Τις ενδείξεις μαζικής συλλογής κιαι επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων των πολιτών εκ μέρους της κυβέρνησης Μητσοτάκη φέρνει στο φως η εφημερίδα Documento. Ο εκδότης της εφημερίδας Κώστας Βαξεβάνης παρουσιάζει σε σημερινό άρθρό του αντίστοιχες καμπάνιες πολιτικής επικοινωνίας σε γειτονικές βαλκανικές χώρες με στόχο την πολιτική και εκλογική χειραγώγηση των πολιτών εν όψει εκλογικών αναμετρήσεων και επιχειρεί να εντοπίσει τις ομοιότητες με την περίπτωση της Ελλάδας. Το ερώτημα του Documento «πώς και πόσα πληρώνεται ο επικοινωνιολόγος του πρωθυπουργού Στάνλεϊ Γκρίνµπεργκ» αποτελεί ένα από τα σημεία-«κλειδιά» για την κατανόηση της υπόθεσης.
Ο Κώστας Βεξεβάνης γράφει:
«Για να παραφράσω τη γνωστή και επιβεβαιωµένη πλέον φράση του Ουµπέρτο Εκο: ποιος ηλίθιος κάνει σήµερα δικτατορία µε τανκς όταν υπάρχουν η τηλεόραση, το Predator και οι εταιρείες «συµβούλων» και «επικοινωνιολόγων» που λειτουργούν µε µεθόδους κατασκοπείας; Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είναι ηλίθιος, αλλά έρχεται η ώρα που και οι πιο σκοτεινές µεθοδεύσεις αποκαλύπτονται. Ας πάρουµε όµως τα πράγµατα από µια κάποια αρχή, γιατί είναι σαν να παρακολουθούµε ταινία ασύλληπτης πλοκής.
Το µεσηµέρι της περασµένης Πέµπτης ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης, για πρώτη φορά από την ηµέρα που ανέλαβε τα καθήκοντά του, εµφανίστηκε στην ενηµέρωση των συντακτών τόσο αµήχανος και ανίκανος να χρησιµοποιήσει ακόµη και τη γνωστή µπουρδολογική ασάφεια που χρησιµοποιούν πολιτικοί σε αυτήν τη θέση. Η αναταραχή και η ταραχή του προέκυψαν όταν το Documento έκανε την ερώτηση «πώς και πόσα πληρώνεται ο επικοινωνιολόγος του πρωθυπουργού Στάνλεϊ Γκρίνµπεργκ;». Την ίδια ακριβώς ερώτηση κάναµε και στην ενηµέρωση της περασµένης Τρίτης και τότε ο Π. Μαρινάκης άφησε να εννοηθεί ότι δεν γνωρίζει λεπτοµέρειες. Του αφήσαµε δύο µέρες για να τις µάθει, αλλά τα πράγµατα έγιναν χειρότερα.
Ο σκοπός της ερώτησης δεν ήταν να φέρουµε σε δύσκολη θέση τον κυβερνητικό εκπρόσωπο. Ο γκουρού της επικοινωνίας του πρωθυπουργού προσωπικά είναι πρόσωπο που πληρώνεται γενικώς µε εκατοµµύρια. Ποιος τον πληρώνει για να υπηρετεί τον πρωθυπουργό; Σε κάθε δηµοκρατία πρέπει να υπάρχει διαφάνεια. Είχαµε λοιπόν κάθε δικαίωµα να κάνουµε την ερώτηση και η κυβέρνηση έχει υποχρέωση να απαντήσει.
Αλλά ο σκοπός και πάλι δεν ήταν να εκθέσουµε τον πρωθυπουργό σε σχέση µε τα περίεργα οικονοµικά του. Η απροκάλυπτη και διαφηµιζόµενη παρουσία του κ. Γκρίνµπεργκ είναι κοµµάτι µιας σοβαρής και ύποπτης διάστασης που έχει αναπτυχθεί στην Ελλάδα. Αυτές τις µέρες συνδέεται λόγω επικαιρότητας µε δύο κοµµάτια του παζλ. Το ένα το έδωσε στο πιάτο η Αννα-Μισέλ Ασηµακοπούλου µε το σκάνδαλο των προσωπικών δεδοµένων και των emails που «αποκάλυψε». Το άλλο προκύπτει από την έρευνα του Documento και δηµοσιεύεται σήµερα.
