Το «ακαταδίωκτο» εξασφαλίζουν τα στελέχη των τραπεζών για το αδίκημα της απιστίας, με τη νέα τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα, στην οποία προχωρά η κυβέρνηση, κάτι που σημαίνει ότι θα οδηγηθούν, εκτός σοβαρού απροόπτου, στο αρχείο πολυσυζητημένες ποινικές υποθέσεις, που έχουν απασχολήσει τα τελευταία χρόνια την κοινή γνώμη, όπως η υπόθεση των δανείων σε κόμματα.
Σύμφωνα με το νομοσχέδιο για την τροποποίηση διατάξεων του Ποινικού Κώδικα που κατατέθηκε, ύστερα από διαβούλευση, στη Βουλή, για την ποινική δίωξη του εγκλήματος της απιστίας θα απαιτείται στο εξής έγκληση.
Δηλαδή, δεν θα μπορούν οι εισαγγελικές αρχές να κινούνται αυτεπαγγέλτως στη διερεύνηση υποθέσεων απιστίας και να ασκούν ποινικές διώξεις, αλλά θα απαιτείται να έχει γίνει καταγγελία από έχοντες έννομο συμφέρον, δηλαδή τις ίδιες τις διοικήσεις των τραπεζών ή τους μετόχους τους.
Από την κυβέρνηση και κυρίως από τον υπουργό Ανάπτυξης, Α. Γεωργιάδη, αυτή η αλλαγή του Ποινικού Κώδικα είναι δικαιολογημένη από την ανάγκη να μπορέσουν οι τράπεζες να λειτουργήσουν, σε ό,τι αφορά τη χορήγηση νέων δανείων ή τη ρύθμιση παλαιών, χωρίς να έχουν τα στελέχη τους τον φόβο ότι θα εμπλακούν σε περιπέτειες με τη Δικαιοσύνη.
Στην εισηγητική έκθεση του νομοσχεδίου υπάρχει μια αρκετά νεφελώδης αιτιολόγηση της ρύθμισης, που δικαιολογείται στο όνομα της οικονομικής ελευθερίας: «με τη συμπλήρωση του εδαφίου γ στην παράγραφο 1 του άρθρου 390 ΠΚ, ενισχύεται ουσιωδώς το νομικό πλαίσιο, ώστε να προστατεύεται η ελευθερία άσκησης της οικονομικής δραστηριότητας η οποία καταδεικνύει την αποτελεσματικότητα της δημοκρατικής λειτουργίας της εκτελεστικής εξουσίας στην άμεση και καθημερινή οικονομική δραστηριότητα του».
Από την πλευρά των τραπεζών έχει υποστηριχθεί κατ’ επανάληψη ότι η ρύθμιση αυτή είναι αναγκαία για να προχωρήσουν σε ρυθμίσεις δανείων, αξιοποιώντας και τις δυνατότητες που προσφέρει το σχετικό πλαίσιο της Τράπεζας της Ελλάδος για «κούρεμα», καθώς έως τώρα η απειλή ποινικών διώξεων δεν επέτρεπε, για παράδειγμα, το «κούρεμα» δανείων χωρίς να έχει εκδοθεί σχετική δικαστική απόφαση.
Η νέα διάταξη δεν αφορά μόνο το μέλλον, όμως, αλλά και τις - όχι λίγες και όχι ασήμαντες – υποθέσεις του παρελθόντος, οι οποίες παραμένουν σε εκκρεμότητα ενώπιον της Δικαιοσύνης. Τα σχετικά κατηγορητήρια θα «ελαφρυνθούν» από το αδίκημα της απιστίας και οι υποθέσεις θα πάνε στο αρχείο, ή οι κατηγορούμενοι θα τιμωρηθούν μόνο για άλλα αδικήματα, εάν μέσα σε τέσσερις μήνες από τη δημοσίευση του νόμου δεν έχουν υποβληθεί εγκλήσεις από τις διοικήσεις ή μετόχους των τραπεζών που φέρονται να ζημιώθηκαν.
Ανάμεσα σε αυτές τις υποθέσεις, σημαντικότερη θεωρείται η υπόθεση των δανείων σε πολιτικά κόμματα, τα οποία χορηγήθηκαν χωρίς επαρκείς εγγυήσεις, αλλά μόνο με τη δέσμευση μελλοντικών επιδοτήσεων στα κόμματα, οι οποίες, σε ορισμένες περιπτώσεις, δεν δόθηκαν καν, επειδή μειώθηκε η εκλογική τους δύναμη.
Σοβαρή είναι και η υπόθεση της Proton Bank, για την οποία κατηγορείται, μεταξύ άλλων, ο Λαυρέντης Λαυρεντιάδης, όπως και των φερόμενων ως επισφαλών δανείων του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου. Επίσης, η υπόθεση στην οποία κατηγορείται ο πρώην πρόεδρος της Τράπεζας Πειραιώς, Μ. Σάλλας, για πωλήσεις ακινήτων στην τράπεζα, που φέρονται να την έχουν ζημιώσει, αλλά και η υπόθεση της φερόμενης χορήγησης δανείων χωρίς επαρκείς εξασφαλίσεις από την Τράπεζα Πειραιώς, για την οποία κατηγορούνται δεκάδες στελέχη. Για απιστία κατηγορούνται στελέχη τραπεζών και στην υπόθεση δανείων στην εταιρεία Πήγασος.