Μέσα στην πρωτοφανή κρίση και τις ανάγκες που δημιουργεί η πανδημία, η χώρα μας μπορεί να ελπίζει ότι τα 70 δισ. που εξασφάλισε από το Ταμείο Ανάκαμψης και από τον κοινοτικό προϋπολογισμό, θα αποτελέσουν θεμέλιο και πολύτιμο εργαλείο για το μετασχηματισμό της οικονομίας της και την επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης.
Η επιτυχής διαπραγμάτευση με τους Ευρωπαίους εταίρους ήταν μόνο η αρχή μιάς μεγάλης προσπάθειας, που τα αποτελέσματα της θα φανούν και θα αξιολογηθούν σε βάθος χρόνου.
Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΣΑΜΠΑΝΗ*
Η κυβέρνηση θα βρεθεί τα επόμενα χρόνια μπροστά σε μιά μεγάλη πρόκληση, έχοντας να αντιμετωπίσει την κακή “παράδοση” που έχει δημιουργήσει η χώρα μας στη διαχείριση επιδοτήσεων - ξεκινώντας από το Σχέδιο Μάρσαλ και φθάνοντας στα κονδύλια ευρωπαϊκών προγραμμάτων.
Στη μεταπολεμική περίοδο, η ανικανότητα και διαφθορά στο δημόσιο τομέα, σε συνδυασμό με τη δράση επιχειρηματικών συμφερόντων που έβλεπαν τα διεθνή προγράμματα ως ευκαιρία προσωπικού πλουτισμού και όχι ως εργαλεία χρηματοδότησης αναπτυξιακών πρωτοβουλιών, δημιούργησαν ατελείωτη σειρά χαμένων ευκαιριών.
Δεν βοήθησαν πολύ στην ανάπτυξη
Για τα προγράμματα της ΕΕ που άρχισαν το 1980, συμπεριλαμβανομένων των περίφημων “ΜΟΠ” (Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων”) και του Πακέτου Ντελόρ, είναι χαρακτηριστικό αυτό που τονίζουν σε πρόσφατη ανάλυσή τους οι οικονομολόγοι του ΣΕΒ:
«Τα διαρθρωτικά προγράμματα της ΕΕ έχουν συνεισφέρει στην Ελλάδα €160 δισ. ή ένα ΑΕΠ. Όμως το αναπτυξιακό τους αποτύπωμα παραμένει περιορισμένο και ασαφές. Η έμφαση στις δαπάνες ως κριτήριο ενισχύσεων αλλά και αποτίμησης, η γραφειοκρατία και η έλλειψη αναπτυξιακού σχεδιασμού έχουν συμβάλει σε αυτό».
Για το ΕΣΠΑ της προγραμματικής περιόδου 2014 - 2020, ο ΣΕΒ τονίζει ότι καταλήξαμε σε έναν «αγώνα απορρόφησης των ευρωπαϊκών πόρων, παρά σε μεγιστοποίηση του αναπτυξιακού αποτυπώματος. Η απορρόφηση ανέρχεται στο 87%, έναντι 85% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Όμως, η εκτέλεση (δηλαδή η εκταμίευση των πόρων από τα δημόσια ταμεία στην πραγματική οικονομία) είναι μόλις στο 35% (5η χειρότερη επίδοση στην ΕΕ)».
Με κριτήρια πελατειακών σχέσεων
Επισημαίνει επίσης ότι «ένα θεμελιώδες πρόβλημα στο σχεδιασμό του ΕΣΠΑ αυτής της προγραμματικής περιόδου είναι ότι χρηματοδοτεί πολύ μικρά έργα, τα οποία δεν μπορούν να δώσουν αναπτυξιακή ώθηση. Αυτό το μετατρέπει από εργαλείο ανάπτυξης σε άτοκο κεφάλαιο κίνησης».
Πίσω από αυτή την επισήμανση, κρύβεται βέβαια μια άλλη μεγάλη «πληγή» του πολιτικού συστήματος και της δημόσιας διοίκησης: οι πελατειακές σχέσεις. Γιατί είναι προφανές ότι, πίσω από την επιλογή των κυβερνήσεων να διαθέσουν τα κονδύλια του ΕΣΠΑ σε πολλά μικρά έργα και σε μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων, βρίσκεται η προσπάθεια εξυπηρέτησης όσο γίνεται περισσότερων «πελατών» της πολιτικής εξουσίας. Μια εξυπηρέτηση που καταλήγει σε θυσία του αναπτυξιακού αποτελέσματος.
Είναι χαρακτηριστικά όσα επισημαίνουν οι αναλυτές του ΣΕΒ: «Μετά από 40 χρόνια στην ενωμένη Ευρώπη, και €160δισ. σε διαρθρωτικά προγράμματα (περίπου ένα ΑΕΠ), το αναπτυξιακό αποτύπωμα των πόρων αυτών έχει παραμείνει περιορισμένο και η σύγκλιση αποτελεί ζητούμενο. Ενδεικτικά, οι ελληνικές ΜμΕ εξακολουθούν να έχουν το 50% της παραγωγικότητας των αντίστοιχων της ΕΕ. Ακόμα και σε σύγκριση με συγκρίσιμες οικονομίες όπως της Πορτογαλίας, ο ρόλος των ΜμΕ έχει συρρικνωθεί. Δημιουργούν σήμερα 30% λιγότερη προστιθέμενη αξία σε σχέση με το 2008, ενώ στην Πορτογαλία την έχουν αυξήσει κατά 18%. Επίσης, οι ελληνικές ΜμΕ έχουν εξαγωγές αξίας €20 δισ. έναντι €33 δισ. στην Πορτογαλία».
Η ευκαιρία του Κ. Μητσοτάκη
Η σημερινή κυβέρνηση έχει δείξει ότι έχει την πρόθεση να αξιοποιήσει τους κοινοτικούς πόρους με αναπτυξιακό όραμα που ξεπερνά τα όρια του ελληνικού πολιτικού συστήματος και της δημόσιας διοίκησης. Ένας νομπελίστας καθηγητής Οικονομικών, ο Χριστόφορος Πισσαρίδης, έχει επιλεγεί ως πρόεδρος μιας επιτροπής σημαντικών επιστημόνων, η οποία κατήρτισε ολοκληρωμένη αναπτυξιακή πρόταση, στο πλαίσιο της οποίας θα τεθεί και η αξιοποίηση των πόρων.
Οντας πολιτικά κυρίαρχη, με πολύ υψηλά ποσοστά αποδοχής από την κοινή γνώμη, η κυβέρνηση Μητσοτάκη διαθέτει το πολιτικό κεφάλαιο για να προσπαθήσει να αλλάξει τους «κανόνες παιχνιδιού» στην αξιοποίηση αυτών των πόρων, τόσο για τη δημόσια διοίκηση, όσο και για τους επιχειρηματίες του ιδιωτικού τομέα.
Η κοινή γνώμη, εξάλλου, είναι πλέον ώριμη να υποστηρίξει κάθε προσπάθεια σοβαρής μεταρρύθμισης και υπέρβασης νοσηρών πρακτικών του παρελθόντος.
Ο πρωθυπουργός έχει όλες τις προϋποθέσεις για να μετατρέψει τα 70 δισ. ευρώ στο κεφάλαιο που θα οδηγήσει τη χώρα σε μια νέα εποχή βιώσιμης ανάπτυξης με μεγάλη χρονική διάρκεια. Αυτή η σπάνια ευκαιρία δεν πρέπει να χαθεί.
*Οικονομολόγος, πρώην στέλεχος τραπεζών