Οταν η επιπολαιότητα και η αλαζονεία της πρακτικής της Ασηµακοπούλου απέδειξαν ότι είχε στη διάθεσή της παράνοµη λίστα το Documento δεν επικεντρώθηκε στην ευρωβουλευτή. Κι αυτό γιατί όταν ο Μητσοτάκης απέπεµψε τον Νίκο Θεοδωρόπουλο, γραµµατέα Απόδηµου Ελληνισµού της Ν∆, έκανε την παραδοχή ότι το κόµµα και η κυβέρνηση έχουν στη διάθεσή τους προσωπικά δεδοµένα πολιτών, τα οποία και χρησιµοποιούν. Αφού λοιπόν κατέχει και χρησιµοποιεί τα δεδοµένα που υπέκλεψε από τους εκλογικούς καταλόγους, γιατί να µη χρησιµοποιεί και όσα συνέλεξαν η Cisco και η Palantir µε την ανάθεση της κυβέρνησης Μητσοτάκη; Για να κάνω ακόµη χειρότερο το ερώτηµα για τον Μητσοτάκη, µήπως γι’ αυτό έγιναν οι αναθέσεις στις συγκεκριµένες αµαρτωλές εταιρείες;
Η συλλογή προσωπικών δεδοµένων δεν αποτελεί παρανοµία γενικής παραβατικότητας που µπορεί να οδηγήσει σε κάτι πιθανώς κακό και επιζήµιο. Η συλλογή τέτοιων στοιχείων και η κακόβουλη χρήση τους είναι κάτι τερατώδες για τη δηµοκρατία. Κατέχοντας όλα τα δεδοµένα των πολιτών και κάνοντας παράλληλες αναλύσεις από τη δηµόσια παρουσία τους (social media, αρθρογραφία, likes σε αναρτήσεις) µπορείς να σκιαγραφήσεις το ψυχολογικό προφίλ του καθενός. Στη συνέχεια µε βάση τα στοιχεία για την ψυχοσύνθεση και τις προτιµήσεις του καθενός επεµβαίνεις στοχευµένα για λόγους που δεν αφορούν αγορά προϊόντος. Σκοπός δεν είναι το spamming και η εµπορική εξαπάτηση αλλά η χειραγώγηση. Το σκάνδαλο της Cambridge Analytica, της εταιρείας που χρησιµοποίησε στοιχεία από 50 εκατοµµύρια χρήστες του Facebook για να τους κατευθύνει πολιτικά και εκλογικά, δεν αποτελεί µακρινή πραγµατικότητα.
Η έρευνα που ξεκινήσαµε για να διαπιστώσουµε αν η συλλογή προσωπικών δεδοµένων µε την επιµέλεια της κυβέρνησης έχει πραγµατικό στόχο τη χειραγώγηση έχει ανησυχητικά αποτελέσµατα. Τον Ιανουάριο του 2023 η ιστοσελίδα newsbomb.gr δηµοσίευσε ένα ρεπορτάζ σύµφωνα µε το οποίο η ρουµανικών συµφερόντων εταιρεία Majoritas είχε αναλάβει κρυφά στοχευµένες επικοινωνιακές εκστρατείες για τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Παρότι το ρεπορτάζ άφηνε αιχµές και γεννούσε εύλογα ερωτήµατα για την έκταση και τη µορφή αυτής της εργολαβίας, το θέµα σταµάτησε εκεί.
Το Documento αναζητώντας τι συµβαίνει µε τα προσωπικά δεδοµένα που έχει στη διάθεσή της η κυβέρνηση (και όχι η Ασηµακοπούλου) και έχοντας ως αιχµή της έρευνας το ερώτηµα αν έχει στηθεί µια µεγάλη επιχείρηση χειραγώγησης της κοινής γνώµης στις εκλογικές αναµετρήσεις, άρχισε να ξεψαχνίζει τη ρουµανική εταιρεία.
Με βάση όσα προκύπτουν, ο Κυριάκος Μητσοτάκης χρησιµοποίησε τα εργαλεία και τις µεθόδους που δοκιµάστηκαν από το 2010 στην Αφρική και τελειοποιήθηκαν στις εκλογικές αναµετρήσεις στα Βαλκάνια από το 2016 και µετά.
