Σε άμεσο κίνδυνο βρίσκονται οι αυξήσεις λόγων τριετιών, που χορηγήθηκαν από τον Φεβρουάριο του 2019 σε χιλιάδες εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα, καθώς ο ΣΕΒ έχει προσφύγει στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ζητώντας την ακύρωσή τους.
Μετά την κατάργηση του βάσιμου λόγου απόλυσης και της μείωσης των προστίμων για την αδήλωτη εργασία, που ήταν επίσης αιτήματα του ΣΕΒ, τώρα οι εργοδοτικοί φορείς να ακυρωθούν οι αυξήσεις που χορηγήθηκαν λόγω των τριετών, παράλληλα με την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού και την κατάργηση του υποκατώτατου μισθού.
Η προσφυγή κατατέθηκε στις 27 Ιουνίου, διαβιβάστηκε στο υπουργείο Εργασίας, στις 2 Ιουλίου, λίγο πριν τις εκλογές και είναι προγραμματισμένη να εκδικαστεί στις 8 Οκτωβρίου, δηλαδή σε περίπου 15 μέρες, στο Δ΄Τμήμα του ΣτΕ με πρόεδρο την αντιπρόεδρο του ΣτΕ Μαρία Καραμανώφ και εισηγήτρια τη Σύμβουλο Επικρατείας Μαρία Παπαδοπούλου.
Το ερώτημα είναι τι πράξει το υπουργείο Εργασίας και συγκεκριμένα εάν θα υποστηρίξει τη διάταξη που είχε νομοθετηθεί από την πρώην υπουργό Εργασίας, Έφη Αχτσιόγλου ή θα συνταχθεί με το αίτημα του ΣΕΒ για την ακύρωση των συγκεκριμένων αυξήσεων. Είθισται το υπουργείο Εργασίας να υποστηρίζει στα δικαστήρια τις διατάξεις της νομοθεσίας που είναι υπερ των εργαζομένων, αλλά στην παρούσα συγκυρία διαπιστώνεται ταύτιση απόψεων κυβέρνησης και ΣΕΒ, όπως άλλωστε συνέβη με την κατάργηση του «βάσιμου λόγου απόλυσης» .
Ειδικότερα, με την αύξηση του κατώτατου μισθού, «ξεπάγωσαν» και οι τριετίες, με αποτέλεσμα να προκύψουν αυξήσεις μισθών πάνω από 80 ευρώ τον μήνα.
Ειδικότερα, όσοι είχαν έως το 2012 συμπληρώσει προϋπηρεσία δικαιούνται προσαύξηση 10% για κάθε τριετία και έως τρεις τριετίες και συνολικά 30% για 9 έτη και άνω.
Επίσης οι εργατοτεχνίτες, που αμείβονται με ημερομίσθιο, αυτό προσαυξάνεται 5% για κάθε τριετία προϋπηρεσίας έως τον Φεβρουάριο του 2012 και έως έξι τριετίες. Συνολικά η αύξηση είναι 30% για 18 έτη και άνω.
Στο πλαίσιο αυτό, όσοι εισπράττουν τις 3ετίες που είχαν θεμελιώσει έως το 2012 έχουν επιπλέον αύξηση, πέραν της αύξησης των 64 ευρώ, που προκύπτει από την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού.
Όλα αυτά όμως είναι υπό αίρεση, εάν το ΣτΕ κάνει δεκτή την προσφυγή του ΣΕΒ, στις 8 Οκτωβρίου.
Η προσφυγή και ο κίνδυνος
Ειδικότερα, ο ΣΕΒ, σε προσφυγή του την οποία κατέθεσε στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, ζητεί την ακύρωση της σχετικής εγκυκλίου του υπουργείου Εργασίας με την οποία προβλέπεται η προσαύξηση του νέου κατώτατου μισθού από 1η Φεβρουαρίου 2019 με βάση την προϋπηρεσία των μισθωτών (τριετίες).
Η εγκύκλιος, όπως τονίζει ο ΣΕΒ, είναι άκυρη επειδή δεν πήρε ΦΕΚ. Επίσης θεωρεί ότι είναι άκυρη και επειδή αναπροσαρμόζει τα ποσά στις τριετίες από τα 650 ευρώ και άνω. Στο σημείο αυτό ο ΣΕΒ επισημαίνει ότι με βάση τους μνημονιακούς νόμους (ν.4172/2013 αρ. 103 και 4093/2012), ο κατώτατος μισθός ορίζεται ως μοναδιαία αξία (ποσό) αναφοράς. Συνεπώς, οι τριετίες μένουν «παγωμένες» και δεν πρέπει να αυξηθούν μέχρι η ανεργία να υποχωρήσει σε μονοψήφιο ποσοστό, όπως ορίζεται στον σχετικό νόμο.
Στην εγκύκλιο του υπουργείου Εργασίας υπάρχει καθορισμός του μισθού με βάση τις τριετίες ως εξής: Για τους έχοντες 0-3 έτη προϋπηρεσίας, 650 ευρώ, για τους έχοντες 3-6 έτη προϋπηρεσίας 715 ευρώ, για τους έχοντες 6-9 έτη προϋπηρεσίας, 780 ευρώ και για τους έχοντες άνω των 9 ετών προϋπηρεσία, 845 ευρώ.
Ο ΣΕΒ ως έναν από τους λόγους ακύρωσης της απόφασης προβάλλει επίσης ότι αυτή ελήφθη χωρίς να έχει πραγματοποιηθεί πρώτα η απαραίτητη διαβούλευση με τους φορείς και ότι θίγει τα συμφέροντα των εργοδοτών.
Αναλυτικότερα στην προσφυγή υποστηρίζεται ότι με την προσβαλλόμενη εγκύκλιο:
- «Εισάγονται, παρά τον φαινομενικά και ερμηνευτικό της χαρακτήρα, νέες αυτοτελείς ρυθμίσεις περί καθορισμού κατώτατου μισθού και ημερομισθίου, ορίζοντας ότι τα προβλεπόμενα με την υπ’ αριθμ 30/1/2019 υπουργική απόφαση περί καθορισμού κατώτατου μισθού και ημερομισθίου ποσά θα προσαυξάνονται λόγω προϋπηρεσίας (τριετία)».
- «Η προσβαλλόμενη εγκύκλιος αποτελεί έτσι εκτελεστή πράξη της Διοίκησης με κανονιστικό χαρακτήρα, η οποία θίγει τα επαγγελματικά και οικονομικά συμφέροντα ημών και των μελών μας».
- «Η αύξηση με την προσβαλλομένη του ύψους του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και του αντίστοιχου ημερομισθίου διά της προσθήκης προσαυξήσεων λόγω τρετιών, χωρίς νομοθετικό έρεισμα και χωρίς να έχει τηρηθεί η κατά νόμο προβλεπόμενη ως ουσιώδης τύπος διαδικασία της διαβούλευσης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και της κυβέρνησης, ήδη αποτελεί ενεστώσα οικονομική επιβάρυνση για σημαντικό ποσοστό των μελών μας».
- Κατά τον ΣΕΒ και τους ισχυρισμούς του, η επιβάρυνση αυτή είναι επαχθέστερη ειδικά όσον αφορά όσες επιχειρήσεις δεν ανήκουν στις μεγάλες και οικονομικά εύρωστες και ήδη αντιμετωπίζουν δυσχέρειες και ο κλονισμός της βιωσιμότητάς τους είναι μη απίθανο ενδεχόμενο.