Υπό επαναδιαπραγμάτευση βρίσκονται ορισμένες από τις επιχορηγήσεις που δόθηκαν σε εταιρείες ημιαγωγών στο πλαίσιο του νόμου CHIPS επί προεδρίας Μπάιντεν, δήλωσε ο Υπουργός Εμπορίου των ΗΠΑ, Χάουαρντ Λάτνικ, υποδηλώνοντας ότι κάποιες ενδέχεται να ακυρωθούν πλήρως.
Καταθέτοντας στην Επιτροπή Προϋπολογισμού της Γερουσίας την Τετάρτη, ο Λάτνικ ανέφερε ότι ορισμένες συμφωνίες της προηγούμενης κυβέρνησης «ήταν υπερβολικά γενναιόδωρες» και πρόσθεσε πως στόχος είναι η καλύτερη αξιοποίηση των πόρων υπέρ των Αμερικανών φορολογουμένων. Ο ίδιος δήλωσε ότι:
Όλες οι συμφωνίες γίνονται καλύτερες και οι μόνες που δεν προχωρούν είναι εκείνες που δεν θα έπρεπε ποτέ να είχαν εγκριθεί
Ο νόμος CHIPS and Science Act, που υπεγράφη από τον Τζο Μπάιντεν το 2022, προβλέπει την επένδυση 52,7 δισ. δολαρίων στην αμερικανική βιομηχανία ημιαγωγών, τόσο στην παραγωγή, όσο και στην έρευνα, με σκοπό την αναχαίτιση της εξάρτησης από την Ασία.
Στο πλαίσιο του προγράμματος έχουν εγκριθεί πολυδισεκατομμύρια δολάρια σε επιχορηγήσεις προς κολοσσούς του κλάδου, όπως η TSMC από την Ταϊβάν, η Samsung και η SK Hynix από τη Νότια Κορέα, καθώς και οι αμερικανικές Intel και Micron. Αν και οι συμφωνίες υπογράφηκαν επί προεδρίας Μπάιντεν, η εκταμίευση των κονδυλίων είχε μόλις ξεκινήσει πριν την αλλαγή κυβέρνησης και οι λεπτομέρειες παραμένουν μη δημόσιες, με τα κεφάλαια να απελευθερώνονται σταδιακά, ανάλογα με την πρόοδο των επενδυτικών σχεδίων των εταιρειών.
Καλύτερη απόδοση για το κράτος
Ο Λάτνικ παρουσίασε την TSMC ως παράδειγμα επιτυχούς επαναδιαπραγμάτευσης: η εταιρεία, η οποία είχε εξασφαλίσει επιχορήγηση 6 δισ. δολαρίων από το πρόγραμμα, αύξησε τη δέσμευσή της για επενδύσεις στις ΗΠΑ από 65 δισ. στα 100 δισ. δολάρια.
«Κατορθώσαμε να τροποποιήσουμε τη συμφωνία, διατηρώντας το ίδιο ποσό κρατικής χρηματοδότησης», τόνισε.
Η TSMC είχε ανακοινώσει την αύξηση των επενδύσεων τον Μάρτιο, χωρίς όμως να διευκρινίσει αν η απόφαση συνδέεται άμεσα με την επαναδιαπραγμάτευση της επιχορήγησης.
Ο Λάτνικ πρόσθεσε ότι η διοίκηση συμμερίζεται τον στόχο να διατηρηθεί πάνω από το 50% της παγκόσμιας υπολογιστικής ισχύος σε τεχνητή νοημοσύνη εντός των ΗΠΑ, σε απάντηση ανησυχιών ότι συμφωνίες όπως η πρόσφατη έγκριση πώλησης αμερικανικών chips προηγμένης AI στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, θα μπορούσαν να αποδυναμώσουν την τεχνολογική υπεροχή των Ηνωμένων Πολιτειών.