Την αποδέσμευση των τραπεζικών λογαριασμών, τραπεζικών θυρίδων και άλλων χρηματοοικονομικών προϊόντων, προσώπων που κατηγορούνται για ξέπλυμα «μαύρου χρήματος» διευκολύνει τροπολογία που ψηφίστηκε χθες από την κυβερνητική πλειοψηφία στη Βουλή.
Σύμφωνα με την τροπολογία, η δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων των προσώπων που κατηγορούνται για μαύρο χρήμα, δεν μπορεί να παρατείνεται πέραν των 18 μηνών, με το σκεπτικό ότι το ίδιο χρονικό όριο ισχύει και για την προσωποκράτηση, όταν διαπράττονται άλλα εγκλήματα.
Για να παραταθεί η δέσμευση πέραν του 18μήνου θα πρέπει να αποφανθεί έγκαιρα, ο ανακριτής ή το δικαστικό συμβούλιο.
Επίσης προβλέπεται ότι για τις υποθέσεις, οι οποίες εκκρεμούν, και έχουν ήδη συμπληρώσει το 18μηνο της δέσμευσης, υποχρεούνται ο ανακριτής ή το δικαστικό συμβούλιο να αποφασίσουν, για κάθε υπόθεση, εάν θα παραταθεί ή όχι η δέσμευση.
Μάλιστα, προβλεπαι ότι αν οι δικαστικές αρχές, δεν αποφανθούν εντός τριμήνου, τότε η δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων καταργείται αυτοδικαίως!
Δηλαδή από τις χιλιάδες υποθέσεις που ήδη εκκρεμούν και ελέγχονται, αν δεν εξεταστούν και δεν αποφανθούν οι δικαστικές αρχές για παράταση του χρόνου της δέσμευσης, εντός τριμήνου από την ημέρα δημοσίευσης στο ΦΕΚ της σχετικής διάταξης (κάτι που θα γίνει εντός των προσεχών ημερών), τότε οι λογαριασμοί και οι θυρίδες αποδεσμεύονται.
Η διάταξη αυτή, «δένει τα χέρια» της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, καθώς η διαλεύκανση των συγκεκριμένων υποθέσεων είναι χρονοβόρα, δεδομένου ότι απαιτείται έλεγχος και εξακρίβωση τραπεζικών καταθέσεων των εμπλεκόμενων προσώπων, από τράπεζες του εξωτερικού ακόμη και από χώρες που θεωρούνται «φορολογικοί παράδεισοι», οι οποίες, είτε δεν δίνουν στοιχεία, είτε τα δίνουν με μεγάλη δυσκολία.
Τι είναι ξέπλυμα χρήματος
Σύμφωνα με τη νομοθεσία (ν. 4557/2018), νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (ξέπλυμα χρήματος) συνιστούν οι εξής πράξεις:
α) η μετατροπή ή η μεταβίβαση περιουσίας εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοια δραστηριότητα με σκοπό την απόκρυψη ή τη συγκάλυψη της παράνομης προέλευσής της ή την παροχή συνδρομής σε οποιονδήποτε ενέχεται στη δραστηριότητα αυτή για να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των πράξεών του,
β) η απόκρυψη ή η συγκάλυψη της αλήθειας, όσον αφορά τη φύση, την προέλευση, τη διάθεση, τη διακίνηση ή τη χρήση περιουσίας ή τον τόπο όπου αυτή αποκτήθηκε ή βρίσκεται ή την κυριότητα επί περιουσίας ή σχετικών με αυτή δικαιωμάτων, εν γνώσει του γεγονότος ότι η περιουσία αυτή προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοια δραστηριότητα,
γ) η απόκτηση, κατοχή ή χρήση περιουσίας, εν γνώσει, κατά το χρόνο της κτήσης ή της διαχείρισής της, του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοια δραστηριότητα,
δ) η χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με την τοποθέτηση σε αυτόν ή τη διακίνηση μέσω αυτού εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες, με σκοπό να προσδοθεί νομιμοφάνεια στα εν λόγω έσοδα,
ε) η σύσταση οργάνωσης ή ομάδας δύο τουλάχιστον ατόμων για τη διάπραξη μίας ή περισσοτέρων από τις πράξεις που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ έως και δ΄ και η συμμετοχή σε τέτοια οργάνωση ή ομάδα,
στ) η απόπειρα διάπραξης, η υποβοήθηση, η υποκίνηση, η διευκόλυνση ή η παροχή συμβουλών σε τρίτο για τη διάπραξη μίας ή περισσοτέρων από τις πράξεις που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ έως και δ΄.
