Γιατί είναι τόσο χαμηλά τα επιτόκια καταθέσεων στην Ελλάδα; Γιατί οι τράπεζες πέρασαν στους πελάτες τους μόνο ένα ελάχιστο μέρος των αυξήσεων στα ευρωπαϊκά επιτόκια, που έφθασαν σε επίπεδα ρεκόρ;
Αυτά τα ερωτήματα θα προσπαθήσει να απαντήσει η Επιτροπή Ανταγωνισμού με την κλαδική έρευνα που άρχισε πρόσφατα. Αλλά η απάντηση είναι εκ των προτέρων προφανής ακόμη και σε πρωτοετείς οικονομικών σχολών: Επειδή στην ελληνική αγορά είναι πρακτικά αδύνατο να λειτουργήσει ο ανταγωνισμός μεταξύ των τραπεζών.
Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΣΑΜΠΑΝΗ*
Στην πραγματικότητα, το μόνο που επιτυγχάνεται με μια κλαδική έρευνα για τα επιτόκια καταθέσεων (σημειωτέον ότι η κλαδική έρευνα είναι το πιο «ανώδυνο» από τα εργαλεία που έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή Ανταγωνισμού), είναι μια επικοινωνιακή διαχείριση ενός προβλήματος που βιώνουν στην καθημερινότητά τους οι περισσότεροι Έλληνες.
Είναι μια προσπάθεια να περάσει στους πολίτες το μήνυμα ότι οι αρχές δεν κλείνουν τα μάτια σε ένα από τα σοβαρά προβλήματα της καθημερινότητας, αλλά σε πρακτικό επίπεδο δεν θα πρέπει να αναμένονται αποτελέσματα από αυτή την έρευνα.
Θεωρητικά, η Επιτροπή θα μπορούσε να προσφύγει σε πιο σοβαρά μέτρα. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, όπως είχε διερευνήσει με σαρωτικούς επιτόπιους ελέγχους το 2019 τα θέματα των τραπεζικών προμηθειών, να προχωρούσε σε αντίστοιχους ελέγχους στις τράπεζες και την Ελληνική Ένωση Τραπεζών και για τα επιτόκια καταθέσεων. Για να διαπιστώσει αν η διαμόρφωσή τους σε τόσο χαμηλά επίπεδα από όλες τις τράπεζες είναι ένα αποτέλεσμα της λεγόμενης στο δίκαιο του ανταγωνισμού «παράλληλης συμπεριφοράς», η οποία δεν τιμωρείται από τον νόμο, ή αν πρόκειται για μια εναρμονισμένη πρακτική κατόπιν συνεννοήσεων, που αποτελεί ένα από τα βασικά αδικήματα στο δίκαιο του ανταγωνισμού και τιμωρείται με πολύ υψηλά πρόστιμα.
Σχεδόν άτοκες καταθέσεις
Υπάρχουν ενδείξεις ότι τα χαμηλά επιτόκια από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες, που ελέγχουν σε συντριπτικό βαθμό την ελληνική αγορά, μπορεί να κρύβουν κάτι περισσότερο από μια «αθώα» παράλληλη συμπεριφορά.
Στα επιτόκια των καταθέσεων προθεσμίας, οι τράπεζες διαφοροποιούνται ελαφρώς σε ό,τι προσφέρουν στους καταθέτες και θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι λειτουργεί, σε κάποιο βαθμό, ο ανταγωνισμός. Όμως, στα επιτόκια των καταθέσεων μιας ημέρας, δηλαδή στους λογαριασμούς όπου οι καταθέτες διατηρούν μικρά ποσά και τα χρησιμοποιούν για τις καθημερινές τους συναλλαγές, η εικόνα είναι διαφορετική.
Όλες οι τράπεζες σε αυτούς τους λογαριασμούς προσφέρουν την ίδια απόδοση - περίπου μηδενική. Και από αυτή την πρακτική έχουν και το μεγαλύτερο όφελος οι τράπεζες, αφού οι καταθέσεις μιας ημέρας αποτελούν τον κύριο όγκο των καταθέσεών τους, με ποσοστό της τάξεως του 80%, ενώ οι καταθέσεις προθεσμίας παραμένουν σε πολύ χαμηλό ποσοστό.
