Δεν θα γίνουν περικοπές στον προϋπολογισμό του 2018 στις δημόσιες δαπάνες υγείας, σύμφωνα με τον υπουργό Υγείας Ανδρέα Ξανθό, και τα όσα ανέφερε χθες το απόγευμα στην ομιλία του στη Βουλή των Ελλήνω με αφορμή το νομοσχέδιο για τον προϋπολογισμό του νέου χρόνου.
Όπως είπε ο υπουργός, είναι άλλο πράγμα η δαπάνη υγείας και άλλο η κρατική επιχορήγηση. Είναι άλλο πράγμα η αγορά φαρμάκων-υλικών-υπηρεσιών και άλλο η ροή χρηματοδότησης(cash flow). Η δαπάνη ενδιαφέρει τον πολίτη και τον εργαζόμενο στο ΕΣΥ γιατί αφορά τις υλικές προϋποθέσεις της αξιοπρεπούς υγειονομικής φροντίδας, ενώ, οι ενδιαφέρουν τα Λογιστήρια των νοσοκομείων και των ΥΠΕ και κυρίως τους προμηθευτές του ΕΣΥ. Το 1ο είναι πολιτικό θέμα και το 2ο είναι λογιστικό.
«Για όσους ενδεχομένως δεν έχουν συνειδητοποιήσει τι ακριβώς έχει συμβεί στη χώρα, διευκρινίζουμε ότι το Μνημόνιο έβαλε ανώτατο όριο στις δαπάνες του Συστήματος Υγείας(ΕΣΥ-ΕΟΠΥΥ) στο πλαίσιο των Μεσοπρόθεσμων Προγραμμάτων Δημοσιονομικής Σταθερότητας. Αυτό το όριο το διαπραγματευτήκαμε και το αυξήσαμε σημαντικά, ενισχύοντας την “αγοραστική δύναμη” των νοσοκομείων και διασφαλίζοντας την επιβίωση του Συστήματος Υγείας. Αυτό συνέβη το 2015, όταν αυξήθηκε κατά 170 εκ. ευρώ το όριο δαπανών των νοσοκομείων, συνεχίστηκε το 2016 και το 2017 και αθροιστικά ενισχύθηκε το Εθνικό Σύστημα Υγείας με πάνω από 700 εκ. ευρώ σε σύγκριση με το αρχικό ΜΠΔΣ 2015-2018 της προηγούμενης κυβέρνησης» τόνισε ο κ. Ξανθός.
Σύμφωνα με τον υπουργό, οι πολιτικές επιλογές για την Υγεία φαίνονται στα έξοδα, δηλαδή στις παροχές προς τους ασθενείς, και τα έξοδα δεν μειώνονται. Αναφορικά με το όριο των λειτουργικών δαπανών του ΕΣΥ, είπε πως παραμένει στα ίδια επίπεδα και το 2018 και μάλιστα για τα νοσοκομεία είναι αυξημένο σε σχέση με το αρχικό όριο του 2017 (1,711 δις το 2018 - 1,654 το 2017). Αυτό που μειώνεται είναι η κρατική χρηματοδότηση προς τα νοσοκομεία και τις ΥΠΕ, που όμως αντισταθμίζεται πλήρως από την αύξηση της μεταβίβασης πόρων του ΕΟΠΥΥ προς το ΕΣΥ και από τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα των νοσοκομείων.
«Από το 2016 οι εισπράξεις των νοσοκομείων από τον ΕΟΠΥΥ και την Κοινωνική Ασφάλιση είναι το 35% των εσόδων τους ενώ όλη την προηγούμενη 4ετία ήταν περίπου το 8-10% (από 100 εκ. κατά μέσο όρο που απέδιδε ο ΕΟΠΥΥ το χρόνο στα νοσοκομεία παρότι προϋπολογίζονταν πάνω από 700 εκ., το 2016 έφτασε τα 530 εκ. και το 2017 αναμένεται να ξεπεράσει τα 650 εκ. ευρώ)» σημείωσε και συμπλήρωσε ότι για λόγους πολυπαραγοντικούς, υπάρχουν πολύ μεγάλα ταμειακά διαθέσιμα στα νοσοκομεία και τις ΥΠΕ.
Για παράδειγμα, τον Οκτώβριο του 2017 υπήρχαν ως ταμειακό υπόλοιπο 522 εκ. στα νοσοκομεία (με ληξιπρόθεσμα χρέη 505 εκ.) και 96 εκ. στις ΥΠΕ, που φυσικά μπορεί να αξιοποιηθεί για κάλυψη τρεχουσών υποχρεώσεων τους.