Τα εγκλήματα «μαύρου χρήματος»
Ως «βασικά αδικήματα», σύμφωνα με τον νόμο, νοούνται μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
- Η εγκληματική οργάνωση, όπως ορίζεται στο άρθρο 187 ΠΚ,
- τρομοκρατικές πράξεις και χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, όπως ορίζονται στο άρθρο 187Α ΠΚ,
- δωροληψία και δωροδοκία υπαλλήλου, όπως ορίζονται στα άρθρα 235 και 236 ΠΚ,
- εμπορία επιρροής-μεσάζοντες και δωροληψία και δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα, όπως ορίζονται στα άρθρα 237Α και 237Β ΠΚ,
- δωροληψία και δωροδοκία πολιτικών προσώπων και δικαστικών λειτουργών, όπως ορίζονται στα άρθρα 159, 159Α και 237 ΠΚ,
- εμπορία ανθρώπων, όπως ορίζεται στο άρθρο 323Α ΠΚ,
- απάτη με υπολογιστή, όπως ορίζεται στο άρθρο 386Α ΠΚ,
- σωματεμπορία, πως ορίζεται στο άρθρο 351 ΠΚ,
- τα χρηματιστηριακά αδικήματα
- τα αδικήματα φοροδιαφυγής,
- τα αδικήματα λαθρεμπορίας
- τα αδικήματα μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο
- κάθε άλλο αδίκημα που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας, της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των έξι (6) μηνών και από το οποίο προκύπτει περιουσιακό όφελος.
Η τροπολογία
Το πλήρες κείμενο της τροπολογίας προβλέπει τα ακόλουθα:
«Τα χρονικά όρια των μέτρων δέσμευσης που περιγράφονται στο εδάφιο α' παραγραφος 2 του άρθρου 34 του ΚΠΔ (ανώτατο όριο προσωποκράτησης 18 μήνες) ισχύουν και για την περίπτωση που η απαγόρευση της κίνησης λογαριασμών, τίτλων και χρηματοπιστωτικών προιόντων, του ανοίγματος θυρίδων και της μεταβίβασης ή εκποίησης οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου, διατάσσεται από τον Πρόεδρο της Αρχής για την Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες δραστηριότητες.
Εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, οι διατάξεις του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 42 του ν. 4557/2018 πριν τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και για τις οποίες έχουν παρέλθει τα χρονικά όρια του εδαφίου α' της παραγράφου 2 του άρθρου 34 ΚΠΔ, διαβιβάζονται με τα σχετικά με τη δέσμευση στοιχεία και αντίγραφο του φακέλου της υπόθεσης στον ανακριτή, αν η υπόθεση εκκρεμεί στο στάδιο της ανάκρισης, ή στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, σε κάθε άλλη περίπτωση.
Ο αρμόδιος ανακριτής ή το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο του προηγούμενου εδαφίου αποφαίνονται για την επικύρωση ή μη της διάταξης του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες του προηγούμενου εδαφίου, σύμφωνα με τους όρους και προϋποθέσεις των παραγράφων 1-3 του άρθρου 42 του ν. 4557/2018.
Σε περίπτωση παρέλευσης άπρακτης της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου η διάταξη του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες παύει αυτοδικαίως να ισχύει».