Μια νέα κρίση χρέους στην ευρωζώνη με επίκεντρο την Ιταλία, που δείχνει αδύναμη να «μαζέψει» τα ελλείμματα για να συνεχίσει να χρηματοδοτείται ομαλά από τις αγορές, φοβάται η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και ήδη εξετάζει πώς θα δημιουργήσει νέες «οχυρώσεις», διατηρώντας πλούσια ρευστότητα στις αγορές.
Μια νέα σύγκρουση της Ρώμης με την αγορά ομολόγων και με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς φαίνεται ότι αντιμετωπίζεται στην Φρανκφούρτη περίπου σαν... ατύχημα που περιμένει να συμβεί, καθώς η κυβέρνηση της Τζόρτζια Μελόνι δεν είναι ικανή ή πρόθυμη να επιβάλει την απαιτούμενη λιτότητα για να επανέλθει η χώρα σε έλλειμμα κάτω από το 3% του ΑΕΠ και να διασφαλισθεί η βιωσιμότητα του χρέους, ενώ η πρόθεση της ΕΚΤ να κρατήσει για μεγάλη περίοδο τα υψηλά επιτόκια δημιουργεί συνεχή πίεση στην Ιταλία, καθώς υποχρεώνεται να αναχρηματοδοτεί το χρέος της με ακριβές εκδόσεις ομολόγων.
Στις 18 Οκτωβρίου, η απόδοση του 10ετούς ομολόγου της Ιταλίας πλησίασε σε... σημείο βρασμού, δηλαδή πολύ κοντά στο κρίσιμο όριο του 5% και έκτοτε έχει υποχωρήσει ελαφρώς, πέριξ του 4,6%, που όμως είναι και πάλι πολύ υψηλό επίπεδο και δημιουργεί σοβαρή πίεση στη χρηματοδότηση του Δημοσίου. Θεωρητικά, η Ιταλία προστατεύεται από τον ειδικό μηχανισμό παρέμβασης που έχει δημιουργήσει η ΕΚΤ, το πρόγραμμα TIPP για αγορές κρατικών ομολόγων χωρών που πιέζονται από τις αγορές, όμως πρόκειται για ένα μηχανισμό που δεν έχει δοκιμασθεί ακόμη και δεν είναι καθόλου βέβαιο αν θα λειτουργήσει αποτελεσματικά για να προστατεύσει την Ιταλία από μια επίθεση της αγοράς ομολόγων.
Αυτόν τον προβληματισμό που εντείνεται στους κόλπους της ΕΚΤ απηχούν οι δηλώσεις του αντιπροέδρου, Λούις ντε Γκουίντος, υπεύθυνου για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, ο οποίος «φωτογράφισε» την περίπτωση της Ιταλίας και τόνισε: «Περισσότερο αυξημένα κόστη χρηματοδότησης και λιγότερο συνετές δημοσιονομικές πολιτικές θα μπορούσαν να αυξήσουν τις ανησυχίες σχετικά με τη βιωσιμότητα του κρατικού χρέους, ιδιαίτερα στις χώρες στις οποίες τα επίπεδα του χρέους είναι ήδη υψηλά».
Όπως είπε, σε ομιλία στη Φρανκφούρτη, προς το παρόν τα spread των ομολόγων στην ευρωζώνη «παραμένουν περιορισμένα», όμως τα επιτόκια της ΕΚΤ βρίσκονται στο υψηλότερο επίπεδο ιστορικά (το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων έχει αυξηθεί στο 4%) και θα διατηρηθούν υψηλά «για αρκετό καιρό», κάτι που σημαίνει ότι η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να έχει στόχο να καταστήσει τις οικονομίες «πιο παραγωγικές και να μειώσει σταδιακά το υψηλό δημόσιο χρέος».
Εκτός από αυτές τις σαφείς παραινέσεις προς τη Ρώμη για σοβαρότητα στη δημοσιονομική πολιτική (που προς το παρόν δεν εισακούονται από την κυβέρνηση Μελόνι), η ΕΚΤ εξετάζει μια σημαντική αλλαγή στην πολιτική της, που θα μπορούσε να λειτουργήσει προληπτικά στην εκδήλωση μιας νέας κρίσης χρέους, μέσα από τη διατήρηση πλούσιας ρευστότητας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, ώστε να διασφαλίζεται ότι και οι ασθενέστερες οικονομίες δεν θα δυσκολεύονται να αντλούν δανεισμό από την αγορά ομολόγων.
Ουσιαστικά, αυτό που εξετάζουν στη Φρανκφούρτη είναι πώς οι τεράστιες ποσότητες χρήματος (αποθεματικά κεντρικής τράπεζας) που «τύπωσε» η ΕΚΤ και διέθεσε για αγορές κρατικών ομολόγων και χρηματοδότηση των τραπεζών θα παραμείνουν στο σύστημα σε μεγάλο βαθμό, για να λειτουργήσουν σαν μαξιλάρι προστασίας από τις πιέσεις που δημιουργούν τα υψηλά επιτόκια.
