Οικονομική ανάκαμψη με… αναιμικό τραπεζικό δανεισμό προβλέπουν ακόμη και αναλυτές σχετικά αισιόδοξη για την πορεία της οικονομίας τα επόμενα χρόνια, παρότι οι διοικήσεις των συστημικών τραπεζών έχουν βασίσει τις προβλέψεις στα επιχειρησιακά τους σχέδια για δυναμική βελτίωση της κερδοφορίας και της απόδοσης ιδίων κεφαλαίων σε εκτιμήσεις για πολύ μεγάλη αύξηση των νέων χορηγήσεων.
Το φαινόμενο της οικονομικής ανάκαμψης χωρίς σημαντική αύξηση των τραπεζικών δανείων (creditless recovery), που παρατηρήθηκε και σε άλλες χώρες της ευρωζώνης, οι οποίες ξεπέρασαν οικονομικές κρίσεις, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, εκτιμάται από τον οίκο Standard & Poor’s ότι θα επαναληφθεί και στην Ελλάδα.
Στη γενικά αισιόδοξη για την ελληνική οικονομία ανακοίνωση, όπου εξηγήθηκε η απόφαση για την αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης στη βαθμίδα BB-, η S&P περιέλαβε ορισμένες δυσάρεστες διαπιστώσεις και προβλέψεις για την πιστωτική επέκταση.
Όπως φαίνεται στον πίνακα, την περίοδο 2019 – 2022 ο αμερικανικός οίκος εκτιμά ότι θα έχουμε μια αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ από τα 185 στα 214 δισ. ευρώ, δηλαδή σωρευτικά σε ποσοστό 15,6%. Ο ρυθμός μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ, δηλαδή ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας, θα επιταχυνθεί από 2% φέτος, σε 2,9% το 2022. Όμως, η πιστωτική επέκταση στον ιδιωτικό τομέα θα παραμείνει με αρνητικό πρόσημο μέχρι και το 2021, για να φθάσει στο μηδέν το 2022.
Με άλλα λόγια, τα νέα δάνεια που θα δίνουν οι τράπεζες θα συνεχίσουν να είναι λιγότερα από τα ποσά που εισπράττουν από την εξυπηρέτηση των προηγούμενων δανείων, δηλαδή το καθαρό αποτέλεσμα για την οικονομία από τη λειτουργία των τραπεζών θα είναι αρνητικό, αφού θα απορροφούν ρευστότητα από τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.
Σχεδόν σοκαριστικά είναι τα στοιχεία που παραθέτει η S&P για την εξέλιξη των συνολικών χορηγήσεων από τις τράπεζες, ως ποσοστό του ΑΕΠ, από το 2013 και μετά. Από 120,6% του ΑΕΠ, τα δάνεια συρρικνώθηκαν σε 92,1% το 2018 και το ποσοστό προβλέπεται ότι θα συνεχίσει να μειώνεται τα επόμενα χρόνια, για να υποχωρήσει στο 73,8% του ΑΕΠ, το 2022. Δηλαδή, σε λιγότερο από μία δεκαετία θα έχει «εξαϋλωθεί» από τα χαρτοφυλάκια δανείων των τραπεζών ένα ποσό που αντιστοιχεί σχεδόν στο μισό ΑΕΠ της Ελλάδας.
Η S&P υπογραμμίζει ότι η βελτίωση του οικονομικού περιβάλλοντος θα ευνοήσει τις επενδύσεις, αλλά το κλειδί για μια ταχύτερη οικονομική ανάκαμψη θα είναι η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, που θα ενισχύσει τη χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα. Χωρίς πρόσβαση σε κεφάλαιο κίνησης, εξηγεί ο οίκος, ο τομέας των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, στον οποίο απασχολούνται και οι περισσότεροι εργαζόμενοι, θα παραμείνει σε κάποια μορφή δυσπραγίας.
Σημειωτέον ότι ο οίκος λαμβάνει υπόψη του το συστημικό σχέδιο «Ηρακλής» για τη γρήγορη μείωση των «κόκκινων» δανείων, μέσω τιτλοποιήσεων με κρατικές εγγυήσεις, αλλά στις προβλέψεις του για την πιστωτική επέκταση παραμένει μάλλον απαισιόδοξος.
