Μεγάλα εμπόδια στην ανάπτυξη του εξαγωγικού τομέα της οικονομίας και, κατ’ επέκταση, στην αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της οικονομίας υψώνει το τραπεζικό σύστημα και, ειδικότερα, η αδυναμία του να ανταποκριθεί με ταχύτητα και ευελιξία στα χρηματοδοτικά αιτήματα των επιχειρήσεων.
Επιχειρηματίες που προσπαθούν να αποκτήσουν εξαγωγική παρουσία ή να αυξήσουν τις εξαγωγές τους, σε διεθνές περιβάλλον με οξύτατο ανταγωνισμό, διαπιστώνουν όλο και συχνότερα ότι οι τράπεζες αδυνατούν να συντονισθούν αποτελεσματικά με τις εξαγωγικές επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα να χάνονται ευκαιρίες και να ανατρέπονται επιχειρηματικά σχέδια.
Όπως λένε εξαγωγείς, οι ίδιες τράπεζες, που είχαν στο παρελθόν χρηματοδοτήσει τα πιο αντιπαραγωγικά επιχειρηματικά σχέδια, ή παρείχαν αφειδώς και με ελαστικά κριτήρια καταναλωτικά δάνεια, σήμερα περνούν από… σαράντα κύματα ακόμη και τα πιο απλά αιτήματα χρηματοδότησης από μικρές και μεσαίες εξαγωγικές επιχειρήσεις, που καταβάλλουν τεράστιες προσπάθειες για να προχωρήσουν τα ανοίγματά τους σε ξένες αγορές.
Και τούτο, παρότι η Τράπεζα της Ελλάδος συνεχώς προτρέπει τις τράπεζες να υποστηρίξουν τις εξαγωγικές επιχειρήσεις. Σε ειδική μελέτη, που δημοσιεύθηκε πέρυσι, είχε διαπιστωθεί οι εξαγωγικές επιχειρήσεις ήταν πολύ πιο παραγωγικές από τις μη εξαγωγικές και τονιζόταν ότι «είναι απαραίτητη η συνεχής δημιουργία συνθηκών που θα ενθαρρύνουν τη δραστηριότητα επιχειρήσεων υψηλής παραγωγικότητας και τις εξαγωγές προκειμένου να επιτευχθούν διατηρήσιμοι ρυθμοί ανάπτυξης».
Οι συστημικές τράπεζες της χώρας, όμως, φαίνεται ότι έχουν μείνει στην εποχή όπου οι εξαγωγές αντιμετωπίζονταν περίπου σαν… πολυτέλεια, επειδή υπήρχε ισχυρή εσωτερική ζήτηση, έστω και με δανεικά.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση εταιρείας που δραστηριοποιείται σε κλάδο των τροφίμων με κατά παράδοση ισχυρή εξαγωγική δραστηριότητα από πλευράς ελληνικών επιχειρήσεων και έχει υποβάλει τεκμηριωμένο αίτημα για χρηματοδότηση από συστημική τράπεζα, η οποία μάλιστα -στα χαρτιά, τουλάχιστον- φαίνεται να έχει ικανά αποθέματα ρευστότητας για να καλύψει ανάγκες υγιών επιχειρήσεων.
Η εν λόγω εταιρεία (τα στοιχεία της είναι στη διάθεση του Σin) έχει απολύτως υγιή οικονομικά στοιχεία: παρουσιάζει συνεχή και σημαντική αύξηση τζίρου, έχει ασήμαντο δανεισμό, εκπληρώνει ομαλά όλες τις υποχρεώσεις της και επιχειρεί, τα τελευταία χρόνια, να στραφεί στη διεθνή αγορά, παράγοντας προϊόν υψηλών ποιοτικών προδιαγραφών.
Για την υποστήριξη αυτής της προσπάθειας, η εταιρεία ζήτησε από την τράπεζα χρηματοδότηση κεφαλαίου κίνησης, που αντιστοιχεί περίπου στο 5-8% του τζίρου της. Παρουσίασε δε πλήρες πλάνο αποπληρωμής των τόκων του κεφαλαίου που ζήτησε, με τη μορφή της ανακυκλούμενης χρηματοδότησης, το οποίο βασίζεται σε πολύ συντηρητικές παραδοχές και περιορίζει στο ελάχιστο τους κινδύνους για την τράπεζα.
Η κατάληξη, ως τώρα, είναι απογοητευτική: χωρίς από την πλευρά της τράπεζας να διατυπώνονται επιφυλάξεις για τη ζητούμενη χρηματοδότηση, το αίτημα για χρηματοδότηση, εδώ και περισσότερους από πέντε μήνες, παραμένει μετέωρο, αφού δεν έχει εγκριθεί, ούτε όμως έχει απορριφθεί. Απλώς η τράπεζα ακολουθεί μια περίεργη παρελκυστική τακτική, χωρίς να δίνει πολλές εξηγήσεις στον ενδιαφερόμενο επιχειρηματία.
Στο μεταξύ, οι συνθήκες στην αγορά μπορεί να αλλάζουν, ευκαιρίες να χάνονται, άλλες να εμφανίζονται χωρίς να μπορούν να αξιοποιηθούν και μια επιχείρηση που θα μπορούσε να αναπτυχθεί με γοργούς ρυθμούς καταδικάζεται σε στασιμότητα, όχι επειδή δεν διαθέτει ανταγωνιστικό προϊόν και επαρκή διοίκηση, αλλά από την αβελτηρία των τραπεζών…