Χάρη στα μηδενικά επιτόκια των καταθέσεων προθεσμίας, οι τράπεζες καταφέρνουν να κρατούν πολύ χαμηλά το μέσο επιτόκιο καταθέσεων, στο 0,54%, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος. Έτσι, κατορθώνουν να εμφανίζουν ένα από τα υψηλότερα περιθώρια επιτοκίου στην ευρωζώνη, χάρη στο οποίο πέτυχαν και πολύ υψηλή κερδοφορία και μοίρασαν, για πρώτη φορά ύστερη από μια 15ετία, μερίσματα στους μετόχους τους.
Από τις τράπεζες, το επιχείρημα που ακούγεται συνεχώς για να εξηγήσει τα μηδενικά επιτόκια στις καταθέσεις μίας ημέρες (μόλις 0,03%!) είναι ότι παντού οι λογαριασμοί αυτής της κατηγορίας έχουν πολύ χαμηλά επιτόκια. Αυτό ισχύει, αλλά με μια ουσιώδη διαφορά: στην ευρωζώνη το μέσο επιτόκιο των καταθέσεων μιας ημέρας είναι 0,39%, δηλαδή 13 φορές μεγαλύτερο από το ελληνικό!
Δεν αποκλείεται να αποφάσισε κάθε τράπεζα ξεχωριστά να ακολουθήσει αυτή την πολιτική και να μην υπάρχει ζήτημα σχηματισμού καρτέλ. Δεν μπορεί να αποκλεισθεί, όμως, και το ενδεχόμενο να έχει γίνει κάποιου είδους κεντρική συμφωνία για αυτό το θέμα.
Ασκήσεις επί χάρτου χωρίς ουσιαστική παρέμβαση
Αυτό θα ήταν ένα σοβαρό αδίκημα ανταγωνισμού, που με έναν αιφνιδιαστικό έλεγχο από την Επιτροπή Ανταγωνισμού ίσως να μπορούσε να διερευνηθεί και αυτή η έρευνα να κατέληγε σε κάποια σοβαρά αποτελέσματα. Φυσικά και έχουν πολύ υψηλό βαθμό δυσκολίας τέτοιες έρευνες, ειδικά σε κλάδους τόσο «στεγανούς», όσο ο ελληνικός τραπεζικός κλάδος.
Όμως μια έρευνα με αυτόν τον χαρακτήρα θα έπειθε περισσότερο ότι η Επιτροπή προσπαθεί πραγματικά να διερευνήσει το θέμα, πέρα από τις θεωρητικές ασκήσεις μιας κλαδικής έρευνας.
Άλλωστε, στο παρελθόν η Επιτροπή έχει καταφέρει να «στριμώξει» τις τράπεζες: Είχε διαπιστώσει την ύπαρξη συνεννοήσεων για θέματα τιμολογιακής πολιτικής εντός της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών. Με απόφαση που εξέδωσε το 2008 για τις διατραπεζικές προμήθειες, δεν είχε μεν επιβάλει κυρώσεις στις τράπεζες, αλλά επέβαλε μέτρα συμπεριφοράς, όπως το να αλλάξουν το καταστατικό της Ένωσης, για να διευκρινίζεται ρητά ότι δεν θα συζητούνται θέματα τιμολογιακής πολιτικής.
Πολλοί λένε ότι ήταν σκανδαλώδης η επιείκεια σε αυτή την έρευνα, που είχε σημαντικά ευρήματα για συνεννοήσεις στην Ένωση Τραπεζών, αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση.
Εξαφάνιση των κρατικών τραπεζών: Η βαριά κληρονομιά της χρεοκοπίας
Η ουσία είναι ότι η Επιτροπή Ανταγωνισμού, ακόμη και αν λειτουργούσε άριστα και είχε κάθε πρόθεση να διερευνήσει την υπόθεση, πολύ δύσκολα θα μπορούσε να αποκαταστήσει την υγιή λειτουργία του ανταγωνισμού στην αγορά, ώστε να δουν και οι καταθέτες κάποια καλύτερη απόδοση για τα χρήματά τους.