Όπως επισημαίνει, η εφαρμογή του σχεδίου «Ηρακλής» θα βελτιώσει τις πιθανότητες να επιτύχουν οι τράπεζες τους στόχους τους για μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο 20% ή και χαμηλότερα και θα βοηθήσει να λειτουργήσει ο χρηματοδοτικός μηχανισμός της οικονομίας, ώστε να επιταχυνθεί η ανάπτυξη. Ήδη τα δάνεια στις μεγάλες επιχειρήσεις αυξήθηκαν κατά 2,9% σε ετήσια βάση, τον Αύγουστο 2019, προσθέτει η S&P, αλλά υπενθυμίζει ότι την ίδια χρονική στιγμή ο συνολικός ρυθμός μεταβολής των πιστώσεων σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά ήταν βαθιά αρνητικός, με μια μείωση της τάξεως του 10%.
Τα σχέδια των τραπεζών αμφισβητούνται...
Στον αντίποδα αυτών των δυσμενών εκτιμήσεων για την πιστωτική επέκταση και ανάλογων πρόσφατων επισημάνσεων από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, που χαρακτήρισε τις τράπεζες «δυσλειτουργικό κινητήρα ανάπτυξης», οι διοικήσεις των τραπεζών έχουν καταρτίσει φιλόδοξα επιχειρησιακά σχέδια για τα επόμενα χρόνια, όπου οι προβλέψεις για ραγδαία μείωση των προβληματικών δανείων κινούνται παράλληλα με προβλέψεις για μεγάλη αύξηση των νέων χορηγήσεων.
Ακριβώς σε αυτές τις προβλέψεις για… πακτωλό νέων δανείων, οι διοικήσεις των τραπεζών στηρίζουν και τις εκτιμήσεις τους για ραγδαία βελτίωση των αποτελεσμάτων και της απόδοσης ιδίων κεφαλαίων σε διψήφια ποσοστά μέσα στην επόμενη δεκαετία, ενώ σήμερα είναι η χαμηλότερη στον τραπεζικό τομέα της ευρωζώνης και δικαιολογεί τις εξαιρετικά χαμηλές αποτιμήσεις των μετοχών, οι οποίες απέχουν 60% από τη λογιστική αξία, ενώ στην ευρωζώνη η αντίστοιχη «έκπτωση» είναι της τάξεως του 15%.
Αναλυτές, όπως ο Δημήτρης Γιαννούλης της κυπριακής εταιρείας Research Greece, αμφισβητούν ότι οι τράπεζες μπορούν να πετύχουν τους φιλόδοξους στόχους για νέα δάνεια της τάξεως των 5 δισ. ευρώ ετησίως για κάθε συστημική τράπεζα, τα επόμενα χρόνια.
Όπως τονίζει ο εν λόγω αναλυτής στο Euromoney, αυτές είναι υπερβολικά φιλόδοξες προβλέψεις. Οι τράπεζες μπορεί να επιδιώκουν να δώσουν νέα δάνεια, αλλά, όπως επισημαίνει, ένα μεγάλο μέρος των καταναλωτών και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων δεν έχουν τη δυνατότητα να πάρουν δάνεια. Για να επιτευχθούν οι στόχοι των διοικήσεων, τονίζει, χρειάζεται τα επόμενα τέσσερα χρόνια να αυξηθούν τα δάνεια, ως ποσοστό του ΑΕΠ, περίπου κατά 50%, σε μια οικονομία που θα «τρέξει», στην καλύτερη περίπτωση, με ένα μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ κατά 2,5%.
Αυτό είναι πολύ δύσκολο να συμβεί, εξηγεί, όταν ένα μεγάλο μέρος της πελατείας λιανικής (καταναλωτές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις) δεν έχουν δυνατότητα να δανεισθούν, επειδή εξακολουθούν να βρίσκονται σε φάση «ανάρρωσης» μετά τη μεγάλη κρίση και έχουν συσσωρευμένα υπερβολικά χρέη στις τράπεζες και στο Δημόσιο. Ο μόνος τρόπος για να αυξηθούν απότομα οι χορηγήσεις θα ήταν να γίνουν πολύ μεγάλες ξένες, άμεσες επενδύσεις και αυτές να χρηματοδοτηθούν από τις ελληνικές τράπεζες.
Προς το παρόν, τα περισσότερα νέα δάνεια κατευθύνονται σε μεγάλες επιχειρήσεις από τους τομείς του τουρισμού, της ενέργειας και των logistics, ενώ είναι ασήμαντη η ζήτηση δανείων από μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Ακόμη και οι μεγάλες επιχειρήσεις, που μπορούν να «σηκώσουν» νέο δανεισμό, δεν είναι εύκολοι πελάτες για τις ελληνικές τράπεζες, καθώς γνωρίζουν ότι έχουν όλο και περισσότερες πιθανότητες να αντλήσουν δάνεια από τη διεθνή αγορά με πολύ καλύτερους όρους.