Σε κάθε περίπτωση τα έσοδα από τον κρατικό προϋπολογισμό, οι μεταβιβάσεις από τον ΕΟΠΥΥ, οι ίδιοι πόροι των νοσοκομείων και τα ταμειακά διαθέσιμα των νοσοκομείων υπερκαλύπτουν τα έξοδα που μπορούν να πραγματοποιηθούν μέσα στο 2018, τόνισε ο υπουργός. «Τα έσοδα που απαιτούνται για τις «αγορές» του Δημόσιου Συστήματος Υγείας είναι εγγυημένα μέσω της πολιτικής επιλογής της συνέργειας πόρων ανάμεσα στο Κράτος και την Κοινωνική Ασφάλιση. Άρα ούτε περικοπή δαπάνης υπάρχει, ούτε έλλειμμα θα δημιουργηθεί στα νοσοκομεία, όπως προεξοφλούν ορισμένοι» σημείωσε ο υπουργός Υγείας λέγοντας ότι συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο και η καθαρή χρηματοοικονομική θέση (ταμειακά διαθέσιμα-υποχρεώσεις) των νοσοκομείων το 2015 ήταν -940 εκ. ευρώ, το 2016 ήταν + 35 εκ. ευρώ και στο τέλος του 2017 θα είναι + 400 εκ. ευρώ περίπου, σύμφωνα με τα στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. «Αυτό είναι μια αδιαμφισβήτητη και πρωτοφανής δημοσιονομική εξυγίανση του ΕΣΥ, η οποία θα συνεχιστεί και το 2018 με πλεονασματικούς προϋπολογισμούς των νοσοκομείων-ΥΠΕ» σημείωσε.
Ο υπουργός παραδέχθηκε ότι η λιτότητα στην Υγεία, αν και έχει υποχωρήσει οριακά, είναι παρούσα και έχει πλήξει σοβαρά το ΕΣΥ και ο μόνος τρόπος για να την υπερβούμε είναι να κλείσουμε το μνημονιακό πρόγραμμα τηρώντας τις δημοσιονομικές δεσμεύσεις και τα προαπαιτούμενα των αξιολογήσεων. Η ουσία του προβλήματος είναι όντως, όπως είπε, το χαμηλό όριο δαπανών του Συστήματος Υγείας, είτε αυτό αφορά τα νοσοκομεία και τα Κέντρα Υγείας, είτε τον ΕΟΠΥΥ και τη φαρμακευτική δαπάνη. Οι κλειστοί προϋπολογισμοί που έχουν επιβληθεί από το Μνημόνιο δεν επαρκούν για να καλύψουν με πληρότητα τις αυξημένες υγειονομικές ανάγκες της κοινωνίας στην περίοδο της κρίσης.
Παρ’ όλα αυτά, η κυβέρνηση και το υπουργείο, κατάφερε σύμφωνα με τον κ. Ξανθό, με έντιμη διαχείριση και νοικοκύρεμα των δαπανών να περιορίσει την «υγειονομική φτώχεια», να στηρίξει και να αναβαθμίσει λειτουργικά τις δημόσιες δομές, να προχωρήσει σε προσλήψεις μόνιμου και επικουρικού προσωπικού, να ενισχύσει τους προϋπολογισμούς των νοσοκομείων, να αναβαθμίσει τον ιατροτεχνολογικό εξοπλισμό, να αυξήσει τη «χωρητικότητα»(capacity) του ΕΣΥ και τη δυνατότητα του να καλύπτει περισσότερες ανάγκες υγείας των πολιτών.
Το σχέδιο αυτό, δηλαδή, της καθολικής κάλυψης του πληθυσμού, της στήριξης του Δημόσιου Συστήματος Υγείας και της λειτουργικής αναβάθμισης των δομών του, μπορεί να υλοποιηθεί και με τον προϋπολογισμό του 2018, σύμφωνα με τον κ Ξανθό, όμως, το μείζον πρόβλημα του Συστήματος Υγείας που είναι το χαμηλό όριο δημόσιων δαπανών (5,1% του ΑΕΠ όταν ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη είναι 7,2% ), παραμένει. Άρα, για να ανταποκριθεί το Δημόσιο Σύστημα Υγείας με επάρκεια στην αυξημένη ψυχοσωματική ευαλωτότητα και νοσηρότητα που προκαλεί η οικονομική κρίση και για να καλύψει αξιόπιστα τις σύγχρονες ανάγκες ολοκληρωμένης υγειονομικής και κοινωνικής φροντίδας, πρέπει να υποχωρήσει σταδιακά η λιτότητα στην Υγεία και στο Κοινωνικό Κράτος.
Τέλος, όπως είπε, η στήριξη και αναβάθμιση του ΕΣΥ απαιτεί επαρκείς πόρους και άρα αυξημένα έσοδα για το Κράτος. Όποιος λοιπόν θέλει καλά νοσοκομεία, αρκετούς γιατρούς και νοσηλευτές, καλή Πρωτοβάθμια Φροντίδα, αποτελεσματικό ΕΚΑΒ, καλές παροχές από τον ΕΟΠΥΥ, αξιοπρεπή φροντίδα υγείας και ταυτόχρονα θέλει χαμηλούς φόρους και χαμηλές ασφαλιστικές εισφορές, ή «πλανάται πλάνην οικτράν» - και αυτό συνήθως αφορά τους πολίτες – ή κοροϊδεύει και μάλιστα «χοντρά» τον κόσμο – και αυτό αφορά την αντιπολίτευση.
Αυτό που χρειάζεται, και σήμερα δεν υπάρχει, είναι η δίκαιη κατανομή των αναγκαίων φορολογικών βαρών και η δραστική αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής ή φοροαποφυγής των μεγάλων εισοδημάτων.