Ας μην κρύβουμε το προφανές: Στην Ελλάδα, το τραπεζικό σύστημα απελευθερώθηκε μόλις στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και ουδέποτε ο ανταγωνισμός λειτούργησε με επαρκή αποτελεσματικότητα. Αυτό αποδεικνύεται από διαδοχικές έρευνες της Επιτροπής Ανταγωνισμού, από τη δεκαετία του 2000 μέχρι και πρόσφατα -με την επιβολή, τον Δεκέμβριο του 2023, προστίμων συνολικού ποσού 41.8 εκατ. ευρώ σε πέντε τραπεζικά ιδρύματα και την Ελληνική Ένωση Τραπεζών.
Όμως, στο παρελθόν η διάρθρωση του τραπεζικού συστήματος ήταν τέτοια, ώστε ο ανταγωνισμός σε κάποιο βαθμό να λειτουργεί, περιορίζοντας τις ακρότητες. Πριν από τη βίαιη αναδιάρθρωση που έγινε μετά τη χρεοκοπία της χώρας και με επιτήρηση από τους ξένους δανειστές, υπήρχαν περισσότερες τράπεζες, ανάμεσά τους και ξένες και ήταν πιο δύσκολο να ευθυγραμμισθεί το σύστημα στην ίδια τιμολογιακή πολιτική -πάντα κάποιος ή κάποιοι μπορούσαν να κινηθούν «εκτός γραμμής».
Το σπουδαιότερο, όμως, ήταν ότι υπήρχε ισχυρή παρουσία του Δημοσίου στο τραπεζικό σύστημα. Ίσως, αν εξετάσει κανείς το θέμα θεωρητικά, η δουλειά του κράτους να μην είναι να κάνει τον… τραπεζίτη. Όμως, για μια αγορά με τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής, η λειτουργία ισχυρών τραπεζών με κάποια μορφή κρατικού μετοχικού ελέγχου, από την Εθνική μέχρι την Αγροτική και το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, ή ακόμη και το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων (όσο είχε τραπεζικές λειτουργίες), δημιουργούσε ένα ισχυρό αντίβαρο σε ακραίες συμπεριφορές των τραπεζών:
Στις καταθέσεις, για παράδειγμα, ακόμη και αν όλες οι ιδιωτικές τράπεζες αποφάσιζαν να ρίξουν τα επιτόκια στο μηδέν, γνώριζαν ότι θα διέτρεχαν τον κίνδυνο να χάσουν καταθέσεις, που θα πήγαιναν σε κρατικές τράπεζες με υψηλότερα επιτόκια.
Φτιάχνουν τον "νόμο" στην αγορά
Η αναδιάρθρωση του συστήματος που έγινε στα χρόνια των μνημονίων δεν ήταν μόνο βίαιη, αλλά δημιούργησε ένα νέο σύστημα με τόσο υψηλό βαθμό συγκέντρωσης (τον μεγαλύτερο στην ευρωζώνη), που είναι πρακτικά αδύνατο να λειτουργήσει ο ανταγωνισμός. Θεωρητικά, τέσσερα αρμοδίως εξουσιοδοτημένα στελέχη των συστημικών τραπεζών μπορούν να… πιουν ένα καφέ και να συμφωνήσουν οτιδήποτε, ακόμη και σε βασικά θέματα τιμολογιακής πολιτικής, γνωρίζοντας ότι αυτό που θα συμφωνήσουν θα είναι και ο "νόμος" για την αγορά.
Πρέπει να σημειωθεί ότι ο τρόπος που έγινε η αναδιάρθρωση του συστήματος στα χρόνια της μεγάλης κρίσης δεν ενέχει κάποια στοιχεία συνωμοσίας, αλλά υπαγορεύθηκε σε μεγάλο βαθμό από τις ιδιαίτερες συνθήκες της περιόδου. Το ελληνικό κράτος ήταν χρεοκοπημένο και δεν μπορούσε να στηρίξει τις τράπεζες χωρίς δανεισμό από την Ευρώπη και το ΔΝΤ. Με αυτά τα δανεικά, όμως, οι ευρωπαϊκοί κανόνες για τον ανταγωνισμό επέβαλαν να υποστηριχθούν μόνο συστημικές τράπεζες. Θεωρητικά, οι υπόλοιπες θα έπρεπε να αφεθούν να κλείσουν.