Αυτά τα αποθεματικά κανονικά πρέπει να μειωθούν σημαντικά, ώστε με τον περιορισμό της ρευστότητας να διευκολυνθεί η προσπάθεια καταπολέμησης του πληθωρισμού. Ήδη, αυτή η διαδικασία έχει αρχίσει, όπως φαίνεται στο γράφημα που συνοδεύει πρόσφατη ομιλία του επικεφαλής οικονομολόγου της ΕΚΤ, Φίλιπ Λέιν. Τα αποθεματικά, δηλαδή το χρήμα που τυπώνει η ΕΚΤ και το παρέχει στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, ως ποσοστό του ενεργητικού της βρίσκονται σε τροχιά μείωσης και έχουν πέσει στο επίπεδο του 10%, ενώ είχαν ανέλθει ως το 13%. Σε κανονικές συνθήκες, το ποσοστό δεν ξεπερνούσε το 1%, αλλά διογκώθηκε έντονα για να αντιμετωπισθούν διαδοχικές κρίσεις (κρίση χρέους, πανδημία).
Τα αποθεματικά της ΕΚΤ ως ποσοστό του ενεργητικού
Ο Φίλιπ Λέιν εξήγησε στην ομιλία του γιατί η ΕΚΤ δεν θα πρέπει να βιασθεί να αποσύρει με επιθετικό τρόπ τη ρευστότητα που έχει διαθέσει στο σύστημα, μέσω αγορών ομολόγων και χρηματοδότησης των τραπεζών, αλλά θα είναι σκόπιμο να βρεθεί ένα νέο σημείο ισορροπίας. «Το κατάλληλο επίπεδο των αποθεματικών στη «νέα κανονικότητα» θα πρέπει να αποφύγει τους κινδύνους που συνδέονται με υπερβολικά σπάνια ή υπερβολικά άφθονα αποθεματικά. Μια τέτοια μέση οδός θα επιτύγχανε την κατάλληλη ισορροπία μεταξύ των οφελών και του κόστους που συνδέονται με τη δημιουργία αποθεματικών κεντρικών τραπεζών και φαίνεται επίσης καταλληλότερη για τη διασφάλιση της σταθερότητας του τραπεζικού και χρηματοπιστωτικού συστήματος».
Μέσα από αυτή τη γενική τοποθέτηση, που υποκρύπτει την ανάγκη να παραμείνει σε κυκλοφορία το τυπωμένο χρήμα για να αποφευχθούν κραδασμοί, ο Λέιν καταλήγει στο συμπέρασμα ότι πρέπει να διατηρηθεί ένα δομικό/διαρθρωτικό χαρτοφυλάκιο ομολόγων, δηλαδή η ΕΚΤ να κρατήσει ένα μεγάλο μέρος των ομολόγων που έχει αγοράσει με τα διαδοχικά προγράμματα στήριξης. Επίσης, υποστηρίζει κάτι ανάλογο και για τα προγράμματα μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης των τραπεζών, όπως είναι το TLTRO που έχει λήξει και οι τράπεζες σταδιακά επιστρέφουν τη ρευστότητα. Δηλαδή, ότι πρέπει να διατηρηθεί ένα δομικό/διαρθρωτικό επίπεδο μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης των τραπεζών, άρα να μην αποσύρει εντελώς η ΕΚΤ τη ρευστότητα που έχει δώσει.
Εκτός από αυτή τη σταθερή κυκλοφορία τυπωμένου χρήματος στο σύστημα, ο Λέιν τονίζει ότι «η προσφορά αποθεματικών κεντρικής τράπεζας θα πρέπει να είναι ελαστική σε περίπτωση μακροοικονομικών πιέσεων», δηλαδή ότι η ΕΚΤ θα πρέπει να είναι έτοιμη να τυπώσει περισσότερο χρήμα, εάν το απαιτήσουν οι συνθήκες (π.χ. εάν εκδηλωθεί μια επίθεση των αγορών στα ομολόγα). Ουσιαστικά, η ΕΚΤ θα πρέπει να έχει δώσει στις αγορές εκ των προτέρων το μήνυμα ότι είναι έτοιμη να τυπώσει όσο χρήμα χρειάζεται για να αντιμετωπισθεί μια κρίση, ώστε να αποτρέπονται οι αναταράξεις.
Αυτοί οι προβληματισμοί του επικεφαλής οικονομολόγου της ΕΚΤ, πάντως, δεν βρίσκουν ομόφωνη αποδοχή από το συμβούλιο της κεντρικής τράπεζας, καθώς οι πιο «σκληροί» τραπεζίτες επιμένουν στην πιο ορθόδοξη αντίληψη, που υπαγορεύει ότι, στο πλαίσιο της αντιπληθωριστικής πολιτικής, θα πρέπει το συντομότερο να αποσυρθεί το χρήμα που «έριξε» στις αγορές η ΕΚΤ για να ξεπερασθούν οι προηγούμενες κρίσεις. Αυτές οι απόψεις, βέβαια, δεν λαμβάνουν καθόλου υπόψη τους κινδύνους εκδήλωσης νέας κρίσης χρέους, επειδή οι τραπεζίτες αυτής της σχολής θεωρούν ότι η ιταλική και οι άλλες κυβερνήσεις με ασθενή οικονομικά φέρουν το βάρος της άσκησης κατάλληλης πολιτικής για να αποφύγουν τη σύγκρουση με τις αγορές.