Πυρά κατά της ΓΣΕΕ για τη μελέτη του Ινστιτούτου Εργασίας (ΙΝΕ) της Συνομοσπονδίας την περίοδο 2010 - 2016 ασκεί ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ) στο εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων, κάνοντας λόγο για «Στάλιν» και για το σοβιετικό μοντέλο του κεντρικού σχεδιασμού της οικονομίας.
«Ακόμη και ο Στάλιν, αναγνωρίζοντας τη σχέση κόστους - τιμής πώλησης των προϊόντων, επέπληττε τους συντρόφους που ήθελαν χαμηλές τιμές στο ψωμί και υψηλές τιμές στο αλεύρι προκειμένου να ικανοποιήσουν, ταυτόχρονα, τους εργάτες και τους αγρότες», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Σύνδεσμος με αφορμή την πρόσφατη μελέτη της Συνομοσπονδίας.
Σύμφωνα με τη ΓΣΕΕ, «Οι δραματικές μειώσεις των μισθών στη μεταποιητική βιομηχανία δεν απέδωσαν τα προβλεπόμενα από τη θεωρία τής εσωτερικής υποτίμησης (αντίστοιχες μειώσεις των τιμών, συνακόλουθη αύξηση της ανταγωνιστικότητας και βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών), αλλά μετατράπηκαν σε αυξήσεις των κερδών, οι οποίες, μάλιστα, δεν συνοδεύτηκαν από αξιόλογες αυξήσεις των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου».
Ο ΣΕΒ καταλογίζει στο ΙΝΕ ΓΣΕΕ επιλεκτική επιλογή βάσης στους υπολογισμούς και αβάσιμες αιτιάσεις, τονίζοντας ότι η ζωή δεν ξεκίνησε το 2010 και ότι στη δεκαετία 2000-2010 της ευημερίας με δανεικά και της πτώχευσης της χώρας σημειώθηκε «τεράστια αύξηση των αμοιβών της εργασίας κατά 50,4%, όταν η παραγωγικότητα της εργασίας μειωνόταν κατά -1,4%».
« Το 2016, οι επενδύσεις στη μεταποίηση ανήλθαν σε €3,1 δισ., που είναι το υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας 15ετίας, αυξανόμενες με μέσο ετήσιο ρυθμό +15,7% από το 2013 και μετά. Η εικόνα αυτή, όμως, δεν αναδεικνύεται στη μελέτη του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ για το κόστος εργασίας και τα περιθώρια κέρδους στα χρόνια των Μνημονίων. Αντιθέτως, επιλέγεται μια ‘’ξύλινη’’ και δογματική ερμηνεία του τρόπου λειτουργίας των μεταποιητικών επιχειρήσεων, στη βάση των εξελίξεων στα εισοδηματικά μερίδια εργασίας και κεφαλαίου (δίκην οικονομικού αυτοματισμού)» αναφέρεται χαρακτηριστικά από το Σύνδεσμο.
«Η προτεραία κατάσταση δεν φαίνεται να απασχολεί το ΙΝΕ, δηλαδή δεν εγκαλούνται οι εκπρόσωποι των συνδικάτων γιατί συνέβαλαν στη μείωση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων που δίνουν δουλειά στα μέλη τους» επισημαίνει ο ΣΕΒ. Υποστηρίζει, επίσης, ότι «έχει, ίσως, έλθει η ώρα για το συνδικαλιστικό κίνημα και τους εκπροσώπους του να κάνουν την υπέρβαση και να νοιάζονται και για την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων του παραγωγικού και ανταγωνιστικού τομέα της οικονομίας που δίνουν διατηρήσιμες και καλές θέσεις εργασίας και αμοιβές στους εργαζόμενους, σε σχέση με την υπόλοιπη οικονομία και όχι να οδηγούν τις επιχειρήσεις, όπως στο παρελθόν, στην απαξίωση μέσω μαξιμαλιστικών διεκδικήσεων πέραν της κοινής λογικής και του καλώς εννοούμενου συμφέροντος των εργαζομένων».
Όσον αφορά το θέμα των τιμών, ο Σύνδεσμος υπογραμμίζει πως η κριτική «παραβλέπει το γεγονός ότι οι μεταποιητικές επιχειρήσεις δεν έχουν έλεγχο πάνω στις τιμές των προϊόντων που παράγουν για εξαγωγές ή υποκατάσταση εισαγωγών, αφού οι τιμές αυτές καθορίζονται στις διεθνείς αγορές». Και για τις επενδύσεις, τονίζει ότι το 2016, οι επενδύσεις στη μεταποίηση ανήλθαν σε 3,1 δισ. ευρώ, που είναι το υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας 15ετίας, αυξανόμενες με μέσο ετήσιο ρυθμό +15,7% από το 2013 και μετά.
«Ο κεντρικός σχεδιασμός δοκιμάσθηκε στο παρελθόν και απέτυχε» παρατηρεί δε με νόημα ο Σύνδεσμος. «Το καλύτερο στο οποίο μπορεί να προσβλέπει κανείς είναι οι επιχειρήσεις να διευκολύνονται από το κράτος στις επενδυτικές και λειτουργικές τους πρωτοβουλίες και οι εργαζόμενοι και οι εκπρόσωποί τους να νοιάζονται για την κερδοφορία των επιχειρήσεων στις οποίες δουλεύουν, που είναι και η μόνη εγγύηση για την απασχόληση και τα εισοδήματά τους» καταλήγει ο ΣΕΒ.