Σταθεροποίηση χωρίς ανταγωνισμό
Όμως, μπροστά στον κίνδυνο ανεξέλεγκτης κατάρρευσης σε περίπτωση «κουρέματος» καταθετών, καμιά τράπεζα δεν αφέθηκε να κλείσει. Ολες συγκεντρώθηκαν στις τέσσερις που είχαν συστημική βαρύτητα. Έτσι φθάσαμε στη σημερινή διάρθρωση του συστήματος, που ήταν αποτέλεσμα επιλογών, οι οποίες έγιναν με βασική προτεραιότητα τη σταθεροποίηση του συστήματος, χωρίς να δίνεται η παραμικρή σημασία στη λειτουργία του ανταγωνισμού.
Σε αυτή την αναδιάρθρωση, το χρεοκοπημένο Δημόσιο υποχρεώθηκε να χάσει τις συμμετοχές του στο τραπεζικό σύστημα. Ακόμη και κρατικές τράπεζες με ρόλο-κλειδί στην αγορά και στην οικονομία, όπως η Αγροτική και το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, υποχρεώθηκαν σε απορρόφηση από τις συστημικές. Η τραπεζική λειτουργία του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων σταμάτησε.
Το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας μπορεί να είναι τυπικά ένας δημόσιος φορέας και να συγκέντρωσε μεγάλα πακέτα τραπεζικών μετοχών, όμως από τη φύση του δεν είχε παρεμβατικό ρόλο σε θέματα που άπτονται των εμπορικών λειτουργιών των τραπεζών και βρισκόταν συνεχώς υπό την αυστηρή εποπτεία των ξένων δανειστών.
Κοντολογίς, η χρεοκοπία εξαφάνισε τη συμμετοχή του κράτους στο τραπεζικό σύστημα και πλέον οι τράπεζες λογοδοτούν μόνο σε ιδιώτες μετόχους και λειτουργούν με μοναδικό γνώμονα τη μεγιστοποίηση της κερδοφορίας τους.
Η σημερινή δομή του τραπεζικού συστήματος δεν επιτρέπει την παραμικρή αισιοδοξία για λειτουργία του ανταγωνισμού, έστω και στοιχειωδώς. Ακόμη και η δημιουργία του λεγόμενου «πέμπτου πυλώνα», με τη συγχώνευση της Attica Bank και της Παγκρήτιας, δεν δημιουργεί ένα φορέα με κρίσιμη μάζα για να ανταγωνισθεί τις τέσσερις συστημικές.
Όσα ακούγονται κατά καιρούς από τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστή Χατζηδάκη, περί ανταγωνισμού στα επιτόκια μέσω της διάθεσης εντόκων γραμματίων του Δημοσίου στο ευρύ κοινό, δεν αντέχουν σε σοβαρή κριτική.Τα ποσά που δανείζεται το Δημόσιο με έντοκα είναι ελάχιστα και προφανώς δεν αρκούν για να δημιουργηθεί ανταγωνιστική πίεση στις τραπεζικές καταθέσεις.
Οι ξένες τράπεζες
Μπορούμε να ελπίζουμε ότι κάποτε, κάτι θα αλλάξει; Ίσως, αλλά στο απώτερο μέλλον. Προς το παρόν, η Ελλάδα παραμένει μια αγορά την οποία οι ξένες τράπεζες έχουν σβήσει από τον χάρτη τους , όχι μόνο λόγω της χρεοκοπίας της προηγούμενης δεκαετίας και των βαρύτατων ζημιών που είχαν όσες δραστηριοποιούνταν στην Ελλάδα, αλλά και επειδή δεν υπάρχει ακόμη μια κρίσιμη μάζα επιχειρήσεων και νοικοκυριών με υγιή οικονομική θέση, ώστε μια ξένη τράπεζα να θελήσει να εισέλθει στην αγορά για να χορηγήσει δάνεια.
Αν η ελληνική αγορά προσελκύσει κάποιους νέους και σοβαρούς παίκτες στο τραπεζικό σύστημα, ίσως η λειτουργία του ανταγωνισμού να αποκατασταθεί και οι καταθέτες να απολαύσουν μεγαλύτερες αποδόσεις, αλλά και οι δανειολήπτες φθηνότερα δάνεια. Μέχρι τότε, θα πρέπει να παρηγορηθούμε με τις επικοινωνιακές ασκήσεις της Επιτροπής Ανταγωνισμού…
*Οικονομολόγος, πρώην στέλεχος τραπεζών