Προβλήματα πρόσβασης σε χρηματοοικονομικές υπηρεσίες αντιμετώπισε το 18% των καταναλωτών παγκοσμίως, λόγω της αξιολόγησης των πληροφοριών τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (social media) μέσω συστημάτων βαθμολόγησης, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Kaspersky, Social credits and security: embracing the world of ratings.
Ενώ τέτοια συστήματα κοινωνικής βαθμολόγησης είναι πλέον πιο διαδεδομένα και έχουν ήδη εφαρμοστεί σε πολλές χώρες και βιομηχανικούς τομείς, η δημιουργία τους απαιτεί περισσότερη προσοχή, καθώς μπορεί να οδηγήσουν σε αρνητικές συνέπειες.
Σχεδόν όλες οι υπηρεσίες που χρησιμοποιούμε στο διαδίκτυο για σχεδόν κάθε πτυχή της ζωής μας - από κοινωνικά δίκτυα έως τραπεζικούς λογαριασμούς - βασίζονται σε δεδομένα για να κάνουν τη ζωή των ανθρώπων ευκολότερη. Με προσωπικές πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένης της δραστηριότητας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οι οργανισμοί είναι σε θέση να προσφέρουν σε υπάρχοντες και δυνητικούς πελάτες τους προσαρμοσμένες στις ανάγκες τους υπηρεσίες.
Ωστόσο, μια τέτοια αξιολόγηση συμπεριφοράς οδηγεί επίσης σε βαθμολογίες κοινωνικής πιστοληπτικής ικανότητας με βάση αυτοματοποιημένους αλγόριθμους που μπορεί να επηρεάσουν την προσωπική μας ζωή. Οι καταναλωτές έχουν μοιραστεί παραδείγματα τέτοιων εμπειριών στη σχετική έκθεση της Kaspersky.
Σύμφωνα με τα ευρήματα, το 18% των καταναλωτών αντιμετώπισαν προβλήματα στη λήψη δανείων ή στεγαστικών δανείων λόγω των πληροφοριών που συλλέχθηκαν σχετικά με αυτούς από τον λογαριασμό τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με αυτούς μεταξύ 25-34 ετών (32%) που βασίζονται περισσότερο στις υπηρεσίες αυτές να είναι και εκείνοι που επηρεάστηκαν περισσότεροι.
Παρόλο που υπάρχουν υφιστάμενοι και γνωστοί κανονισμοί για τη βαθμολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας με βάση την οικονομική συμπεριφορά, δεν υπάρχει πλαίσιο που να γνωρίζουν οι πολίτες όταν πρόκειται για συστήματα που συλλέγουν προσωπικές πληροφορίες από τα διαδικτυακά μας προφίλ.
Η έκθεση της Kaspersky δείχνει ότι οι άνθρωποι είναι έτοιμοι να μοιραστούν ευαίσθητα ιδιωτικά δεδομένα για να εξασφαλίσουν καλύτερες τιμές και εκπτώσεις και να λάβουν ειδικές υπηρεσίες. Ταυτόχρονα, ένας σημαντικός αριθμός καταναλωτών παραμένουν σε εγρήγορση αναφορικά με τον τρόπο που οι ίδιοι χρησιμοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ορισμένοι ενδέχεται να μην εξετάζουν το ενδεχόμενο να αφήσουν οργανισμούς να «κρυφοκοιτάξουν» την προσωπική τους ζωή.
Για παράδειγμα, το ένα τέταρτο (26%) των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι δεν θα μοιράζονταν το προφίλ τους για να μπορούν να πάρουν γρήγορη έγκριση μέσω ελέγχων ιστορικού των πιστωτικών τους καρτών. Μια ελαφρώς χαμηλότερη ποσοστιαία ομάδα δεν είναι άνετη με την κοινή χρήση αυτού του είδους προσωπικών πληροφοριών προκειμένου να εξασφαλίσει μια θέση σε ένα κορυφαίο σχολείο για το παιδί τους (20%) ή ένα καλύτερο διαμέρισμα προς ενοικίαση (18%).
