Ο νέος νόμος Κατσέλη, η πορεία υλοποίησης των προαπαιτούμενων της αξιολόγησης και η εκταμίευση των 970 εκατ. ευρώ – που αποτελούν μέρος των παρεμβάσεων ελάφρυνσης χρέους, μπαίνουν σήμερα στο τραπέζι του Eurogroup, χωρίς να υπάρχουν μεγάλες πιθανότητες αποφάσεων.
Το Συμβούλιο θα καταλήξει πιθανότατα σε μία πολιτική δήλωση για την «κατάσταση προόδου» όπου θα υπογραμμίζονται οι εκκρεμότητες, θα αφήσει πιθανότατα το θέμα της δόσης για την επόμενη συνεδρίασή του στις 5 Απριλίου και θα περιμένει τη γνωμοδότηση της ΕΚΤ για το νομοθετικό πλαίσιο προστασίας των δενειοληπτών πρώτης κατοικίας.
Το φλέγον θέμα που απασχολεί την ελληνική πλευρά δεν είναι η «φιλολογία» της πολιτικής δήλωσης του Eurogroup, ούτε η εκταμίευση των 970 εκατ. ευρώ, για τα οποία δεν υπάρχει η παραμικρή ανάγκη.
Η κυβέρνηση «καίγεται» να κλείσει το ζήτημα του νέου νόμου Κατσέλη, εντάσσοντας στις προστατευτικές διατάξεις τα επιχειρηματικά-επαγγελματικά δάνεια που έχουν δοθεί με προσημείωση ή υποθήκη πρώτης κατοικίας.
Ο ΥΠΟΙΚ Ευκλείδης Τσακαλώτος θα προσπαθήσει να πείσει τους ομολόγους του ότι είναι απολύτως αναγκαίο – και κοινωνικά και οικονομικά σκόπιμο – να περιληφθούν στο καθεστώς προστασίας και τα δάνεια αυτής της κατηγορίας.
Η ΕΚΤ βάζει στο παιχνίδι ΤτΕ-Στουρνάρα
Το επιχείρημα από την πλευρά των δανειστών είναι ότι θα προκύψει επιβάρυνση δυσβάστακτη για το τραπεζικό σύστημα.
Οι ελληνικές συστημικές τράπεζες παρουσίασαν βέβαια εντελώς διαφορετική εικόνα στις σχετικές εκθέσεις τους, όπου υπολογίζουν τα ποσά που θα χρειασθεί να ρυθμίσεις και τις προβλέψεις επισφαλειών που θα χρειασθεί να διενεργήσουν.
Η ΕΚΤ αμφισβητεί αυτές τις εκτιμήσεις, γι αυτό ζήτησε έκθεση από την ΤτΕ, δίνοντας ουσιαστικά ρόλο-κλειδί στον διοικητή της Γιάννη Στουρνάρα.
Φόρμουλα συμβιβασμού είναι δύσκολο να βρεθεί και για να υπάρξει λύση χωρίς να υπαναχωρήσει η ελληνική πλευρά, πρέπει να ληφθεί πολιτική απόφαση στο Eurogroup - κάτι που φαίνεται απίθανο στην παρούσα φάση.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η κυβέρνηση έχει λάβει τις αποφάσεις της: Θα εξαντλήσει πρώτα όλες τις δυνατότητες στο Eurogroup, περιμένοντας και την απαραίτητη γνωμοδότηση της ΕΚΤ. Αν δεν υπάρξει αποτέλεσμα, θα προχωρήσει μονομερώς στην κατάθεση νομοσχεδίου με τους όρους που θέλει – και τους οποίους έχει συμφωνήσει σε γενικές γραμμές με τους τραπεζίτες.
Συμβιβασμός «κατόπιν εορτής»
Εχει τη δυνατότητα να το κάνει, καθώς η χώρα δεν είναι πλέον σε μνημόνιο για να έχει άμεσες επιπτώσεις, ούτε οι δανειστές μπορούν πλέον να επιβάλουν άμεσα μέτρα.
Εάν κρίνουν ότι η Ελλάδα παραβαίνει τους ευρωπαϊκούς κανόνες, το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να κινήσουν την προβλεπόμενη διαδικασία προειδοποίησης. Για να φτάσουμε σε επιβολή κυρώσεων θα χρειαστούν μήνες.
Μέχρι τότε ο νόμος θα έχει εφαρμοσθεί, θα υπάρχουν τετελεσμένα, θα έχουν γίνει εκλογές, θα υπάρχει νέα κυβέρνηση. Υπό την απειλή ευρωπαϊκών κυρώσεων μπορεί στη συνέχεια να τροποποιηθεί, αλλά τα παραχθέντα αποτελέσματα (προστασία δανειοληπτών) δεν θα ανατραπούν.
Αυτή την τακτική ακολούθησαν κι άλλες χώρες στο παρελθόν. Μεταξύ αυτών η Γερμανία και η Πορτογαλία. Την εφάρμοσε πρόσφατα και η Ιταλία, αρνούμενη να ανακαλέσει σειρά παροχών που αύξαναν το έλλειμμα. Ο προϋπολογισμός με αυξημένο έλλειμμα ψηφίστηκε κόντρα στις υποδείξεις της ΕΕ και εν συνεχεία υπήρξε συμβιβασμός Βρυξελλών – Ρώμης, όταν τέθηκε η Ιταλία υπό την διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος.
Τα σενάρια για τη δόση
Υπό άλλες συνθήκες, μέγα θέμα στο Eurogroup θα ήταν η εκταμίευση της δόσης των 970 εκατ. ευρώ, στο πλαίσιο των παρεμβάσεων ελάφρυνσης χρέους (επιστροφή κερδών των κεντρικών τραπεζών της Ευρωζώνης από ελληνικά ομόλογα). Τώρα η Ελλάδα δεν έχει ανάγκη αυτά τα χρήματα και η κυβέρνηση δεν αγωνιά πότε θα τα εισπράξει.
Στο σημερινό Eurogroup είναι μάλλον απίθανο να ληφθεί απόφαση για εκταμίευση. Υπάρχει μικρή πιθανότητα να δοθεί κάποια προέγκριση, η οποία θα οριστικοποιηθεί και θα ενεργοποιηθεί μετά από συνεδρίαση του EuroWorking Group, όπου θα επιβεβαιωθεί η συντελεσθείσα πρόοδος στην υλοποίηση προαπαιτούμενων.
Επικρατέστερο σενάριο να μη ληφθεί σήμερα καμία απόφαση για τη δόση των 970 εκατ. ευρώ και το θέμα να παραπεμφθεί στην επόμενη συνεδρίαση του Eurogroup, στις 5 Απριλίου.