Την εποχή που δηµιουργήθηκε η Cambridge Analytica στις βαλκανικές χώρες δραστηριοποιούνται εταιρείες µε πυρήνες κάποιους Ισραηλινούς, οι οποίοι αναλαµβάνουν «σύµβουλοι επικοινωνίας» υποψήφιων πρωθυπουργών. Καθένας από αυτούς έχει υπηρετήσει σε υψηλές θέσεις δίπλα σε πολιτικούς στο Τελ Αβίβ. Τα δύο πιο σηµαντικά πρόσωπα που αναλαµβάνουν να οδηγήσουν στην πρωθυπουργία τους πελάτες τους είναι ο Ταλ Σίλµπερσταϊν και ο Ασάφ Εϊσίν. ∆ίνουν επιτυχώς µάχες για να εκλεγούν ο Εντι Ράµα στην Αλβανία (επί τρεις τετραετίες), ο Αλεξάντερ Βούτσιτς στη Σερβία και ο πρωθυπουργός του Σοσιαλιστικού ∆ηµοκρατικού Κόµµατος στη Ρουµανία, ο οποίος όµως είναι υπό την καθοδήγηση του διεφθαρµένου προέδρου της Βουλής και πραγµατικού πρωθυπουργού Λίβιου Ντραγκνέα.
Οι Ισραηλινοί συνήθως εµφανίζονται στα Βαλκάνια ως µέλη της εταιρείας Majoritas του Λούσιαν Ντεσπόιου, την οποία συναντάµε στην Ελλάδα στην υπηρεσία του Μητσοτάκη. Από την έρευνα φαίνεται ότι τα πρόσωπα αυτά συνδέονται µε την Cambridge Analytica στη Ρουµανία. Οπως αποκαλύπτει στο Documento ο Αγγλος σύµβουλος Ρούπερτ Μάρεϊ, τo 2016 δέχτηκε πρόταση από την Cambridge Analytica για να συµµετάσχει στην οµάδα των συµβούλων που λειτουργούσαν τότε κρυφά δίπλα στον Λίβιου Ντραγκνέα για να οδηγήσουν το Σοσιαλιστικό Κόµµα στην εξουσία. Οπως είναι όµως ήδη γνωστό, η οµάδα αυτή ήταν των Ισραηλινών Ταλ Σίλµπερσταϊν και Ασάφ Εϊσίν, συνεργατών του Ντεσπόιου και της Majoritas.
Το Σοσιαλιστικό Κόµµα κατέλαβε την εξουσία µε πάνω από… 41%, ενώ η πρακτική που υιοθέτησε ο Ντραγκνέα ήταν η επίθεση σε δηµοσιογράφους, οι παρεµβάσεις στη ∆ικαιοσύνη και ο αυταρχισµός. Ενα από τα θύµατά του ήταν και η τότε εισαγγελέας της Ρουµανίας και τώρα Ευρωπαία εισαγγελέας Λάουρα Κοβέσι. Προφανώς οι οµοιότητες µε την πρακτική Μητσοτάκη δεν είναι τυχαίες αλλά αποτελούν µέθοδο.
Εχει σηµασία ότι ο Ταλ Σίλµπερσταϊν καταδικάστηκε στη Ρουµανία για απάτες. Εµπλέκεται στο σκάνδαλο της βασιλικής περιουσίας στο Βουκουρέστι µε συγκατηγορούµενο έναν ακόµη γνωστό στην Ελλάδα: τον Ισραηλινό εκατοµµυριούχο Μπένι Στάινµετζ. Ο Στάινµετζ αγόρασε την περιουσία της Εθνικής Τράπεζας (Πανγαία) σκανδαλωδώς, χωρίς διαγωνισµό, αφού πήρε δάνειο από την ίδια την Εθνική. Πρόσφατα αποκαλύφθηκε ότι αγόρασε το µεγαλύτερο διυλιστήριο στην Ιταλία από Ρώσους, µε συµµέτοχο στην επένδυση την Αλεξία Μπακογιάννη. Μπορεί βέβαια να πει κάποιος ότι όλα αυτά είναι τυχαία, αλλά ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει υποχρέωση να πει πώς ακριβώς είναι.»