Ο ανθρώπινος εγκέφαλος με τα εξελιγμένα σύγχρονα χαρακτηριστικά του εμφανίσθηκε αργότερα από ό,τι θεωρείτο έως τώρα.
Σύμφωνα με νέες εκτιμήσεις των επιστημόνων, αυτό συνέβη περίπου πριν 1,5 έως 1,7 εκατομμύρια χρόνια και αφότου οι «όρθιοι» πρόγονοι μας Homo Erectus είχαν προ καιρού κάνει την πρώτη έξοδό τους από την Αφρική.
Αναλύοντας τα αποτυπώματα που οι αρχαίοι εγκέφαλοι άφησαν στο εσωτερικό των απολιθωμένων κρανίων που έχουν βρεθεί έως τώρα, οι ερευνητές από πολλές χώρες, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Science», κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο εγκέφαλος του πρώιμου Homo διατηρούσε ακόμη μια πρωτόγονη πιθηκοειδή οργάνωση του μετωπιαίου λοβού και μόνο πολύ αργότερα φαίνεται να αποκτά μια δομή ανάλογη με τη σημερινή περίπου.
Η νέα μελέτη θέτει σε αμφισβήτηση την εδραιωμένη εδώ και χρόνια θεωρία ότι εξαρχής οι πρώτοι Homo είχαν ανθρώπινη και σύγχρονη εγκεφαλική οργάνωση, αντιτείνοντας ότι η εξελικτική ιστορία του ανθρώπινου εγκεφάλου είναι μάλλον πιο πολύπλοκη από ό,τι είχε θεωρηθεί μέχρι σήμερα.
Ο σημερινός ανθρώπινος εγκέφαλος είναι όχι μόνο μεγαλύτερος αλλά δομικά διαφορετικός από εκείνον των στενότερων συγγενών μας, των μεγάλων πιθήκων, ιδίως στις περιοχές του μετωπιαίου λοβού που εμπλέκονται στις διάφορες γνωστικές-νοητικές ικανότητες, τη γλώσσα, το χειρισμό εργαλείων κ.α.
Το πότε ακριβώς αυτές οι διαφορές αναδύθηκαν στον ανθρώπινο εγκέφαλο, αποτελεί το επίμαχο σημείο. Η απάντηση δεν είναι εύκολη, επειδή ο εγκεφαλικός ιστός σχεδόν ποτέ δεν απολιθώνεται, συνεπώς εκτιμήσεις μπορούν να γίνουν μόνο έμμεσα, από το σχήμα και τις δομές που έχουν αποτυπωθεί πάνω στην εσωτερική επιφάνεια των λιγοστών απολιθωμένων κρανίων που έχουν ανακαλυφθεί.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την ανθρωπολόγο Μαρτσία Πόνσε ντε Λεόν του Πανεπιστημίου της Ζυρίχης, έκαναν -με τη βοήθεια της υπολογιστικής τομογραφίας και άλλων σύγχρονων απεικονιστικών τεχνικών- συγκριτική διαχρονική ανάλυση 39 τέτοιων κρανίων από τη Γεωργία, την Αφρική και τη Νοτιοανατολική Ασία, ηλικίας δύο εκατομμυρίων έως 70.000 ετών, καθώς επίσης 110 σύγχρονων ανθρώπινων κρανίων και σχεδόν 200 κρανίων μεγάλων πιθήκων.
Έτσι, συμπέραναν ότι οι δομικές καινοτομίες στον ανθρώπινο εγκέφαλο, οι οποίες πιστεύεται ότι επέτρεψαν την ανάπτυξη εξελιγμένων συμπεριφορών και δεξιοτήτων, εμφανίστηκαν εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια αργότερα του αναμενομένου στην εξελικτική πορεία του γένους Homo, περίπου πριν 1,5 έως 1,7 εκατομμύρια χρόνια, και πάντως δεν υπήρχαν όταν οι «όρθιοι» πρόγονοι μας ξεκίνησαν τις πρώτες μεταναστεύσεις τους από την Αφρική προς άλλες ηπείρους.
«Οι πρώιμοι πληθυσμοί του γένους μας Homo είχαν αρκετά πρωτόγονους πιθηκοειδείς εγκεφάλους, όπως οι πρόγονοι μας, οι Αυστραλοπίθηκοι», δήλωσε η Λεόν.
Τα αρχαιότερα απολιθώματα του γένους Ηomo έχουν βρεθεί στην Αιθιοπία και χρονολογούνται προ 2,8 εκατ. ετών, αλλά χωρίς να διατηρείται το εσωτερικό του κρανίου. Παρόμοια έλλειψη υπάρχει και για τα απολιθώματα έως πριν 1,8 εκατ. χρόνια. Αυτό το κενό του ενός εκατομμυρίου ετών συσκοτίζει την εξέλιξη του ανθρώπινου εγκεφάλου.
Τα αρχαιότερα καλοδιατηρημένα κρανία Homo erectus βρέθηκαν στο Ντμάνισι της Γεωργίας και είναι ηλικίας περίπου 1,8 εκατ. ετών. Αυτά τα κρανία, σύμφωνα με τη νέα έρευνα, φαίνεται να περιέκλειαν ένα πρωτόγονο εγκέφαλο παρόμοιο με των Αυστραλοπιθήκων, χωρίς πάντως αυτό να εμποδίσει τον «όρθιο» άνθρωπο να τολμήσει τη μαζική έξοδό του από την Αφρική, τη δημιουργία διαφόρων εργαλείων, την ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων κ.α.
Οι άνθρωποι του Ντμάνισι θεωρούνται ανάμεσα στους πρώτους Homo erectus που μετανάστευσαν από τη «μαύρη» ήπειρο.
Άλλοι πάντως επιστήμονες διαφωνούν με αυτή την ερμηνεία και περιμένουν περισσότερα στοιχεία για να πεισθούν. Πολλοί παλαιοανθρωπολόγοι πιστεύουν ότι τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά στον εγκέφαλο του γένους Homo αναδύθηκαν την ίδια περίπου εποχή που ο Homo εξελίχθηκε από το γένος των Αυστραλοπιθήκων, όπως ήταν η γνωστή «Λούσι», πριν περίπου 2,5 έως 2,8 δισεκατομμύρια χρόνια.
Αντιτείνουν επίσης ότι τα αρχαιότερα λίθινα εργαλεία έχουν ηλικία τουλάχιστον 3,3 εκατομμυρίων ετών, πολύ πριν την εμφάνιση του γένους Homo.
Η διεύθυνση για την επιστημονική δημοσίευση:
https://science.sciencemag.org/content/372/6538/165