Τελεσίγραφο στις τράπεζες της ευρωζώνης να περιορίσουν τον δανεισμό σε υπερχρεωμένες εταιρείες απευθύνει ο εποπτικός μηχανισμός της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, προαναγγέλλοντας μάλιστα και «κυρώσεις» σε όσες τράπεζες δεν συμμορφωθούν, που θα πάρουν τη μορφή της αύξησης των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων.
Οι συστάσεις αυτές έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα για τις ελληνικές τράπεζες, δεδομένου ότι, με βάση τα κριτήρια της ΕΚΤ, μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων κατατάσσονται στις «υπερχρεωμένες» και τα δάνεια που χορηγούν οι τράπεζες θεωρούνται leveraged loans (μοχλευμένα δάνεια). Το κύριο κριτήριο είναι η σχέση του χρέους προς τη λειτουργική κερδοφορία (EBITDA) και υπερχρεωμένες θεωρούνται οι επιχειρήσεις με δανεισμό τουλάχιστον εξαπλάσιο της λειτουργικής κερδοφορίας.
Μιλώντας σε πάνελ του International Institute of Finance (θυγατρικός οργανισμός της Παγκόσμιας Τράπεζας) και σε συζήτηση με τον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο του IIF, Τιμ Άνταμς, ο επικεφαλής του εποπτικού μηχανισμού της ΕΚΤ (SSM), Αντρέα Ενρία επιβεβαίωσε ότι υπάρχει ανησυχία στην ΕΚΤ για τον μοχλευμένο δανεισμό.
«Υπάρχει μεγάλη ανησυχία για τον μοχλευμένο δανεισμό. Ανησυχείτε από τη σκοπιά της ΕΚΤ»;, ήταν η ερώτηση προς τον Ενρία, ο οποίος τόνισε, απαντώντας, τα ακόλουθα:
- «Ανησυχούμε εδώ και καιρό. Στην πραγματικότητα, ήδη από το 2017 εκδώσαμε κατευθυντήριες γραμμές προς τις τράπεζες ζητώντας σύνεση, ζητώντας τους να προσπαθήσουν συγκεκριμένα να μειώσουν τις χορηγήσεις υψηλής μόχλευσης, που ορίζονται ως συναλλαγές με επιχειρήσεις που έχουν χρέος προς EBITDA υψηλότερο από έξι.
- Έκτοτε βλέπουμε να συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: βλέπουμε ότι το ποσό των συναλλαγών υψηλής μόχλευσης έχει αυξηθεί. Επί του παρόντος, οι μοχλευμένες συναλλαγές καλύπτουν το 65% του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (CET1) στις ευρωπαϊκές τράπεζες. Ήταν 40% το 2017, οπότε υπήρξε σημαντική αύξηση του υπολοίπου. Σημειώθηκε αύξηση του μεριδίου των συναλλαγών υψηλής μόχλευσης σε σύγκριση με το συνολικό χαρτοφυλάκιο. Υπήρξε επιδείνωση των κριτηρίων χορήγησης δανείων με αποτέλεσμα οι συναλλαγές αυτής της κατηγορίας, που ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτες στην Ιταλία μετά τη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση, τώρα αποτελούν σχεδόν το 100% των νέων χορηγήσεων.
- Ακόμη και το 2022 είδαμε ότι οι χορηγήσεις συνεχίσθηκαν. Όταν η αγορά πάγωσε το καλοκαίρι, οι τράπεζες δεν βρήκαν επενδυτές για μοχλευμένα δάνεια και βρέθηκαν με αυξημένα ανοίγματα στα δικά τους χαρτοφυλάκια. Τον Μάρτιο εκδώσαμε επιστολή προς τους διευθύνοντες συμβούλους, ζητώντας τους να έχουν ένα πλαίσιο διάθεσης ανάληψης κινδύνου, σαφή όρια κινδύνου και ισχυρές ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σε αυτό το τμήμα της αγοράς.
- Είδαμε ότι δεν υπήρξε η ανταπόκριση που θα περιμέναμε μέχρι στιγμής. Επομένως, τώρα θα επιβάλλουμε πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις για ορισμένες τράπεζες που έχουν παρουσιάσει αδυναμίες σε αυτόν τον τομέα».
Η ανησυχία της ΕΚΤ για τα μοχλευμένα δάνεια εγγράφεται στο γενικότερο πλαίσιο των φόβων για επιδείνωση των συνθηκών στο τραπεζικό σύστημα της ευρωζώνης, εξαιτίας της αντίστοιχης επιδείνωσης του μακροοικονομικού περιβάλλοντος.
«Είναι μια περίεργη στιγμή», τόνισε ο Ενρία, «επειδή υπάρχει ένα είδος παραφωνίας από την άποψη της τραπεζικής εποπτείας. Αν κοιτάξετε τον ισολογισμό των τραπεζών, όλα φαίνονται πολύ καλά. Το πρώτο εξάμηνο του έτους ήταν πολύ θετικό. Είμαι σίγουρος ότι και το τρίτο τρίμηνο θα κλείσει πολύ καλά. Η πλήρης χρονιά θα είναι μάλλον μια καλή χρονιά. Εάν εξετάσετε επίσης τις προβλέψεις, εάν εξετάσετε τις βασικές παραδοχές – ακόμη και ρηχή ύφεση, καθοδικά σενάρια – η θετική επίδραση των επιτοκίων στα περιθώρια φαίνεται να κυριαρχεί, ακόμη και υπό το πρίσμα της πιθανής επιδείνωσης της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού ή της αύξησης του κόστους χρηματοδότησης και της αναπροσαρμογής της αποτίμησης των χαρτοφυλακίων τίτλων. Όλα είναι θετικά για τις τράπεζες».
Ο επικεφαλής της εποπτείας, όμως, έσπευσε να προσθέσει: «Στη συνέχεια, κοιτάζετε τις παγκόσμιες εξελίξεις και νομίζω ότι αρχίζετε να βλέπετε μια πολύ πιο ζοφερή εικόνα. Ανησυχώ ιδιαίτερα γιατί αν ανατρέξετε στην πανδημία, αυτό που είχατε εκεί ήταν μια κατάσταση στην οποία είχαμε μια ψυχρολουσία στην αρχή, αλλά στη συνέχεια οι διαδοχικές προβλέψεις άρχισαν να βελτιώνονται και να βελτιώνονται. Εδώ έχουμε το αντίθετο – ξεκινήσαμε με την ιδέα ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία ήταν ίσως ένα είδος στοχευμένου σοκ για τις τράπεζες με έκθεση εκεί. Τότε αρχίζεις να βλέπεις ότι η μία μακροοικονομική πρόβλεψη μετά την άλλη γίνεται όλο και χειρότερη. Αυτό είναι κάτι που με αφήνει λίγο επιφυλακτικό και πιστεύω ότι πρέπει να παραμείνουμε πολύ επικεντρωμένοι στο σενάριο κινδύνου που έχουμε μπροστά μας».