπως η BlackRock και η Pimco, σε ιδιωτικά σχήματα και εταιρικά ομόλογα Big Tech αυξάνει τη διασύνδεση των χρηματοπιστωτικών αγορών με τον τεχνολογικό τομέα.
Παράλληλα, η αυξανόμενη χρήση εργαλείων project finance, ιδιαίτερα σε έργα υποδομών cloud και AI, δείχνει τη μετατόπιση του χρηματοδοτικού βάρους από τους εταιρικούς ισολογισμούς προς σύνθετες συνεργασίες μεταξύ τραπεζών, επενδυτικών κεφαλαίων και ίδιων των τεχνολογικών εταιρειών.
Το βασικό σενάριο που βλέπει η αγορά είναι μια σταδιακή αύξηση του δανεισμού χωρίς να προκληθεί κρίση. Ωστόσο, αν συνεχιστεί η υπερπροσφορά ομολόγων και οι προβλέψεις κερδοφορίας των εταιρειών μειωθούν, το κόστος χρηματοδότησης θα αυξηθεί, πιέζοντας περαιτέρω τα spreads.
Αντίθετα, σε ένα πιο θετικό σενάριο, οι εταιρείες μπορεί να μεταφέρουν σημαντικό μέρος του ρίσκου μέσω κοινών επενδύσεων και ιδιωτικών χρηματοδοτήσεων, όπως συνέβη με τη συμφωνία της Meta με το fund Blue Owl, περιορίζοντας τη μόχλευσή τους.
Συνολικά, το ξεπούλημα των ομολόγων των αμερικανικών Big Tech δεν αποτελεί απλώς μια συγκυριακή διόρθωση, αλλά μια βαθύτερη αναδιάταξη στις κεφαλαιαγορές, καθώς οι επενδυτές επαναξιολογούν το πραγματικό ρίσκο πίσω από την τεχνολογική έκρηξη της τεχνητής νοημοσύνης. Οι εταιρείες αυτές συνεχίζουν να έχουν ισχυρά θεμελιώδη μεγέθη, όμως η εποχή της σχεδόν «δωρεάν» χρηματοδότησης έχει παρέλθει.
Οι αγορές πλέον ζητούν αποδείξεις ότι οι επενδύσεις δισεκατομμυρίων σε data centers και AI θα αποδώσουν σταθερές ταμειακές ροές. Η νέα ισορροπία θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο οι τεχνολογικοί κολοσσοί μπορούν να μετατρέψουν τις φιλοδοξίες τους στην τεχνητή νοημοσύνη σε μακροπρόθεσμη κερδοφορία χωρίς να διαταράξουν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.