«Στον σημερινό ψηφιακό κόσμο, ένα σύστημα κοινωνικής βαθμολόγησης σύντομα θα επεκταθεί περισσότερο, και δεν θα αποτελεί μόνο μια επιλογή αλλά ένα αναπόσπαστο μέρος πολλαπλών υπηρεσιών. Ωστόσο, η παγκόσμια έρευνα της Kaspersky υπογραμμίζει ότι υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων που δεν θέλουν να μοιραστούν τις προσωπικές τους πληροφορίες προκειμένου να διασφαλίσουν οποιεσδήποτε προσφορές. Η γνώμη τους δεν μπορεί να αγνοηθεί και καθώς οι προγραμματιστές δημιουργούν αλγόριθμους AI σε κοινωνικές αξιολογήσεις, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα όλων, καθώς και ζητήματα εμπιστοσύνης και διαφάνειας», σχολιάζει ο Marco Preuss, διευθυντής της παγκόσμιας ομάδας έρευνας και ανάλυσης της Kaspersky στην Ευρώπη.
Ενώ οι επιχειρήσεις προσπαθούν να επωφεληθούν από την τεχνολογία και τα δεδομένα των καταναλωτών με νέους τρόπους, οι καταναλωτές εξετάζουν επίσης σε ποιους οργανισμούς μπορούν να εμπιστευτούν τα δεδομένα τους - καθώς το τοπίο των ψηφιακών απειλών συνεχίζει να διευρύνεται και η προστασία των προσωπικών δεδομένων μπορεί να είναι μια μεγάλη πρόκληση.
Η Kaspersky διαπίστωσε ότι οι καταναλωτές εμπιστεύονται περισσότερο τους ιατρούς, τις τράπεζες ή τις ασφαλιστικές εταιρείες με τα δεδομένα τους παρά τις κυβερνήσεις. Έτσι, μόνο το 19% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι δεν εμπιστεύονται αυτές τις εταιρείες ή υπηρεσίες για την αποθήκευση των προσωπικών τους δεδομένων, ενώ το ένα τέταρτο (24%) των καταναλωτών δηλώνει ότι δεν εμπιστεύεται την κυβέρνηση.
Ο καθηγητής Chengyi Lin, Affiliate Professor of Strategy στο INSEAD, σχολιάζει: «Ο κύριος στόχος ενός συστήματος κοινωνικής βαθμολόγησης είναι η μέτρηση και η βελτίωση της εμπιστοσύνης - τόσο στον ψηφιακό όσο και στον φυσικό κόσμο. Ταυτόχρονα, το σύστημα θα απαιτήσει εμπιστοσύνη από το κοινό για να λειτουργήσει. Ανάλογα με το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτιστικό πλαίσιο, το επίπεδο συνολικής εμπιστοσύνης σε διάφορους οργανισμούς αλλά και στον ψηφιακό κόσμο ποικίλλει ανά χώρα. Ως εκ τούτου, η απόφαση για το αν θα σχεδιάσει και θα εφαρμόσει ένα σύστημα κοινωνικής βαθμολόγησης, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, είναι πιθανό να εναπόκειται στην κάθε χώρα ξεχωριστά. Πέρα από τις προφανείς ανησυχίες σχετικά με το απόρρητο και την ασφάλεια των δεδομένων, πριν τη λήψη της τελικής απόφασης θα πρέπει να εξετάσει προσεκτικά τι συμβιβασμούς είναι διατεθειμένη να κάνει η κοινωνία, σε ποιον είναι διατεθειμένη να εμπιστευτεί τον σχεδιασμό και τη λειτουργία του συστήματος και πώς θα εφαρμοστεί και θα κυβερνηθεί το σύστημα».